Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (769-833)


ΙΟ. ἀλλ᾽ ἵξεται μέν· ἀξία δέ που μαθεῖν
770κἀγὼ τά γ᾽ ἐν σοὶ δυσφόρως ἔχοντ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. κοὐ μὴ στερηθῇς γ᾽ ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων
ἐμοῦ βεβῶτος. τῷ γὰρ ἂν καὶ μείζονι
λέξαιμ᾽ ἂν ἢ σοὶ διὰ τύχης τοιᾶσδ᾽ ἰών;
ἐμοὶ πατὴρ μὲν Πόλυβος ἦν Κορίνθιος,
775μήτηρ δὲ Μερόπη Δωρίς. ἠγόμην δ᾽ ἀνὴρ
ἀστῶν μέγιστος τῶν ἐκεῖ, πρίν μοι τύχη
τοιάδ᾽ ἐπέστη, θαυμάσαι μὲν ἀξία,
σπουδῆς γε μέντοι τῆς ἐμῆς οὐκ ἀξία.
ἀνὴρ γὰρ ἐν δείπνοις μ᾽ ὑπερπλησθεὶς μέθης
780καλεῖ παρ᾽ οἴνῳ πλαστὸς ὡς εἴην πατρί.
κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν
μόλις κατέσχον, θἀτέρᾳ δ᾽ ἰὼν πέλας
μητρὸς πατρός τ᾽ ἤλεγχον· οἱ δὲ δυσφόρως
τοὔνειδος ἦγον τῷ μεθέντι τὸν λόγον.
785κἀγὼ τὰ μὲν κείνοιν ἐτερπόμην, ὅμως δ᾽
ἔκνιζέ μ᾽ αἰεὶ τοῦθ᾽· ὑφεῖρπε γὰρ πολύ.
λάθρᾳ δὲ μητρὸς καὶ πατρὸς πορεύομαι
Πυθώδε, καί μ᾽ ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην
ἄτιμον ἐξέπεμψεν, ἄλλα δ᾽ ἀθλίῳ
790καὶ δεινὰ καὶ δύστηνα προύφηνεν λέγων,
ὡς μητρὶ μὲν χρείη με μιχθῆναι, γένος δ᾽
ἄτλητον ἀνθρώποισι δηλώσοιμ᾽ ὁρᾶν,
φονεὺς δ᾽ ἐσοίμην τοῦ φυτεύσαντος πατρός.
κἀγὼ ᾽πακούσας ταῦτα τὴν Κορινθίαν
795ἄστροις τὸ λοιπὸν ἐκμετρούμενος χθόνα
ἔφευγον, ἔνθα μήποτ᾽ ὀψοίμην κακῶν
χρησμῶν ὀνείδη τῶν ἐμῶν τελούμενα.
στείχων δ᾽ ἱκνοῦμαι τούσδε τοὺς χώρους ἐν οἷς
σὺ τὸν τύραννον τοῦτον ὄλλυσθαι λέγεις.
800καί σοι, γύναι, τἀληθὲς ἐξερῶ. τριπλῆς
ὅτ᾽ ἦ κελεύθου τῆσδ᾽ ὁδοιπορῶν πέλας,
ἐνταῦθά μοι κῆρυξ τε κἀπὶ πωλικῆς
ἀνὴρ ἀπήνης ἐμβεβώς, οἷον σὺ φής,
ξυνηντίαζον· κἀξ ὁδοῦ μ᾽ ὅ θ᾽ ἡγεμὼν
805αὐτός θ᾽ ὁ πρέσβυς πρὸς βίαν ἠλαυνέτην.
κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα, τὸν τροχηλάτην,
παίω δι᾽ ὀργῆς· καί μ᾽ ὁ πρέσβυς ὡς ὁρᾷ
ὄχους παραστείχοντα, τηρήσας μέσον
κάρα, διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο.
810οὐ μὴν ἴσην γ᾽ ἔτεισεν, ἀλλὰ συντόμως
σκήπτρῳ τυπεὶς ἐκ τῆσδε χειρὸς ὕπτιος
μέσης ἀπήνης εὐθὺς ἐκκυλίνδεται·
κτείνω δὲ τοὺς ξύμπαντας. εἰ δὲ τῷ ξένῳ
τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές,
815τίς τοῦδέ γ᾽ ἀνδρὸς νῦν ἔτ᾽ ἀθλιώτερος,
τίς ἐχθροδαίμων μᾶλλον ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ,
ὃν μὴ ξένων ἔξεστι μηδ᾽ ἀστῶν τινὶ
δόμοις δέχεσθαι, μηδὲ προσφωνεῖν τινά,
ὠθεῖν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων; καὶ τάδ᾽ οὔτις ἄλλος ἦν
820ἢ ᾽γὼ ᾽π᾽ ἐμαυτῷ τάσδ᾽ ἀρὰς ὁ προστιθείς.
λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν
χραίνω, δι᾽ ὧνπερ ὤλετ᾽. ἆρ᾽ ἔφυν κακός;
ἆρ᾽ οὐχὶ πᾶς ἄναγνος; εἴ με χρὴ φυγεῖν,
καί μοι φυγόντι μἤστι τοὺς ἐμοὺς ἰδεῖν
825μήτ᾽ ἐμβατεῦσαι πατρίδος, ἢ γάμοις με δεῖ
μητρὸς ζυγῆναι καὶ πατέρα κατακτανεῖν
Πόλυβον, ὃς ἐξέθρεψε κἀξέφυσέ με.
ἆρ᾽ οὐκ ἀπ᾽ ὠμοῦ ταῦτα δαίμονός τις ἂν
κρίνων ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἂν ὀρθοίη λόγον;
830μὴ δῆτα μὴ δῆτ᾽, ὦ θεῶν ἁγνὸν σέβας,
ἴδοιμι ταύτην ἡμέραν, ἀλλ᾽ ἐκ βροτῶν
βαίην ἄφαντος πρόσθεν ἢ τοιάνδ᾽ ἰδεῖν
κηλῖδ᾽ ἐμαυτῷ συμφορᾶς ἀφιγμένην.


ΙΟΚ. Θα ᾽ρθει. Μα κάνε μου τη χάρη
να μου πεις,
770τί σου βαραίνει, βασιλιά μου, την ψυχή;
ΟΙΔ. Δε θα σου κρύψω τίποτα·
στις παρυφές κινούμαι της ελπίδας.
Ποιός άλλος από σένα
δικαιούται περισσότερο
τη δυστυχία μου να δει κατάματα;
Ο Κορίνθιος Πόλυβος ήταν πατέρας μου·
μητέρα μου η Δωρίδα Μερόπη.
Ήμουν ο πρώτος πολίτης εκεί,
πριν να συμβεί κάτι τυχαίο,
κάπως παράξενο στ᾽ αλήθεια,
μα που δεν άξιζε τον κόπο
να μου κεντρίσει την προσοχή.
Κάποιος στο δείπνο μεθυσμένος
και πάνω στο κρασί
είπε πως είμαι ψεύτικος,
780πλαστός του πατέρα μου γιος.
Το πήρα βαριά· κρατήθηκα την ίδια μέρα.
Όμως την άλλη μέρα
πήγα στη μάνα μου και στον πατέρα
και τους ρώτησα.
Δυσφόρησαν για κείνον που με πρόσβαλε
και ᾽γω χαιρόμουν την οργή τους.
Όμως τ᾽ αγκάθι με τρυπούσε συνεχώς
και πλήγωνε το νου μου.
Πηγαίνω στους Δελφούς
κρυφά απ᾽ τους γονείς μου,
αλλά ο Φοίβος μ᾽ έδιωξε,
με περιφρόνησε,
δεν απάντησε στο ερώτημά μου.
790Αλλά δεινά και φοβερά προφήτευε
για μένα τον τρισάθλιο
πως με τη μάνα μου θα σμίξω
και πως παιδιά θα φέρω της ντροπής
στο φως της μέρας
και πως φονιάς θα γίνω
του πατέρα που μ᾽ έσπειρε.
Εγώ σαν τ᾽ άκουσα
από την πόλη της Κορίνθου
ξεμακραίνω,
ακολουθώντας την οδό των αστεριών,
δεν ήθελα να δω ν᾽ αληθεύουν
των χρησμών οι ντροπές.
Οδοιπορώντας φτάνω στον τόπο
που μου λες
πως χάθηκεν ο βασιλιάς της χώρας.
800Θα σου πω όλη την αλήθεια.
Όταν πεζός στο τρίστρατο πλησίασα
αντάμωσα έναν κήρυκα
και πάνω σ᾽ ένα αμάξι
που το ᾽σερναν πουλάρια
καθόταν ένας γέροντας, καθώς τον λες.
Αυτός ο κήρυκας κι ο γέροντας
με πέταξαν βιαίως στης δημοσιάς την άκρη.
Τον οδηγό που μ᾽ έσπρωξε
χτυπώ με λύσσα.
Ο γέροντας το βλέπει,
με παραφύλαξε
κι όπως τ᾽ αμάξι πέρναγε μπροστά μου
με χτύπησε με το διπλό μαστίγιο στο μέτωπο.
810Το πλήρωσε ακριβότερα·
σαν αστραπή τον τσάκισα
με το ραβδί που κράταγα στο χέρι
κι ανάσκελα κυλίστηκε
στο βάθος τ᾽ αμαξιού.
Ύστερα σκότωσα όλους τους άλλους.
Αν συγγενεύει ο Λάιος μ᾽ αυτόν τον ξένο,
ποιός άνθρωπος γεννήθηκε
πιο θλιβερός απ᾽ τον Οιδίποδα;
Ποιός άλλος μπόρεσε
πιο θεομίσητος να γίνει;
Κανείς πολίτης, κανένας ξένος
δεν επιτρέπεται να τον δεχτεί στο σπίτι του
κανείς δεν επιτρέπεται να του μιλεί,
όλοι θα τον πετούν στο δρόμο.
Άλλος κανείς, μονάχα εγώ
820τον εαυτό μου καταράστηκα,
βρωμίζω με τα χέρια που τον σκότωσα
του πεθαμένου το κρεβάτι.
Γεννήθηκε κακούργος;
Εγώ είμαι το μίασμα.
Στο σώμα, στην ψυχή, στο νου;
Αν πάρω των ομματιών μου και φύγω
εξόριστος δε θα μπορώ
τους δικούς μου να δω
ούτε το χώμα της πατρίδας να πατήσω,
αλλιώς θα ζευγαρώσω με τη μάνα μου
και θα σκοτώσω τον πατέρα μου
τον Πόλυβο που μ᾽ έσπειρε και μ᾽ έθρεψε.
Θα ᾽ταν λοιπόν παράλογο κάποιος να πει,
αν ζύγιαζε τη μοίρα μου,
πως ανελέητος θεός με κυνηγάει;
830Ποτέ, μα ποτέ, σεβαστοί θεοί,
μιας τέτοιας ημέρας το φως να μη δω.
Μακάρι να χαθώ, ν᾽ αφανιστώ
απ᾽ των θνητών τα μάτια
παρά να κηλιδώσω την ψυχή
με της ντροπής τη φρίκη.


ΙΟΚ. Και βέβαια θά ᾽ρθει, μα κι εγώ, άρχοντά μου,
770αξίζω, λέω, να μάθω αυτά που τόσο
σε βαραίνουν. ΟΙΔ. Και δε θα μείνεις δίχως
να μου τ᾽ ακούσεις, μια που σ᾽ αυτή μόνο
στέκω πια την ελπίδα, και στη θέση
πὄχω φτάσει, ποιός άλλος από σένα
θ᾽ άξιζε πιο πολύ να του τα πω όλα;
Εγώ πατέρα είχα τον Πόλυβο,
της Κόρινθος το βασιλιά, μητέρα
τη Δωρίδα Μερόπη· κι έτσι για όλους
περνούσα εκεί της πολιτείας ο πρώτος,
ώσπου μὄτυχε κάτι που βέβαια ήταν
άξιο να κάμει εντύπωση, μα κι όχι
για να το πάρω και κατάκαρδα έτσι:
Σ᾽ ένα συμπόσιο κάποιος που παράπιε
κι είχε μεθύσει, στο κρασί του επάνω
780μου πέταξε πως ήμουν ψευτοπαίδι
του πατέρα μου τάχα. Εγώ, αν και πήρα
βαριά το πράμα, την ημέρα εκείνη
κρατήθηκα οπωσούν, μα ευτύς την άλλη
πάω στη μητέρα μου και τον πατέρα
κι αρχίζω να τους εξετάζω· εκείνοι
καταγανάχτησαν μ᾽ αυτόν, που τέτοια
τόλμησε προσβολή με τη βρισιά του,
κι έτσι απ᾽ αυτούς βγήκα ευχαριστημένος·
όμως μ᾽ έτρωγε πάντα ένα σαράκι
π᾽ όλο δούλευε μέσα μου· ώσπου φεύγω
κρυφά τους και πηγαίνω στους Δελφούς.
Κι ο Φοίβος, για όσα πήγα να ρωτήσω,
μ᾽ έστειλε πίσω δίχως να μ᾽ αξιώσει
μια απάντηση, μα μου προμήνυσε άλλα
790πανάθλια, τρομερά, συφοριασμένα:
πως μου ήτανε γραφτό σ᾽ άνομη σχέση
νά ᾽ρθώ με τη μητέρα μου, και φύτρα
στο φως να φέρω που να μη βαστούνε
ανθρώπων μάτια να την αντικρίζουν,
και φονιάς του πατέρα μου να γίνω.
Κι εγώ ν᾽ ακούσω αυτά, παίρνοντας τ᾽ άστρα
του δρόμου μου οδηγούς, μακριά απ᾽ τη χώρα
της Κόρινθος φεύγω κι ακόμα φεύγω
για όπου αλλού, να μην ιδώ ποτέ μου
οι ντροπές των χρησμών μου ν᾽ αληθέψουν.
Κι έτσι τραβώντας έφτασα στα μέρη
που λες εσύ πως σκότωσαν το Λάιο.
800Και θα σου πω την πάσ᾽ αλήθεια εσένα:
Ενώ ήμουν πια κοντά ακριβώς σ᾽ εκείνο
το τρίστρατο, νά σου ένας κήρυκας
κι απάνω σε αλογάμαξα ένας άντρας
καθώς τον λες εσύ, βγαίνουν μπροστά μου,
κι όξω απ᾽ το δρόμο κι ο οδηγός κι ο ίδιος
ο γέροντας με σπρώχνουν με τη βία·
κι εγώ χτυπώ μες στο θυμό μου εκείνον
που μ᾽ έβγαζε απ᾽ το δρόμο, τον μπροστάρη·
κι ως το ᾽δε ο γέρος, με παραφυλάει
και καθώς πλάι περνούσ᾽ από τ᾽ αμάξι,
μου δίνει μια με το διπλό κεντρί του
κατακέφαλα· μα όμως πήρε αμέσως
810όχι όμοια πληρωμή, και χτυπημένος
απ᾽ τα χέρια μου αυτά με το ραβδί μου,
κυλιέται χάμω ανάσκελ᾽ απ᾽ τ᾽ αμάξι.
Κι όλους τους άλλους σκότωσα. Μ᾽ αν τώρα
αυτός ο ξένος έχει κάποια σχέση
με το Λάιο, ποιός άνθρωπος στον κόσμο
είναι από μένα πιο δυστυχισμένος;
ποιός άλλος πιο θεομίσητος θενά ᾽ταν;
π᾽ ούτε ξένος στα σπίτια του ούτε ντόπιος
έχει την άδεια να με δέχεται, ούτε
να μου μιλά, μα να με διώχνουν πρέπει
μακριά τους όλοι, κι όλ᾽ αυτά κανένας
άλλος, παρ᾽ εγώ ο ίδιος το ᾽χω πάρει
820απάνω μου με κείνες τις κατάρες.
Και τη γυναίκα του νεκρού μολύνω
μες σ᾽ αυτά που τον σκότωσαν τα χέρια.
Λοιπόν άθλιος δεν είμαι; λοιπόν όχι
τέλεια θεοκατάρατος, αν πρέπει
να εξοριστώ κι εξόριστος να μην
μπορώ να δω ούτε τους δικούς μου κι ούτε
να πατήσω το πόδι στην πατρίδα,
ή αλλιώς με τη μητέρα μου θα πρέπει
νά ᾽ρθω σε γάμο και φονιάς να γίνω
του πατέρα μου Πόλυβου, που μ᾽ έχει
φερμένο στη ζωή κι αναθρεμμένο;
Δε θα ᾽χε λοιπόν δίκιο όποιος για μένα
κρίνει και πει πως από μια θεότη
απάνθρωπη με βρίσκουν όλα τούτα;
830Μα όχι, ω θεοί μεγαλοδύναμοι, όχι,
ας μην τη δω τη μέρ᾽ αυτή, μα κάλλιο
μονάρπαγος ν᾽ αφανιστώ απ᾽ τον κόσμο
πριν τέτοιες συφορές με κηλιδώσουν.


ΙΟΚ. Θα ᾽ρθει· μα άξια είμαι, λέω, κι εγώ, άρχοντά μου,
770να μάθω τί βαραίνει την ψυχή σου.
ΟΙΔ. Δε σ᾽ το κρύβω που μου έμεινε πια μόνο
μια ανάερη απαντοχή. Από σε ποιός κάλλιο
θα μ᾽ ακούσει, που τέτοια με ήβρε μοίρα;
Πατέρα τον Κορίνθιο Πόλυβο είχα,
τη Δωρίδα Μερόπη μάνα, κι έτσι
πρώτος περνούσα εκεί απ᾽ τους άντρες, όταν
κάτι εγίνη, παράξενο στ᾽ αλήθεια,
μα όχι άξιο τόσο εγώ να το προσέξω.
Κάποιος, σε δείπνο, απάνω στο μεθύσι,
780πως είμαι, είπε, πλαστός γιος του Πολύβου.
Θύμωσα εγώ, κι αυτήν τη μέρα μόλις
βαστάχτηκα, την άλλη, όμως, επήγα
και τους γονιούς μου ρώτησα· κι οι δυο τους
μ᾽ εκείνον που έτσι μ᾽ έβρισε χολιάσαν.
Χάρηκα τότες, μα κάποια έγνοια πάντα
μ᾽ έτρωγε· γιατί φούντωνε αυτή η φήμη.
Κρυφά από μάνα και πατέρα, φεύγω
για τους Δελφούς· μα δεν έστρεξε ο Φοίβος
ν᾽ αποκριθεί, και μου προφήτεψε άλλα
790φριχτά, άραχνα και μαύρα, πως θα γίνω
της μάνας μου άντρας, πως γενιά θα σπείρω
σιχαμερή στα μάτια των ανθρώπων,
και φονιάς θα είμαι του ίδιου μου πατέρα.
Σαν τ᾽ άκουσα, έφυγα όσο πιο μακριά
μου δείχναν τ᾽ άστρα απ᾽ την Κόρινθο, σε άλλες
χώρες, όπου ποτέ να μη δω, τα όσα
φριχτά οι χρησμοί μού είπαν, να βγουν αλήθεια.
Κι έτσι, φτάνω σ᾽ αυτούς τους τόπους, όπου
λες πως σκοτώθη ο βασιλιάς εκείνος.
800Και τώρα θα σου πω όλη την αλήθεια.
Σα διάβαινα κοντά στο τρίστρατο, ένας
κήρυκας βγαίνει εμπρός μου, κι ένας άντρας,
όπως τον λες, σε αμάξι που πουλάρια
σέρναν· ο γέρος κι ο οδηγός με διώχνουν
με βια απ᾽ το δρόμο. Τότε, στο θυμό μου,
τον αμαξά που μ᾽ έσπρωξε χτυπώ.
Σαν το είδε ο γέρος, φύλαξε, και πλάι του
άμα ήρθα, με το δίχαλο βεργί του
κατακέφαλο χτύπημα μου φέρνει.
810Μα δεν πλερώθη όμοια, γιατί γοργά
με το ραβδί μου τον χτυπώ, κι αμέσως
χάμω απ᾽ τ᾽ αμάξι ανάσκελα κυλιέται.
Κι ύστερα, όλους σκοτώνω. Αν κάποια ο ξένος
σχέση έχει με το Λάιο, ποιός τώρα άλλος
θα ᾽ναι από μένα πιο δυστυχισμένος;
Ποιός άντρας πιο θεομίσητος; που μήτε
ξένος πια, μήτε αστός στο σπιτικό του
να με δεχτεί, ή να μου μιλήσει πρέπει,
μα να με διώχνει. Κι όχι άλλος, εγώ ο ίδιος
820τέτοια έχω ρίξει απάνω μου κατάρα.
Και με τα χέρια αυτά, που τον σκοτώσαν,
τη γυναίκα του μιαίνω· άθλιος δεν είμαι;
δεν είμαι ανόσιος; που να φύγω πρέπει,
κι αν φύγω, να μη δω ούτε δικούς, ούτε
πατρίδα, αλλιώς της μάνας μου θα γίνω
άντρας, και του πατέρα μου Πολύβου
φονιάς, που αυτού είμαι γέννημα και θρέμμα.
Σωστά για με δε θα ᾽κρινε όποιος τούτα
δαιμονική θα τα ᾽λεγε συνέργεια;
830Ποτέ, αγνοί σεβαστοί Θεοί, ποτέ μου
να μη δω αυτή τη μέρα, να χαθώ
κάλλιο απ᾽ τους ζωντανούς, παρά έτσι, να ᾽μαι
από τέτοια ντροπή σημαδεμένος.