Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.75.1-6.78.4)

[6.75.1] Ἐτείχιζον δὲ καὶ οἱ Συρακόσιοι ἐν τῷ χειμῶνι πρός τε τῇ πόλει, τὸν Τεμενίτην ἐντὸς ποιησάμενοι, τεῖχος παρὰ πᾶν τὸ πρὸς τὰς Ἐπιπολὰς ὁρῶν, ὅπως μὴ δι᾽ ἐλάσσονος εὐαποτείχιστοι ὦσιν, ἢν ἄρα σφάλλωνται, καὶ τὰ Μέγαρα φρούριον, καὶ ἐν τῷ Ὀλυμπιείῳ ἄλλο· καὶ τὴν θάλασσαν προυσταύρωσαν πανταχῇ ᾗ ἀποβάσεις ἦσαν. [6.75.2] καὶ τοὺς Ἀθηναίους εἰδότες ἐν τῇ Νάξῳ χειμάζοντας ἐστράτευσαν πανδημεὶ ἐπὶ τὴν Κατάνην, καὶ τῆς τε γῆς αὐτῶν ἔτεμον καὶ τὰς τῶν Ἀθηναίων σκηνὰς καὶ τὸ στρατόπεδον ἐμπρήσαντες ἀνεχώρησαν ἐπ᾽ οἴκου. [6.75.3] καὶ πυνθανόμενοι τοὺς Ἀθηναίους ἐς τὴν Καμάριναν κατὰ τὴν ἐπὶ Λάχητος γενομένην ξυμμαχίαν πρεσβεύεσθαι, εἴ πως προσαγάγοιντο αὐτούς, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοί· ἦσαν γὰρ ὕποπτοι αὐτοῖς οἱ Καμαριναῖοι μὴ προθύμως σφίσι μήτ᾽ ἐπὶ τὴν πρώτην μάχην πέμψαι ἃ ἔπεμψαν, ἔς τε τὸ λοιπὸν μὴ οὐκέτι βούλωνται ἀμύνειν, ὁρῶντες τοὺς Ἀθηναίους ἐν τῇ μάχῃ εὖ πράξαντας, προσχωρῶσι δ᾽ αὐτοῖς κατὰ τὴν προτέραν φιλίαν πεισθέντες. [6.75.4] ἀφικομένων οὖν ἐκ μὲν Συρακουσῶν Ἑρμοκράτους καὶ ἄλλων ἐς τὴν Καμάριναν, ἀπὸ δὲ τῶν Ἀθηναίων Εὐφήμου μεθ᾽ ἑτέρων, ὁ Ἑρμοκράτης ξυλλόγου γενομένου τῶν Καμαριναίων βουλόμενος προδιαβάλλειν τοὺς Ἀθηναίους ἔλεγε τοιάδε.
[6.76.1] «Οὐ τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν Ἀθηναίων, ὦ Καμαριναῖοι, μὴ αὐτὴν καταπλαγῆτε δείσαντες ἐπρεσβευσάμεθα, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς μέλλοντας ἀπ᾽ αὐτῶν λόγους, πρίν τι καὶ ἡμῶν ἀκοῦσαι, μὴ ὑμᾶς πείσωσιν. [6.76.2] ἥκουσι γὰρ ἐς τὴν Σικελίαν προφάσει μὲν ᾗ πυνθάνεσθε, διανοίᾳ δὲ ἣν πάντες ὑπονοοῦμεν· καί μοι δοκοῦσιν οὐ Λεοντίνους βούλεσθαι κατοικίσαι, ἀλλ᾽ ἡμᾶς μᾶλλον ἐξοικίσαι. οὐ γὰρ δὴ εὔλογον τὰς μὲν ἐκεῖ πόλεις ἀναστάτους ποιεῖν, τὰς δὲ ἐνθάδε κατοικίζειν, καὶ Λεοντίνων μὲν Χαλκιδέων ὄντων κατὰ τὸ ξυγγενὲς κήδεσθαι, Χαλκιδέας δὲ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ, ὧν οἵδε ἄποικοί εἰσι, δουλωσαμένους ἔχειν. [6.76.3] τῇ δὲ αὐτῇ ἰδέᾳ ἐκεῖνά τε ἔσχον καὶ τὰ ἐνθάδε νῦν πειρῶνται· ἡγεμόνες γὰρ γενόμενοι ἑκόντων τῶν τε Ἰώνων καὶ ὅσοι ἀπὸ σφῶν ἦσαν ξύμμαχοι ὡς ἐπὶ τοῦ Μήδου τιμωρίᾳ, τοὺς μὲν λιποστρατίαν, τοὺς δὲ ἐπ᾽ ἀλλήλους στρατεύειν, τοῖς δ᾽ ὡς ἑκάστοις τινὰ εἶχον αἰτίαν εὐπρεπῆ ἐπενεγκόντες κατεστρέψαντο. [6.76.4] καὶ οὐ περὶ τῆς ἐλευθερίας ἄρα οὔτε οὗτοι τῶν Ἑλλήνων οὔθ᾽ οἱ Ἕλληνες τῆς ἑαυτῶν τῷ Μήδῳ ἀντέστησαν, περὶ δὲ οἱ μὲν σφίσιν ἀλλὰ μὴ ἐκείνῳ καταδουλώσεως, οἱ δ᾽ ἐπὶ δεσπότου μεταβολῇ οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ.
[6.77.1] «Ἀλλ᾽ οὐ γὰρ δὴ τὴν τῶν Ἀθηναίων εὐκατηγόρητον οὖσαν πόλιν νῦν ἥκομεν ἀποφανοῦντες ἐν εἰδόσιν ὅσα ἀδικεῖ, πολὺ δὲ μᾶλλον ἡμᾶς αὐτοὺς αἰτιασόμενοι ὅτι ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ᾽ ἐκεῖ Ἑλλήνων ὡς ἐδουλώθησαν οὐκ ἀμύνοντες σφίσιν αὐτοῖς, καὶ νῦν ἐφ᾽ ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα σοφίσματα, Λεοντίνων τε ξυγγενῶν κατοικίσεις καὶ Ἐγεσταίων ξυμμάχων ἐπικουρίας, οὐ ξυστραφέντες βουλόμεθα προθυμότερον δεῖξαι αὐτοῖς ὅτι οὐκ Ἴωνες τάδε εἰσὶν οὐδ᾽ Ἑλλησπόντιοι καὶ νησιῶται, οἳ δεσπότην ἢ Μῆδον ἢ ἕνα γέ τινα αἰεὶ μεταβάλλοντες δουλοῦνται, ἀλλὰ Δωριῆς ἐλεύθεροι ἀπ᾽ αὐτονόμου τῆς Πελοποννήσου τὴν Σικελίαν οἰκοῦντες. [6.77.2] ἢ μένομεν ἕως ἂν ἕκαστοι κατὰ πόλεις ληφθῶμεν, εἰδότες ὅτι ταύτῃ μόνον ἁλωτοί ἐσμεν καὶ ὁρῶντες αὐτοὺς ἐπὶ τοῦτο τὸ εἶδος τρεπομένους ὥστε τοὺς μὲν λόγοις ἡμῶν διιστάναι, τοὺς δὲ ξυμμάχων ἐλπίδι ἐκπολεμοῦν πρὸς ἀλλήλους, τοῖς δὲ ὡς ἑκάστοις τι προσηνὲς λέγοντες δύνανται κακουργεῖν; καὶ οἰόμεθα τοῦ ἄπωθεν ξυνοίκου προαπολλυμένου οὐ καὶ ἐς αὐτόν τινα ἥξειν τὸ δεινόν, πρὸ δὲ αὐτοῦ μᾶλλον τὸν πάσχοντα καθ᾽ ἑαυτὸν δυστυχεῖν; [6.78.1] καὶ εἴ τῳ ἄρα παρέστηκε τὸν μὲν Συρακόσιον, ἑαυτὸν δ᾽ οὒ πολέμιον εἶναι τῷ Ἀθηναίῳ, καὶ δεινὸν ἡγεῖται ὑπέρ γε τῆς ἐμῆς κινδυνεύειν, ἐνθυμηθήτω οὐ περὶ τῆς ἐμῆς μᾶλλον, ἐν ἴσῳ δὲ καὶ τῆς ἑαυτοῦ ἅμα ἐν τῇ ἐμῇ μαχούμενος, τοσούτῳ δὲ καὶ ἀσφαλέστερον ὅσῳ οὐ προδιεφθαρμένου ἐμοῦ, ἔχων δὲ ξύμμαχον ἐμὲ καὶ οὐκ ἐρῆμος ἀγωνιεῖται· τόν τε Ἀθηναῖον μὴ τὴν τοῦ Συρακοσίου ἔχθραν κολάσασθαι, τῇ δ᾽ ἐμῇ προφάσει τὴν ἐκείνου φιλίαν οὐχ ἧσσον βεβαιώσασθαι βούλεσθαι. [6.78.2] εἴ τέ τις φθονεῖ μὲν ἢ καὶ φοβεῖται (ἀμφότερα γὰρ τάδε πάσχει τὰ μείζω), διὰ δὲ αὐτὰ τὰς Συρακούσας κακωθῆναι μὲν ἵνα σωφρονισθῶμεν βούλεται, περιγενέσθαι δὲ ἕνεκα τῆς αὑτοῦ ἀσφαλείας, οὐκ ἀνθρωπίνης δυνάμεως βούλησιν ἐλπίζει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἅμα τῆς τε ἐπιθυμίας καὶ τῆς τύχης τὸν αὐτὸν ὁμοίως ταμίαν γενέσθαι. [6.78.3] καὶ εἰ γνώμῃ ἁμάρτοι, τοῖς αὑτοῦ κακοῖς ὀλοφυρθεὶς τάχ᾽ ἂν ἴσως καὶ τοῖς ἐμοῖς ἀγαθοῖς ποτὲ βουληθείη αὖθις φθονῆσαι. ἀδύνατον δὲ προεμένῳ καὶ μὴ τοὺς αὐτοὺς κινδύνους οὐ περὶ τῶν ὀνομάτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔργων, ἐθελήσαντι προσλαβεῖν· λόγῳ μὲν γὰρ τὴν ἡμετέραν δύναμιν σῴζοι ἄν τις, ἔργῳ δὲ τὴν αὑτοῦ σωτηρίαν. [6.78.4] καὶ μάλιστα εἰκὸς ἦν ὑμᾶς, ὦ Καμαριναῖοι, ὁμόρους ὄντας καὶ τὰ δεύτερα κινδυνεύσοντας προορᾶσθαι αὐτὰ καὶ μὴ μαλακῶς ὥσπερ νῦν ξυμμαχεῖν, αὐτοὺς δὲ πρὸς ἡμᾶς μᾶλλον ἰόντας, ἅπερ ἂν εἰ ἐς τὴν Καμαριναίαν πρῶτον ἀφίκοντο οἱ Ἀθηναῖοι δεόμενοι ἂν ἐπεκαλεῖσθε, ταῦτα ἐκ τοῦ ὁμοίου καὶ νῦν παρακελευομένους ὅπως μηδὲν ἐνδώσομεν φαίνεσθαι. ἀλλ᾽ οὔθ᾽ ὑμεῖς νῦν γέ πω οὔθ᾽ οἱ ἄλλοι ἐπὶ ταῦτα ὥρμησθε.

[6.75.1] Και οι Συρακούσιοι έχτιζαν οχυρώματα όλον τον χειμώνα κοντά στην πόλη και περιλάβαν μέσα στην πολιτεία τον Τεμενίτη, κατασκευάζοντας ένα τείχος σ᾽ όλο το μήκος που βλέπει προς τις Επιπολές, έτσι ώστε, αν νικηθούν, να μην μπορεί ο εχθρός να τους πολιορκήσει στενά με άλλο τείχος. Έχτισαν φρούριο και στα Μέγαρα και στο Ολυμπίειο. Και στην ακρογιαλιά τοποθέτησαν πασσάλους παντού όπου μπορούσε να γίνει απόβαση. [6.75.2] Ήξεραν ότι οι Αθηναίοι ξεχειμωνιάζουν στην Νάξο και κίνησαν με πάνδημη εκστρατεία εναντίον της Κατάνης όπου κατέστρεψαν την γη, έκαψαν τις σκηνές και το στρατόπεδο των Αθηναίων και γύρισαν στην πολιτεία τους. [6.75.3] Έμαθαν ότι οι Αθηναίοι στηρίζονταν στην συμμαχία που είχαν κάνει με την Καμάρινα τον καιρό που είχε πάει ο Λάχης, και ότι είχαν στείλει πρεσβεία για να την προσεταιριστούν. Έστειλαν κι εκείνοι πρεσβεία γιατί υποπτεύονταν ότι οι Καμαριναίοι τους είχαν δώσει απρόθυμα την όση βοήθεια είχαν στείλει στην πρώτη μάχη, ότι στο μέλλον θ᾽ αρνιόνταν να τους βοηθήσουν μετά την επιτυχία των Αθηναίων στην μάχη αυτήν, και ότι, θα δέχονταν να πάνε με το μέρος τους εξαιτίας της παλιάς φιλίας τους μαζί τους. [6.75.4] Όταν έφτασαν στην Καμάρινα από τις Συρακούσες, ο Ερμοκράτης και οι άλλοι, και από τους Αθηναίους ο Εύφημος και άλλοι, έγινε συνέλευση των Καμαριναίων και ο Ερμοκράτης, θέλοντας να τους προδιαθέσει εναντίον των Αθηναίων, είπε τα ακόλουθα, περίπου:
[6.76.1] «Καμαριναίοι! Δεν ήρθαμε πρέσβεις εδώ επειδή φοβηθήκαμε μήπως σας εντυπωσιάσει η μεγάλη δύναμη των Αθηναίων, αλλά επειδή ανησυχήσαμε μήπως τα όσα θα σας πουν, σας παρασύρουν, αν δεν μας ακούσετε, πριν, εμάς. [6.76.2] Ήρθαν στην Σικελία με την πρόφαση που ξέρετε, αλλά όλοι μας υποπτευόμαστε τους πραγματικούς τους σκοπούς. Νομίζω ότι εκείνο που επιδιώκουν δεν είναι ν᾽ αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους στην πατρίδα τους, αλλά μάλλον να μας διώξουν εμάς από την δική μας. Είναι παράλογο, ενώ ερημώνουν τις πολιτείες στην Ελλάδα, να επιδιώκουν ν᾽ αποκαταστήσουν πολιτείες εδώ και να δείχνουν τόση φροντίδα για τους Λεοντίνους οι οποίοι είναι Χαλκιδείς και φυλετικά συγγενείς τους, ενώ τους Χαλκιδείς της Ευβοίας —των οποίων οι Λεοντίνοι είναι άποικοι— τους έχουν υποδουλώσει και τους κρατούν υποτελείς. [6.76.3] Τις ίδιες μεθόδους που εφαρμόσαν για ν᾽ αποκτήσουν τα όσα έχουν εκεί, τις δοκιμάζουν τώρα εδώ. Όταν, δηλαδή, με την αποδοχή των Ιώνων (και όλων όσοι, σύμμαχοί τους, κατάγονταν απ᾽ αυτούς) έγιναν αρχηγοί τους για να εκδικηθούν τους Μήδους, τότε, άλλους με την πρόφαση ότι δεν έδιναν αρκετό στρατό, άλλους επειδή πολεμούσαν μεταξύ τους, και άλλους με κάποια εύλογη αιτία, κατά την περίπτωση, τους υποδούλωσαν όλους. [6.76.4] Έτσι, ούτε οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν στους Μήδους για να εξυπηρετήσουν την ελευθερία των Ελλήνων, ούτε οι Έλληνες για την δική τους ελευθερία. Αποτέλεσμα ήταν οι Αθηναίοι να υποκαταστήσουν τους Μήδους στην υποδούλωση των Ελλήνων και οι Έλληνες ν᾽ αλλάξουν αφέντη και να έχουν έναν δεσπότη όχι λιγότερο ικανό, αλλά πολύ περισσότερο επικίνδυνο.
[6.77.1] »Αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να κατηγορήσομε τους Αθηναίους, πράγμα που είναι πολύ εύκολο και για να εκθέσομε σε όσους τις ξέρουν καλά, όσες παρανομίες έχουν κάνει. Ήρθαμε πολύ περισσότερο για να κατηγορήσομε τους εαυτούς μας επειδή, ενώ έχομε παράδειγμα την υποδούλωση των εκεί Ελλήνων, που δεν υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους, κι ενώ ακούμε τις ίδιες σοφιστίες εναντίον μας, δηλαδή την αποκατάσταση των Λεοντίνων και των ομοφύλων τους και την βοήθεια στους συμμάχους τους Εγεσταίους, δεν θέλομε να συσπειρωθούμε και να δείξομε αποφασιστικά στους Αθηναίους ότι εδώ δεν βρίσκονται Ίωνες ή Ελλησπόντιοι και νησιώτες που είναι πάντα δούλοι κι αλλάζουν συνεχώς αφέντη —είτε Μήδος είναι είτε άλλος κάποιος— αλλά ότι βρίσκονται Δωριείς ελεύθεροι, που έχουν καταγωγή την ελεύθερη Πελοπόννησο και ήρθαν να κατοικήσουν την Σικελία. [6.77.2] Τί περιμένομε, λοιπόν; Να υποδουλωθούμε μια μια πολιτεία, ενώ ξέρομε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μας υποτάξουν; Ενώ τους βλέπομε ν᾽ ακολουθούν ακριβώς την ίδια πολιτική, δηλαδή να δημιουργούν με τους λόγους τους έριδες μεταξύ μας, να κινούν, με υποσχέσεις συμμαχίας, τον ένα εναντίον του άλλου σε εξοντωτικό πόλεμο και να μεταχειρίζονται, σε κάθε περίσταση, ευχάριστα λόγια για να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους; Και όταν ένας μακρινός γείτονάς μας υποκύψει πριν από μας, νομίζομε τάχα ότι δεν θα επεκταθεί το κακό στον καθένα από μας και ότι η πολιτεία που πρώτη παθαίνει την συμφορά, θα είναι το μοναδικό θύμα;
[6.78.1] »Και αν κανείς φαντάζεται ότι δεν είναι ο ίδιος εχθρός των Αθηναίων αλλά μόνο ο Συρακούσιος και θεωρεί ότι είναι φοβερό να ριψοκινδυνέψει για την δική μου πατρίδα, ας σκεφθεί, αν πολεμήσει στο έδαφός της, ότι δεν θα πολεμήσει μόνο για την πατρίδα μου, αλλά και για την δική του και μάλιστα με μεγαλύτερη ασφάλεια, αν, προηγουμένως, δεν έχω καταστραφεί εγώ, γιατί τότε θα μ᾽ έχει σύμμαχο και δεν θ᾽ αγωνιστεί μόνος του. Ας σκεφθεί ότι ο Αθηναίος δεν επιδιώκει τόσο να εκδικηθεί την έχθρα του Συρακουσίου όσο θέλει, έχοντάς με για πρόφαση, να εξασφαλίσει την φιλία του τρίτου. [6.78.2] Αν κανείς μάς φθονεί ή μας φοβάται —γιατί οι δυνατοί προκαλούν τα δύο αυτά αισθήματα— κι αν εύχεται να πάθουν οι Συρακούσες για να σωφρονιστούν, αλλά τελικά να υπερισχύσουν για την δική του ασφάλεια, ελπίζει πράγματα που είναι έξω από τη δύναμη των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος να διαθέτει όπως θέλει αυτός και τις επιθυμίες του και την Τύχη. [6.78.3] Και ίσως κάποτε, αν γελαστεί στους υπολογισμούς του, αφού κλάψει για τις δικές του συμφορές, θα επιθυμήσει να έρθει η ώρα να φθονεί και πάλι την δική μου ευτυχία. Αλλά τούτο θα ήταν αδύνατον αν μας είχε εγκαταλείψει και είχε αρνηθεί να συμμεριστεί μαζί μας τον κίνδυνο που δεν είναι γι᾽ αυτόν φαινομενικός, αλλά πραγματικός. Φαινομενικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι βοηθώντας μας, θα μας έσωζε, αλλά πραγματικά θα εξασφάλιζε την δική του σωτηρία. [6.78.4] Το λογικότερο, Καμαριναίοι, θα ήταν, σεις κυρίως που συνορεύετε μαζί μας και κινδυνεύετε αμέσως μετά από μας, να είσαστε περισσότερο προβλεπτικοί και αντί, όπως τώρα, να είστε απρόθυμοι σύμμαχοι, να έρθετε σεις αυθόρμητα κοντά μας, όπως θα μας είχατε παρακαλέσει να έρθομε να σας βοηθήσομε αν οι Αθηναίοι είχαν επιτεθεί πρώτα στο έδαφος της Καμάρινας. Έτσι και τώρα θα έπρεπε να μας παρακινήσετε να μην υποχωρήσομε σε τίποτε. Αλλά ούτε σεις ούτε οι άλλοι δείξατε καμιά προθυμία.