20. Ο ΧΟΝΤΡΑΝΘΡΩΠΟΣ [20.1] [Η χοντροκοπιά, για να δώσουμε έναν περιληπτικό ορισμό, είναι συμπεριφορά που προξενεί λύπη, δίχως όμως βλάβη,] [20.2] ενώ ο χοντράνθρωπος το είδος του ανθρώπου που εισβάλλει στο σπίτι και σηκώνει κάποιον, ο οποίος μόλις έπεσε για ύπνο, για να του μιλήσει. [20.3] Καθυστερεί ανθρώπους που ετοιμάζονται να ταξιδέψουν στη θάλασσα. [20.4] Ζητά από τους επισκέπτες του να τον περιμένουν, μέχρι να κάνει τον περίπατό του. [20.5] Παίρνει το παιδί του από την νταντά και το ταΐζει φαγητό που μάσησε ο ίδιος, του μιλά χαϊδευτικά κάνοντας θορύβους με τα χείλη του και αποκαλώντας το «κατεργαράκο του μπαμπάκα σου». [20.6] Την ώρα που τρώει διηγείται ότι ήπιε ελλέβορο που τον καθάρισε κι από πάνω κι από κάτω, και ότι η χολή στα περιττώματά του ήταν πιο μαύρη από τη σούπα που βρίσκεται μπροστά του. [20.7] Είναι ικανός να ρωτήσει μπροστά στους δούλους του: «Πες μου, μαμά, ποιά μέρα ήταν που κοιλοπονούσες και με γέννησες;» [20.8] Λέει για τον εαυτό του ότι είναι γλυκός και αηδιαστικός άνθρωπος ταυτόχρονα και ότι είναι δύσκολο να βρεις κάποιον άνθρωπο που να μην έχει και τις δύο αυτές ιδιότητες μαζί. [20.9] Λέει ακόμη ότι το σπίτι του διαθέτει μια δεξαμενή με κρύο νερό και κήπο με πολλά και τρυφερά λαχανικά και μάγειρα που ετοιμάζει καλό φαγητό, ότι η οικία του είναι πανδοχείο, γιατί είναι πάντα γεμάτη, ότι οι φίλοι του είναι σαν το τρύπιο πιθάρι, γιατί όσο και να τους ευεργετεί δεν μπορεί να τους χορτάσει. [20.10] Όταν έχει φιλοξενούμενους, δείχνει στον ομοτράπεζό του πόσο εντυπωσιακός είναι ο παράσιτός του. Την ώρα του πιοτού λέει ενθαρρυντικά ότι η «διασκέδαση» των καλεσμένων έχει κανονιστεί και ότι αν διατάξουν, ο δούλος θα πάει αμέσως να την φέρει από τον πορνοβοσκό, «ώστε όλοι μας να την ακούσουμε να παίζει τον αυλό και να ευφρανθούμε».
|