Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Βίοι Φιλοσόφων 1.22-122 (1.104-1.105)


[1.104] Τὸ ἔλαιον μανίας φάρμακον ἔλεγε διὰ τὸ ἀλειφομένους τοὺς ἀθλητὰς ἐπιμαίνεσθαι ἀλλήλοις. «πῶς,» ἔλεγεν, «ἀπαγορεύοντες τὸ ψεύδεσθαι ἐν ταῖς καπηλείαις φανερῶς ψεύδονται;» καὶ θαυμάζειν φησὶ πῶς Ἕλληνες ἀρχόμενοι μὲν ἐν μικροῖς πίνουσι, πλησθέντες δὲ ἐν μεγάλοις. ἐπιγράφεται δὲ αὐτοῦ ταῖς εἰκόσι· γλώσσης, γαστρός, αἰδοίων κρατεῖν. ἐρωτηθεὶς εἰ εἰσὶν ἐν Σκύθαις αὐλοί, εἶπεν, «ἀλλ᾽ οὐδὲ ἄμπελοι.» ἐρωτηθεὶς τίνα τῶν πλοίων εἰσὶν ἀσφαλέστερα, ἔφη, «τὰ νενεωλκημένα.» καὶ τοῦτο ἔφη θαυμασιώτατον ἑωρακέναι παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ὅτι τὸν μὲν καπνὸν ἐν τοῖς ὄρεσι καταλείπουσι, τὰ δὲ ξύλα εἰς τὴν πόλιν κομίζουσι. ἐρωτηθεὶς πότεροι πλείους εἰσίν, οἱ ζῶντες ἢ οἱ νεκροί, ἔφη, «τοὺς οὖν πλέοντας ποῦ τίθης;» ὀνειδιζόμενος ὑπὸ Ἀττικοῦ ὅτι Σκύθης ἐστίν, ἔφη, «ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὲν ὄνειδος ἡ πατρίς, σὺ δὲ τῆς πατρίδος.» [1.105] ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν ἐν ἀνθρώποις ἀγαθόν τε καὶ φαῦλον, ἔφη, «γλῶσσα.» κρεῖττον ἔλεγεν ἕνα φίλον ἔχειν πολλοῦ ἄξιον ἢ πολλοὺς μηδενὸς ἀξίους. τὴν ἀγορὰν ὡρισμένον ἔφη τόπον εἰς τὸ ἀλλήλους ἀπατᾶν καὶ πλεονεκτεῖν. ὑπὸ μειρακίου παρὰ πότον ὑβρισθεὶς ἔφη, «μειράκιον, ἐὰν νέος ὢν τὸν οἶνον οὐ φέρῃς, γέρων γενόμενος ὕδωρ οἴσεις.»
Εὗρε δ᾽ εἰς τὸν βίον ἄγκυράν τε καὶ κεραμικὸν τροχόν, ὥς τινες.
Καὶ ἐπέστειλεν ὧδε·
Ἀνάχαρσις Κροίσῳ
Ἐγώ, βασιλεῦ Λυδῶν, ἀφῖγμαι εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων, διδαχθησόμενος ἤθη τὰ τούτων καὶ ἐπιτηδεύματα. χρυσοῦ δ᾽ οὐδὲν δέομαι, ἀλλ᾽ ἀπόχρη με ἐπανήκειν ἐς Σκύθας ἄνδρα ἀμείνονα. ἥκω γοῦν ἐς Σάρδεις, πρὸ μεγάλου ποιούμενος ἐν γνώμῃ τοι γενέσθαι.


[1.104] Έλεγε ότι το λάδι είναι ένα φάρμακο που φέρνει τρέλα, αφού οι αθλητές αλείφονται με αυτό και αμέσως μετά συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον σαν τρελοί. «Πώς είναι δυνατό», έλεγε, «οι Έλληνες να απαγορεύουν το ψέμα, και όμως να ψεύδονται τόσο φανερά στο μικροεμπόριο;»
Έλεγε επίσης ότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς γίνεται στην αρχή του συμποσίου οι Έλληνες να πίνουν σε μικρά ποτήρια και όταν πια είναι πλήρεις, σε μεγάλα. Στα αγάλματά του υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή: «Να συγκρατείς τη γλώσσα σου, το στομάχι σου, τις σεξουαλικές σου επιθυμίες». Όταν τον ρώτησαν αν υπάρχουν αυλοί στη Σκυθία, απάντησε «Μα ούτε αμπέλια». Όταν τον ρώτησαν ποιά πλοία είναι τα πιο ασφαλή, είπε: «Τα τραβηγμένα στη στεριά». Είπε επίσης ότι ένα από τα πιο περίεργα πράγματα που είδε στην Ελλάδα είναι και τούτο: αφήνουν τον καπνό στα βουνά και κουβαλούν στην πόλη τα ξύλα. Όταν τον ρώτησαν ποιοί είναι πιο πολλοί, οι ζωντανοί ή οι πεθαμένοι, απάντησε: «Κι αυτούς που ταξιδεύουν στη θάλασσα πού τους βάζεις;» Όταν ένας Αθηναίος του προσήψε ότι είναι Σκύθης, «Μπορεί η πατρίδα μου να είναι όνειδος για μένα, εσύ όμως είσαι όνειδος για την πατρίδα σου». [1.105] Όταν τον ρώτησαν ποιό πράγμα είναι στον άνθρωπο καλό και μαζί κακό, απάντησε: «Η γλώσσα». Καλύτερα, έλεγε, να έχεις έναν μόνο φίλο μεγάλης αξίας παρά πολλούς χωρίς καμιά αξία. Η αγορά, έλεγε, είναι ένας τόπος προορισμένος για την αλληλοεξαπάτηση και την πλεονεξία. Όταν σε συμπόσιο τον πρόσβαλε κάποιος νεαρός, αυτός του είπε: «Αν, παλικάρι μου, τώρα που είσαι νέος δεν αντέχεις το κρασί, γέρος θα κουβαλάς νερό.»
Σύμφωνα με μερικούς, εφεύρε για τις ανάγκες της ζωής την άγκυρα και τον τροχό του αγγειοπλάστη.
Έγραψε και την ακόλουθη επιστολή:

Ο Ανάχαρσης στον Κροίσο
Εγώ, βασιλιά της Λυδίας, ήρθα στην χώρα των Ελλήνων για να μάθω τις συνήθειες και τις ασχολίες τους. Από χρυσάφι δεν έχω ανάγκη· μου φτάνει να γυρίσω πίσω στη Σκυθία καλύτερος άνθρωπος. Εν πάση περιπτώσει, θα ᾽ρθω στις Σάρδεις, γιατί το θεωρώ πολύ σημαντικό να χαρώ τα φιλικά σου αισθήματα.