Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (827-864)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. Ὕπν᾽ ὀδύνας ἀδαής, Ὕπνε δ᾽ ἀλγέων, [στρ.]
εὐαὲς ἡμῖν
ἔλθοις, εὐαίων εὐαίων, ὦναξ·
830ὄμμασι δ᾽ ἀντίσχοις
τάνδ᾽ αἴγλαν, ἃ τέταται τανῦν.
ἴθι ἴθι μοι παιών.
ὦ τέκνον, ὅρα ποῦ στάσῃ,
ποῖ δὲ βάσῃ, πῶς δέ μοι τἀντεῦθεν
835φροντίδος. ὁρᾷς; εὕδει.
πρὸς τί μένομεν πράσσειν;
καιρός τοι πάντων γνώμαν ἴσχων
‹πολύ τι› πολὺ παρὰ πόδα κράτος ἄρνυται.

ΝΕ. ἀλλ᾽ ὅδε μὲν κλύει οὐδέν, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ οὕνεκα θήραν
840τήνδ᾽ ἁλίως ἔχομεν τόξων, δίχα τοῦδε πλέοντες.
τοῦδε γὰρ ὁ στέφανος, τοῦτον θεὸς εἶπε κομίζειν.
κομπεῖν δ᾽ ἔστ᾽ ἀτελῆ σὺν ψεύδεσιν αἰσχρὸν ὄνειδος.

ΧΟ. ἀλλά, τέκνον, τάδε μὲν θεὸς ὄψεται· [ἀντ.]
ὧν δ᾽ ἂν ἀμείβῃ μ᾽
845αὖθις, βαιάν μοι, βαιάν, ὦ τέκνον,
πέμπε λόγων φάμαν·
ὡς πάντων ἐν νόσῳ εὐδρακὴς
ὕπνος ἄυπνος λεύσσειν.
ἀλλ᾽ ὅ τι δύνᾳ μάκιστον,
850κεῖνο ‹δή› μοι, κεῖνό ‹μοι› λαθραίως
ἐξιδοῦ ὅπως πράξεις.
οἶσθα γὰρ ὃν αὐδῶμαι,
εἰ ταὐτᾷ τούτῳ γνώμαν ἴσχεις,
μάλα τοι ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάθη.

οὖρός τοι, τέκνον, οὖρος· ἁ- [ἐπῳδ.] 855
νὴρ δ᾽ ἀνόμματος, οὐδ᾽ ἔχων ἀρωγάν,
ἐκτέταται νύχιος,—
ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός,—
860οὐ χερός, οὐ ποδός, οὔ τινος ἄρχων,
ἀλλά τις ὡς Ἀΐδᾳ πάρα κείμενος.
ὅρα, βλέπ᾽ εἰ καίρια
φθέγγῃ· τὸ δ᾽ ἁλώσιμον
ἐμᾷ φροντίδι, παῖ, πόνος
ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ύπνε, που κάνεις και ξεχνούν,
Ύπνε, και πόνους και καημούς,
πάρε απαλόπνοος να μας ερθείς
χαρά και παρηγόρια της ζωής
830και κάμε να βαστά
αυτό το φέγγος το ιλαρό
που τώρα έχει στην όψη του απλωθεί.
Έλα, Ύπνε βασιλιά,
έλα γιατρός του να γενείς.
Μα, ω γιε μου, κοίτα πού θενα σταθείς
κι ως πού θα προχωρήσεις· ποιάν
απόφαση θενα μου πάρεις τώρα·
βλέπεις τα πράματα, ώστε τι
να περιμένομε να κινηθούμε;
γιατ᾽ η κατάλληλη στιγμή,
αυτή π᾽ όλα τα πάντ᾽ αποφασίζει
σαν την αδράζεις μόλις και φανεί,
την πιο μεγάλη επιτυχία χαρίζει.

ΝΕΟ. Βέβαια τίποτ᾽ αυτός δεν ακούει, μα εγώ
βλέπω πως πάει του κάκου των τόξων του αυτό το κυνήγι,
840αν θενα φύγομε δίχως αυτόν· γιατ᾽ ο στέφανος είναι
μόνον αυτού· κι ο Θεός αυτόν είπε να πάμε.
Μα να κομπάζει κανείς για δουλειά, πὄμειν᾽ άτελη μ᾽ όλα
τα ψέματά μας, θενά ᾽ταν ντροπή κι ατιμία μεγάλη.

ΧΟΡ. Γι᾽ αυτά ο Θεός θενα γνοιαστεί,
μα εσύ, παιδί μου, ό,τι ξανά
θενά ᾽χεις να μου πεις, σιγά-σιγά
να μας το λες, ψιθυριστά,
γιατ᾽ είναι πάρα οξύθωρος
να βλέπει ο ύπνος ο άυπνος
όλων των άρρωστων ανθρώπων.
Λοιπόν εσύ όσο πιότερο μπορείς
850μελέτησέ το μέσα σου βαθιά
πώς θα το βγάλεις πέρ᾽ αυτό,
—ξέρεις τί θέλω να σου πω—
κι αν στην απόφασή σου αυτή επιμένεις,
οι φρόνιμοι έχουν να σου πουν
πως αξεδιάλυτα κακά να περιμένεις.

Πρίμος ο αγέρας, παιδί μου, κι αυτός
μάτια δεν έχει, μα δίχως καμιά ᾽παντοχή
κείτετ᾽ όπως σε νύχτα
κι ο ύπνος του φόβο δεν έχει ο βαθύς·
δεν ξουσιάζει ούτε χέρι, ούτε πόδι, ούτε τίποτα
860κι αιστάνετ᾽ όσο στον Άδη κανείς.
Λοιπόν, κοίταξ᾽ αν είναι σωστ᾽ αυτά που λες,
μα όπως ο νους ο δικός μου το κρίνει,
κείν᾽ η δουλειά είναι η καλύτερη
που φόβο κανένα δε δίνει.