[200] Διόρθωνα λοιπόν τον λόγο που είχα γράψει, ως το σημείο που διάβασα, μαζί με τρεις ή τέσσερις νεαρούς που συνήθως μου κάνουν συντροφιά. Όταν τελειώσαμε την ανάγνωση και κρίναμε ότι ήταν καλός, και έλειπε μόνο ο επίλογος, θεώρησα καλό να στείλω να φωνάξω έναν από τους παλαιούς μαθητές μου αναμεμειγμένο στην πολιτική επί ολιγαρχίας και με τάση να επαινεί τους Λακεδαιμονίους, με σκοπό, εάν μας ξέφυγε και είπαμε κάποιαν ανακρίβεια, να την εντοπίσει και να μας την υποδείξει. [201] Εκείνος ήρθε, διάβασε όλον τον λόγο —δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβώ, αναφέροντας τα ενδιάμεσα— και όχι μόνο δεν δυσανασχέτησε για τίποτε από τα γραφόμενα, αλλά τα επαίνεσε κιόλας όσο πιο θερμά μπορούσε, και εξέφρασε για το κάθε μέρος χωριστά απόψεις παραπλήσιες με τις δικές μας. Ωστόσο, ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν ευχαριστημένος με τα όσα είχα πει για τους Λακεδαιμονίους, [202] και δεν άργησε να εκδηλωθεί. Τόλμησε δηλαδή να πει ότι, και αν ακόμη δεν έχουν κάνει κανένα άλλο καλό στους Έλληνες, αξίζει να τους χρωστούν ευγνωμοσύνη όλοι χωρίς εξαίρεση, τουλάχιστον για το ότι, αφού επινόησαν τις καλύτερες ασχολίες, όχι μόνο εξακολουθούν να τις έχουν οι ίδιοι, αλλά τις υποδεικνύουν και στους υπόλοιπους Έλληνες. [203] Αυτή η παρατήρηση, η τόσο σύντομη και συνοπτική, στάθηκε η αιτία να μην κλείσω τον λόγο μου στο σημείο που ήθελα, και να θεωρήσω ότι θα ήταν εκ μέρους μου αισχρό και φοβερό, εάν θα επέτρεπα σε κάποιον παλαιό μαθητή μου να πει παρουσία μου τόσο άσχημα λόγια. Αυτά σκέφτηκα και τον ρώτησα αν υπολογίζει καθόλου αυτούς που έχει μπροστά του και αν δεν ντρέπεται που έχει εκστομίσει λόγια ασεβή, ανακριβή και γεμάτα πολλές αντιφάσεις. [204] «Θα αντιληφθείς», του είπα, «ότι τα λόγια σου είναι τέτοια, αν ρωτήσεις μερικούς σώφρονες ανθρώπους ποιές αρχές θεωρούν ότι είναι οι ωραιότερες και πόσος χρόνος πέρασε αφότου οι Σπαρτιάτες κατοικούν στην Πελοπόννησο. Γιατί δεν υπάρχει ούτε και ένας που από τις βασικές αρχές της ζωής να μη βάζει στην πρώτη θέση την ευσέβεια προς τους θεούς, τη δικαιοσύνη προς τους ανθρώπους και τη φρόνηση για τις υπόλοιπες ενέργειες· όσο για τους Σπαρτιάτες, θα σου απαντήσουν ότι δεν κατοικούν στην Πελοπόννησο πάνω από εφτακόσια χρόνια. [205] Εάν αυτά έχουν έτσι, εάν δηλαδή ανταποκρίνεται στην αλήθεια ο ισχυρισμός σου ότι οι Σπαρτιάτες υπήρξαν οι εφευρέτες των ωραιότερων θεσμών, τότε κατ᾽ ανάγκην όσοι έζησαν πολλές γενιές πριν οι Σπαρτιάτες εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο δεν διέθεταν αυτά τα προσόντα, μήτε δηλαδή εκείνοι που εξεστράτευσαν εναντίον της Τροίας, μήτε οι σύγχρονοι του Ηρακλή και του Θησέα, μήτε ο Μίνως, ο γιος του Δία, μήτε ο Ραδάμανθυς, μήτε ο Αιακός, μήτε κανένας από τους υπόλοιπους που υμνούνται για τις αρετές αυτές, αλλά όλοι αυτοί κακώς έχουν αυτή τη φήμη. [206] Εάν όμως εσύ λες ανοησίες και εάν οι απόγονοι των θεών πρέπει όχι μόνο να είχαν αυτά τα προσόντα σε ανώτερο βαθμό από τους υπόλοιπους, αλλά και να τα είχαν μεταδώσει και στους μεταγενέστερους, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μη δώσεις την εντύπωση σε όλους όσοι σε άκουσαν ότι δεν είσαι τρελός, αφού επαινείς τόσο ασυλλόγιστα και άδικα όποιον σου τύχει. Εξάλλου, εάν έλεγες γι᾽ αυτούς καλά λόγια χωρίς να έχεις ακούσει τις δικές μου απόψεις, θα έλεγες βέβαια ανοησίες, αλλά τουλάχιστον δεν θα φαινόσουν ότι αντιφάσκεις. [207] Τώρα όμως, τη στιγμή που έχεις επαινέσει τον δικό μου λόγο που παρουσιάζει τους Λακεδαιμονίους να έχουν διαπράξει πολλά και φοβερά, τόσο σε βάρος των συγγενών τους όσο και των άλλων Ελλήνων, πώς είναι δυνατόν να λες ότι οι ένοχοι αυτών των εγκλημάτων υπήρξαν οι πρωτοπόροι των ωραιότερων αρχών; [208] »Επίσης σου έχει διαφύγει και εκείνο, ότι όσες αρχές, τέχνες και όλες οι άλλες δραστηριότητες μένουν ακόμη κρυμμένες, δεν τις αποκαλύπτουν οι τυχαίοι άνθρωποι αλλά οι προικισμένοι από τη φύση, οι ικανοί να μαθαίνουν πάρα πολλά από όσα είχαν εφευρεθεί προηγουμένως και είναι αποφασισμένοι να αφιερώνουν τον εαυτό τους στην αναζήτηση, περισσότερο από τους άλλους. Σε αυτά οι Λακεδαιμόνιοι είναι περισσότερο άσχετοι από όσο οι βάρβαροι· [209] γιατί οι τελευταίοι θα αποδειχθεί ότι υπήρξαν μαθητές και δάσκαλοι πολλών εφευρέσεων, ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν μείνει τόσο πολύ πίσω στη στοιχειώδη μόρφωση και στην επιστήμη, ώστε δεν μαθαίνουν ούτε και γράμματα, που έχουν τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε όσοι τα γνωρίζουν και τα χρησιμοποιούν να αποκτούν γνώση όχι μόνο των γεγονότων της εποχής τους αλλά και εκείνων που έχουν γίνει σε άλλους καιρούς . [210] Παρ᾽ όλα αυτά, εσύ τόλμησες να πεις ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από αυτά υπήρξαν εφευρέτες των ωραιότερων αρχών, και μάλιστα ενώ γνωρίζεις καλά ότι τα παιδιά τους τα συνηθίζουν να καταγίνονται με τέτοιες ασχολίες από τις οποίες δεν περιμένουν ότι αυτά θα γίνουν ευεργέτες των άλλων, αλλά ότι θα μπορέσουν να κάνουν όσο γίνεται μεγαλύτερα κακά στους Έλληνες. [211] »Αν μιλούσα λεπτομερώς για όλες αυτές, θα κούραζα τόσο τον εαυτό μου όσο και τους ακροατές μου· αναφέροντας όμως μόνο μία, που αγαπούν οι Σπαρτιάτες και στην οποία επιδίδονται ιδιαίτερα, πιστεύω ότι θα αποκαλύψω τον χαρακτήρα τους σε όλη του την έκταση. Οι Σπαρτιάτες δηλαδή κάθε μέρα, μόλις ξημερώσει, στέλνουν τα παιδιά τους με συνοδεία συντρόφων που επιλέγουν τα ίδια, φαινομενικά για να κυνηγήσουν, στην πραγματικότητα όμως για να κλέψουν πράγματα των κατοίκων της υπαίθρου. [212] Όσα παιδιά συλλαμβάνονται στη διάρκεια της κλοπής, πληρώνουν πρόστιμο και μαστιγώνονται, ενώ όσα κάνουν τις περισσότερες ζημιές και μπορούν να μην αποκαλυφθούν απολαμβάνουν μεγαλύτερη εκτίμηση μεταξύ των συνομηλίκων από όση τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά και αν, όταν γίνουν άνδρες, συνεχίζουν να μένουν σταθεροί στις συνήθειες στις οποίες ασκήθηκαν όταν ήταν παιδιά, έχουν πολλές πιθανότητες να ανέλθουν στα ανώτατα αξιώματα. [213] »Και, αν μπορεί κανείς να δείξει ότι οι Σπαρτιάτες αγαπούν περισσότερο ή θεωρούν σπουδαιότερη άλλη παιδεία από αυτήν, θα παραδεχτώ ότι δεν έχω πει ποτέ μέχρι σήμερα καμιάν αλήθεια μήτε και για ένα πράγμα. Αλήθεια, ποιά από τις τέτοιου είδους πράξεις τους θεωρείται έντιμη ή σεβαστή και όχι επαίσχυντη; Πώς δεν οφείλουμε να θεωρούμε ανόητους όσους επαινούν αυτούς που έχουν ξεστρατίσει από τα κοινά έθιμα και που δεν συμφωνούν σε τίποτε μήτε με τους Έλληνες μήτε με τους βαρβάρους; [214] Γιατί όλοι γενικά θεωρούν τους κακούργους και τους κλέφτες πιο κακούς και από τους δούλους, ενώ οι Σπαρτιάτες εκείνους που πρωτεύουν σε τέτοιες πράξεις θεωρούν ότι είναι οι καλύτεροι μεταξύ των παιδιών και τους τιμούν ιδιαιτέρως. Και όμως, ποιός σώφρων άνθρωπος δεν θα προτιμούσε να πεθάνει τρεις φορές παρά να γίνει γνωστό ότι ασκείται στην αρετή με τέτοιες ασχολίες;»
|