ΙΟΚ. Θα ᾽ρθει· μα άξια είμαι, λέω, κι εγώ, άρχοντά μου,
770να μάθω τί βαραίνει την ψυχή σου.
ΟΙΔ. Δε σ᾽ το κρύβω που μου έμεινε πια μόνο
μια ανάερη απαντοχή. Από σε ποιός κάλλιο
θα μ᾽ ακούσει, που τέτοια με ήβρε μοίρα;
Πατέρα τον Κορίνθιο Πόλυβο είχα,
τη Δωρίδα Μερόπη μάνα, κι έτσι
πρώτος περνούσα εκεί απ᾽ τους άντρες, όταν
κάτι εγίνη, παράξενο στ᾽ αλήθεια,
μα όχι άξιο τόσο εγώ να το προσέξω.
Κάποιος, σε δείπνο, απάνω στο μεθύσι,
780πως είμαι, είπε, πλαστός γιος του Πολύβου.
Θύμωσα εγώ, κι αυτήν τη μέρα μόλις
βαστάχτηκα, την άλλη, όμως, επήγα
και τους γονιούς μου ρώτησα· κι οι δυο τους
μ᾽ εκείνον που έτσι μ᾽ έβρισε χολιάσαν.
Χάρηκα τότες, μα κάποια έγνοια πάντα
μ᾽ έτρωγε· γιατί φούντωνε αυτή η φήμη.
Κρυφά από μάνα και πατέρα, φεύγω
για τους Δελφούς· μα δεν έστρεξε ο Φοίβος
ν᾽ αποκριθεί, και μου προφήτεψε άλλα
790φριχτά, άραχνα και μαύρα, πως θα γίνω
της μάνας μου άντρας, πως γενιά θα σπείρω
σιχαμερή στα μάτια των ανθρώπων,
και φονιάς θα είμαι του ίδιου μου πατέρα.
Σαν τ᾽ άκουσα, έφυγα όσο πιο μακριά
μου δείχναν τ᾽ άστρα απ᾽ την Κόρινθο, σε άλλες
χώρες, όπου ποτέ να μη δω, τα όσα
φριχτά οι χρησμοί μού είπαν, να βγουν αλήθεια.
Κι έτσι, φτάνω σ᾽ αυτούς τους τόπους, όπου
λες πως σκοτώθη ο βασιλιάς εκείνος.
800Και τώρα θα σου πω όλη την αλήθεια.
Σα διάβαινα κοντά στο τρίστρατο, ένας
κήρυκας βγαίνει εμπρός μου, κι ένας άντρας,
όπως τον λες, σε αμάξι που πουλάρια
σέρναν· ο γέρος κι ο οδηγός με διώχνουν
με βια απ᾽ το δρόμο. Τότε, στο θυμό μου,
τον αμαξά που μ᾽ έσπρωξε χτυπώ.
Σαν το είδε ο γέρος, φύλαξε, και πλάι του
άμα ήρθα, με το δίχαλο βεργί του
κατακέφαλο χτύπημα μου φέρνει.
810Μα δεν πλερώθη όμοια, γιατί γοργά
με το ραβδί μου τον χτυπώ, κι αμέσως
χάμω απ᾽ τ᾽ αμάξι ανάσκελα κυλιέται.
Κι ύστερα, όλους σκοτώνω. Αν κάποια ο ξένος
σχέση έχει με το Λάιο, ποιός τώρα άλλος
θα ᾽ναι από μένα πιο δυστυχισμένος;
Ποιός άντρας πιο θεομίσητος; που μήτε
ξένος πια, μήτε αστός στο σπιτικό του
να με δεχτεί, ή να μου μιλήσει πρέπει,
μα να με διώχνει. Κι όχι άλλος, εγώ ο ίδιος
820τέτοια έχω ρίξει απάνω μου κατάρα.
Και με τα χέρια αυτά, που τον σκοτώσαν,
τη γυναίκα του μιαίνω· άθλιος δεν είμαι;
δεν είμαι ανόσιος; που να φύγω πρέπει,
κι αν φύγω, να μη δω ούτε δικούς, ούτε
πατρίδα, αλλιώς της μάνας μου θα γίνω
άντρας, και του πατέρα μου Πολύβου
φονιάς, που αυτού είμαι γέννημα και θρέμμα.
Σωστά για με δε θα ᾽κρινε όποιος τούτα
δαιμονική θα τα ᾽λεγε συνέργεια;
830Ποτέ, αγνοί σεβαστοί Θεοί, ποτέ μου
να μη δω αυτή τη μέρα, να χαθώ
κάλλιο απ᾽ τους ζωντανούς, παρά έτσι, να ᾽μαι
από τέτοια ντροπή σημαδεμένος.
|