Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (724-765)


ΧΟ. ἄναξ, σέ τ᾽ εἰκός, εἴ τι καίριον λέγει,
725μαθεῖν, σέ τ᾽ αὖ τοῦδ᾽· εὖ γὰρ εἴρηται διπλῇ.
ΚΡ. οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ
φρονεῖν πρὸς ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν;
ΑΙ. μηδὲν τὸ μὴ δίκαιον· εἰ δ᾽ ἐγὼ νέος,
οὐ τὸν χρόνον χρὴ μᾶλλον ἢ τἄργα σκοπεῖν.
730ΚΡ. ἔργον γάρ ἐστι τοὺς ἀκοσμοῦντας σέβειν;
ΑΙ. οὐδ᾽ ἂν κελεύσαιμ᾽ εὐσεβεῖν ἐς τοὺς κακούς.
ΚΡ. οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ᾽ ἐπείληπται νόσῳ;
ΑΙ. οὔ φησι Θήβης τῆσδ᾽ ὁμόπτολις λεώς.
ΚΡ. πόλις γὰρ ἡμῖν ἁμὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ;
735ΑΙ. ὁρᾷς τόδ᾽ ὡς εἴρηκας ὡς ἄγαν νέος;
ΚΡ. ἄλλῳ γὰρ ἢ ᾽μοὶ χρή με τῆσδ᾽ ἄρχειν χθονός;
ΑΙ. πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός.
ΚΡ. οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται;
ΑΙ. καλῶς ἐρήμης γ᾽ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος.
740ΚΡ. ὅδ᾽, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ.
ΑΙ. εἴπερ γυνὴ σύ· σοῦ γὰρ οὖν προκήδομαι.
ΚΡ. ὦ παγκάκιστε, διὰ δίκης ἰὼν πατρί.
ΑΙ. οὐ γὰρ δίκαιά σ᾽ ἐξαμαρτάνονθ᾽ ὁρῶ.
ΚΡ. ἁμαρτάνω γὰρ τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων;
745ΑΙ. οὐ γὰρ σέβεις, τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν.
ΚΡ. ὦ μιαρὸν ἦθος καὶ γυναικὸς ὕστερον.
ΑΙ. οὔ τἂν ἕλοις ἥσσω γε τῶν αἰσχρῶν ἐμέ.
ΚΡ. ὁ γοῦν λόγος σοι πᾶς ὑπὲρ κείνης ὅδε.
ΑΙ. καὶ σοῦ γε κἀμοῦ, καὶ θεῶν τῶν νερτέρων.
750ΚΡ. ταύτην ποτ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὡς ἔτι ζῶσαν γαμεῖς.
ΑΙ. ἣ δ᾽ οὖν θανεῖται καὶ θανοῦσ᾽ ὀλεῖ τινα.
ΚΡ. ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ᾽ ἐπεξέρχῃ θρασύς;
ΑΙ. τίς δ᾽ ἔστ᾽ ἀπειλὴ πρὸς κενὰς γνώμας λέγειν;
ΚΡ. κλαίων φρενώσεις, ὢν φρενῶν αὐτὸς κενός.
755ΑΙ. εἰ μὴ πατὴρ ἦσθ᾽, εἶπον ἄν σ᾽ οὐκ εὖ φρονεῖν.
ΚΡ. γυναικὸς ὢν δούλευμα, μὴ κώτιλλέ με.
ΑΙ. βούλῃ λέγειν τι καὶ λέγων μηδὲν κλύειν;
ΚΡ. ἄληθες; ἀλλ᾽ οὐ, τόνδ᾽ Ὄλυμπον, ἴσθ᾽ ὅτι,
χαίρων ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ.
760ἄγαγε τὸ μῖσος, ὡς κατ᾽ ὄμματ᾽ αὐτίκα
παρόντι θνῄσκῃ πλησία τῷ νυμφίῳ.
ΑΙ. οὐ δῆτ᾽ ἔμοιγε, τοῦτο μὴ δόξῃς ποτέ,
οὔθ᾽ ἥδ᾽ ὀλεῖται πλησία, σύ τ᾽ οὐδαμὰ
τοὐμὸν προσόψῃ κρᾶτ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς ὁρῶν,
765ὡς τοῖς θέλουσι τῶν φίλων μαίνῃ συνών.


ΧΟΡ. Δε βλάφτει, ω βασιλιά, να τον ακούσεις,
αν κάτι λέει σωστό· και συ το ίδιο·
γιατί καλά τα ᾽χετε πει κι οι δυο σας.
ΚΡΕ. Εμείς, σ᾽ αυτή την ηλικία, να θέλει
ένα παιδί να μας διδάξει γνώση;
ΑΙΜ. Το δίκιο μόνο· κι αν εγώ είμαι νέος,
όχι τα χρόνια μα τα έργα πρέπει
να κοιτάζει κανείς. ΚΡΕ. Και το λες έργο,
730τους παραβάτες να τιμάς του νόμου;
ΑΙΜ. Ούτε και θα συμβούλευα κανένα
σε τιμή να ᾽χει τους κακούς. ΚΡΕ. Και μήπως
δεν έχει αυτή πιαστεί σε τέτοιο κρίμα;
ΑΙΜ. Όχι, φωνάζει μ᾽ ένα στόμα ο λαός
όλος της Θήβας. ΚΡΕ. Και λοιπόν μια πόλη
θα ορίσει εμένα τί έχω να διατάζω;
ΑΙΜ. Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν πάρα
πολύ νέος; ΚΡΕ. Γι᾽ άλλον, κι όχι για μένα
πρέπει λοιπόν να κυβερνώ τη χώρα;
ΑΙΜ. Δεν υπάρχει χώρα καμιά που να ᾽ναι
ενός ανθρώπου. ΚΡΕ. Ώστε δε θεωρείται
η πόλη εκείνου που είναι ο άρχοντάς της;
ΑΙΜ. Ωραία θα κυβερνούσες τότε μόνος
μια έρημη χώρα. ΚΡΕ. Καθώς βλέπω, αυτός
740με τη γυναίκα συμμαχία πηγαίνει.
ΑΙΜ. Αν είσαι εσύ γυναίκα· γιατί μόνο
για το δικό σου το καλό φροντίζω.
ΚΡΕ. Ω παγκάκιστε, ενώ τολμάς να βγαίνεις
του πατέρα σου αντίδικος; ΑΙΜ. Γιατί
βλέπω να πέφτεις σ᾽ όχι δίκαιες πράξεις.
ΚΡΕ. Δεν έχω δίκιο, όταν υπερασπίζω
το αξίωμά μου; ΑΙΜ. Δεν το υπερασπίζεις,
όταν καταπατάς των θεών τους νόμους.
ΚΡΕ. Αχρείο πλάσμα, μιας γυναίκας δούλε!
ΑΙΜ. Δε θα με δεις τουλάχιστο ποτέ μου
να γίνομαι σε κακές πράξεις δούλος.
ΚΡΕ. Μα όλα σου αυτά τα λόγια είναι για κείνη.
ΑΙΜ. Μα και για σένα επίσης και για μένα
και για τους θεούς του Κάτω κόσμου. ΚΡΕ. Βγάλ᾽ το
από το νου σου πως θα παντρευτείς
750ζωντανή αυτή ποτέ σου. ΑΙΜ. Θα πεθάνει
λοιπόν, μα ο θάνατός της κι άλλον κάποιο
θα θανατώσει. ΚΡΕ. Ακόμα και φοβέρες
έχεις έτσι το θάρσος να μας ρίχτεις;
ΑΙΜ. Κι είναι φοβέρα, σε μια ανόητη γνώμη
ν᾽ αντιμιλά κανείς; ΚΡΕ. Θα το πλερώσεις
βαριά, που ζητάς γνώση να μου μάθεις,
ενώ εισαι ο ίδιος δίχως νου. ΑΙΜ. Θες μόνος
να ᾽χεις εσύ το λόγο και τον άλλο
να μην ακούς; ΚΡΕ. Μιανής γυναίκας σκλάβε,
πάψε με φλυαρίες να με σκοτίζεις.
ΑΙΜ. Θα σου ᾽λεγα, αν πατέρας μου δεν ήσουν,
πως βγήκες απ᾽ τα λογικά σου. ΚΡΕ. Αλήθεια;
όμως, μά αυτόν τον Όλυμπο, να ξέρεις
πως δε θα το χαρείς να ψέγεις έτσι
και να βρίζεις εμένα. Οδήγησέ την
εδώ τη μισημένη τη γυναίκα
760για να πεθάνει αμέσως μπρος στα μάτια
και παρουσία του γαμπρού, κοντά του.
ΑΙΜ. Παρουσία μου όχι βέβαια, καθόλου
να μην το φανταστείς αυτό· γιατί ούτε
μπροστά μου αυτή θενα πεθάνει, μα ούτε
και συ ποτέ πια μπρος στα μάτια σου
θενα με ξαναδείς, κι άμε να κάνεις
τον τρελό μες σε φίλους που το στρέγουν.


ΧΟΡ. Σ᾽ εσένα βασιλιά ταιριάζει, αν λέει τίποτα σωστό,
να το μάθεις κι εσύ πάλιν απ᾽ αυτόν· γιατί κι οι δυο μιλήσατε καλά.
ΚΡΕ. Εμείς που ᾽μαστε τόσων χρονών, θα μάθομε τώρα να κρίνομεν
από έναν τόσον δα;
ΑΙΜ. Δεν λέω τίποτα άδικο· κι αν είμαι νέος εγώ,
μην κοιτάς τα χρόνια μου περισσότερο παρά τα έργα μου.
730ΚΡΕ. Έργα σου λες να τιμάς που κάνουν τ᾽ άπρεπα;
ΑΙΜ. Μα ούτε θα ᾽λεγα εγώ ποτέ να σεβασθείτε τους κακούς.
ΚΡΕ. Μήπως τέτοι᾽ αρρώστια δεν είναι που ᾽παθε κι αυτή;
ΑΙΜ. Δεν το λέει σ᾽ αυτή τη Θήβα μέσα ολάκερος λαός.
ΚΡΕ. Ώστε οι πολίτες θα μας πουν τί πρέπει να προστάζουμε;
ΑΙΜ. Βλέπεις που το είπες τώρ᾽ αυτό σαν να ᾽σουν πολύ νέος;
ΚΡΕ. Για άλλον ή για μένα έχω να ᾽μ᾽ άρχοντας της χώρας;
ΑΙΜ. Πολιτεία δεν είν᾽ όποια ενός είναι μονάχα.
ΚΡΕ. Τί, για δική του δεν περνά κείνου που βασιλεύει;
ΑΙΜ. Ωραία θα βασίλευες μονάχος στην ερημία.
740ΚΡΕ. Αυτός, καθώς φαίνεται, είναι με τη γυναίκα ένα.
ΑΙΜ. Αν λες γυναίκα εσένα, ναι, γιατί για σέ φροντίζω.
ΚΡΕ. Α! παλιάνθρωπε, μένα δικάζεις, τον πατέρα;
ΑΙΜ. Επειδή σε βλέπω που λαθεύεις και όχι δίκαια.
ΚΡΕ. Λαθεύω επειδή σέβομαι του θρόνου μου τα δίκαια.
ΑΙΜ. Δεν τα σέβεσαι, αφού των θεών της τιμές πατείς.
ΚΡΕ. Ω, βρόμικη ψυχή, να είναι αποκάτω από τη γυναίκα!
ΑΙΜ. Δεν θα με δεις ποτέ σου να ξεπέσω στα αισχρά.
ΚΡΕ. Και όμως τα λόγια όλα σου αυτά για κείνην είναι.
ΑΙΜ. Και για σένα και για μένα και για του Άδη τους θεούς.
ΚΡΕ. Αφού είσαι κλοτσοσκούφι μιας γυναίκας, μη με σκοτίζεις.
ΑΙΜ. Εσύ θέλεις να λες και, ενώ λες, να μην ακούς.
750ΚΡΕ. Αυτήνα ζωντανή ποτέ σου γυναίκα δεν θα πάρεις.
ΑΙΜ. Τότε θα πεθάνει, και πεθαίνοντας κι άλλον μαζί παίρνει.
ΚΡΕ. Και με φοβέρες ακόμα εδώ μου ᾽ρχεσαι αναιδή;
ΑΙΜ. Φοβέρα το λες ν᾽ αντιμιλάει κανείς σε λόγια του αέρα;
ΚΡΕ. Θα κλάψεις για να βάλεις γνώση, συ που είχες αντίς μυαλό αέρα.
ΑΙΜ. Αν πατέρας μου δεν ήσουν, θα ᾽λεγα πως δεν έχεις εσύ τα λογικά σου.
ΚΡΕ. Αλήθεια. Α, τότε, μά τον Όλυμπο, μάθε πως δεν θα το χαρείς,
που μ᾽ έβρισες εμένα.
(προς τους δούλους)
760Πήγαινε, φέρε κείνη τη σιχαμένη· με τα μάτια του να την ιδεί
τώρα εδώ μπροστά του να πεθάνει, στο πλάι του γαμπρού.
ΑΙΜ. Για μένα όχι, μη το θαρρείς αυτό ποτέ.
Ούτε μπροστά μου θα πεθάνει, ούτε κι εσύ θα με ξαναϊδείς
άλλη φορά στα μάτια σου, παρά με τους φίλους σου,
όσοι το θέλουν, κάνε τον τρελό.


ΚΟΡ. Ω βασιλιά, είναι λογικό κι εσύ απ᾽ αυτόν να μάθεις
αν λέγει τίποτε σωστό, κι εκείνος από σένα·
γιατί καλά μιλήσατε, πρέπει να πω, κι οι δυο σας.
ΚΡΕ. (με θυμό)
Βέβαια, στην ηλικία μου, θα μάθω φρονιμάδα
από έν᾽ ανήλικο παιδί! ΑΙΜ. Μα τίποτε όχι δίκιο.
Κι αν είμαι νέος κι ανήλικος, δεν πρέπει να ξετάζεις
τα χρόνια περισσότερο ποτέ παρά τα έργα.
730ΚΡΕ. Έργο το λες να σέβεσαι κι όσους παρανομούνε;
ΑΙΜ. Ποτέ να σέβεσαι κακούς δεν θα παρακινούσα.
ΚΡΕ. Και δεν τη λες λοιπόν κακήν αυτήν που κάνει τέτοια;
ΑΙΜ. Όχι! δεν θα το πουν ποτέ της Θήβας οι πολίτες.
ΚΡΕ. Λοιπόν ετούτοι θα μου πουν τί πρέπει να προστάζω;
ΑΙΜ. Και δεν θωρείς πως λες αυτό σα να ᾽σαι πολύ νέος;
ΚΡΕ. Και πρέπει κι άλλος παρά εγώ να κυβερνά τον τόπο;
ΑΙΜ. Μα πολιτεία δεν είναι αυτή που ανήκει σ᾽ έναν άντρα.
ΚΡΕ. Εκείνου που την κυβερνά δεν είναι η πολιτεία;
ΑΙΜ. Βέβαια, αν ποθείς να κυβερνάς έρημη γη, μονάχος!
ΚΡΕ. (απ᾽ τον θυμό του δυσκολεύεται να βρει τα λόγια του)
740Μου φαίνεται σα σύμμαχος αυτός με τη γυναίκα.
ΑΙΜ. Γυναίκα βέβαια αν είσαι εσύ, γιατί για σε φροντίζω.
ΚΡΕ. Αχρείε, που τον πατέρα σου τολμάς να κατακρίνεις!
ΑΙΜ. Γιατί σ᾽ άδικα πράματα θωρώ πως κάνεις λάθος.
ΚΡΕ. Κι αν για την εξουσία μου φροντίζω, κάνω λάθος;
ΑΙΜ. Δεν την φροντίζεις αν πατάς το θεϊκό το δίκιο.
ΚΡΕ. Ω τιποτένιο εσύ κορμί, που σε τραβά γυναίκα!
ΑΙΜ. Σε ντροπιασμένα πράματα δούλος εγώ δεν είμαι!
ΚΡΕ. Τα λόγια σου τουλάχιστον είναι για δαύτην όλα.
ΑΙΜ. Για σένα, και για μένανε, και τους θεούς στον Άδη.
750ΚΡΕ. Όσο είν᾽ ετούτη ζωντανή, εσύ δεν θα την πάρεις.
ΑΙΜ. Θεν᾽ αποθάνει το λοιπόν· αλλά και πεθαμένη
θα κάμει κάποιον να χαθεί! ΚΡΕ. Κι έτσι με φοβερίζεις;
ΑΙΜ. Κούφιες ιδέες να πολεμώ, το λες αυτό φοβέρα;
ΚΡΕ. Εσύ είσαι κούφιος στα μυαλά, μα εμένα θα με μάθεις
με κλάματα τη φρόνηση! ΑΙΜ. Πατέρας μου αν δεν ήσουν,
δεν τα ᾽χεις, θα ᾽λεγα, σωστά. ΚΡΕ. Μη με παραζαλίζεις,
ω μιας γυναίκας δούλε, εσύ! ΑΙΜ. Όλο να λέγεις θέλεις,
και τίποτε να μην ακούς απ᾽ όσα λεν οι άλλοι;
ΚΡΕ. (ξεσπάζει)
Αλήθεια; — Μά τον Όλυμπο, σ᾽ το λέγω να το μάθεις,
θα μου πληρώσεις ακριβά τις άτιμες βρισιές σου!
(Στους οπλοφόρους)
760Μα φέρετε το μίασμα, για να πεθάνει αμέσως
μπροστά στα μάτια του γαμπρού! ΑΙΜ. Όχι βέβαια μπροστά μου,
μην το θαρρείς αυτό ποτέ, πως θα πεθάνει ετούτη·
και πουθενά τα μάτια σου δεν θα με ξαναϊδούνε·
κι αν θέλεις, λύσσιαζε μ᾽ αυτούς, οπού σ᾽ το συμπαθούνε!
(Φεύγει βιαστικός)