Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.31.1-2.34.3)
[2.31.1] Ἤδη δὲ παρόντων τῶν ἀμφὶ τὴν Χλόην, πῦρ ἀνακαύσας καὶ τὰ μὲν ἑψήσας τῶν κρεῶν τὰ δὲ ὀπτήσας ἀπήρξατό τε ταῖς Νύμφαις καὶ κρατῆρα ἐπέσπεισε γλεύκους μεστὸν καὶ ἐκ φυλλάδος στιβάδας ὑποστορέσας ἐντεῦθεν ἐν τροφῇ ἦν καὶ πότῳ καὶ παιδιᾷ· καὶ ἅμα τὰς ἀγέλας ἐπεσκόπει, μὴ λύκος ἐμπεσὼν ἔργα ποιήσῃ πολεμίων. [2.31.2] Ἦσάν τινας καὶ ᾠδὰς εἰς τὰς Νύμφας, παλαιῶν ποιμένων ποιήματα. Νυκτὸς δὲ ἐπελθούσης αὐτοῦ κοιμηθέντες ἐν τῷ ἀγρῷ, τῆς ἐπιούσης τοῦ Πανὸς ἐμνημόνευον, καὶ τῶν τράγων τὸν ἀγελάρχην στεφανώσαντες πίτυος προσήγαγον τῇ πίτυϊ, καὶ ἐπισπείσαντες οἴνου καὶ εὐφημοῦντες τὸν θεὸν ἔθυσαν, ἐκρέμασαν, ἀπέδειραν· [2.31.3] καὶ τὰ μὲν κρέα ὀπτήσαντες καὶ ἑψήσαντες πλησίον ἔθηκαν ἐν τῷ λειμῶνι, ἐν τοῖς φύλλοις· τὸ δὲ δέρμα κέρασιν αὐτοῖς ἐνέπηξαν τῇ πίτυϊ πρὸς τῷ ἀγάλματι, ποιμενικὸν ἀνάθημα ποιμενικῷ θεῷ. Ἀπήρξαντο καὶ τῶν κρεῶν, ἀπέσπεισαν καὶ κρατῆρος μείζονος· ᾖσεν ἡ Χλόη, Δάφνις ἐσύρισεν. |
[2.31.1] Όταν έφτασαν η Χλόη κι οι άλλοι, ο Δάφνης άναψε φωτιά όπου άλλα απ᾽ τα κρέατα έβρασε κι άλλα έψησε, και πρόσφερε στις Νύμφες τα πρώτα κομμάτια μαζί με σπονδή και μια κούπα γεμάτη μούστο. Κατόπι έστρωσε χάμω φυλλωσιές κι ακολούθησε φαγοπότι και γλέντι· συνάμα ωστόσο είχε το νου του και στα κοπάδια, μην τύχει και τους ριχτεί κανένας λύκος και κάνει τα ίδια με τους εχθρούς. [2.31.2] Τραγούδησαν και κάμποσα τραγούδια για τις Νύμφες, καμωμένα από παλιούς βοσκούς, και σα νύχτωσε κοιμήθηκαν εκεί στο λιβάδι. Την άλλη μέρα σκέφτηκαν τον Πάνα: στεφάνωσαν με κλαρί κουκουναριάς τον τράγο τον μπροστάρη, τον πήγαν στην κουκουναριά, έχυσαν πάνω του κρασί και τον θυσίασαν υμνώντας το θεό· κατόπι κρέμασαν το ζώο και το έγδαραν. [2.31.3] Τα κρέατα, αφού τα ᾽βρασαν και τα ᾽ψησαν, τ᾽ απόθεσαν στο λιβάδι εκεί κοντά, σε φυλλωσιές· την προβιά ωστόσο την έμπηξαν με τα ίδια τα κέρατά της στην κουκουναριά σιμά στο άγαλμα — τσοπάνικο αφιέρωμα για τσοπάνικο θεό. Σε τούτον πρόσφεραν και τα πρώτα κομμάτια, καθώς και σπονδή από πιο μεγάλη κούπα. Η Χλόη τραγούδησε, ο Δάφνης έπαιξε φλογέρα. |