ΑΙ. Είναι στημένος ο σφαγέας, τόσο που να μπορεί
πέρα για πέρα να με κόψει — μιλώ σαν κάποιον που έχει
ακόμη τον καιρό να λογαριάζει.
Δώρο του Έκτορα αυτό το ξίφος, του ξένου
που τον μίσησα όσο κανέναν άλλο — χειρότερο εχθρό
δεν είδανε τα μάτια μου.
Είναι ο σφαγέας στημένος στο χώμα της αντίπαλης
Τρωάδας, στο αμόνι ακονισμένος
820που τρώει τον σίδηρο.
Καλά, και με την πρέπουσα φροντίδα τον έμπηξα ο ίδιος,
τόσο που πρόθυμος το σώμα αυτό θα θανατώσει γρήγορα.
Είμαστε έτοιμοι, λοιπόν, πανέτοιμοι.
Και τώρα, ω Δία, απ᾽ όλους πρώτον, καταπώς αρμόζει,
εσένα επικαλούμαι, ζητώντας τη βοήθειά σου.
Δεν σου ζητώ μεγάλη χάρη· μαντατοφόρο στείλε μόνο,
να πει στον Τεύκρο το πικρό μαντάτο· πρώτος αυτός
στα χέρια του να με σηκώσει
απ᾽ το ματοβαμμένο μου σπαθί·
να μην προλάβουν οι εχθροί και μείνω απορριγμένος,
830λεία στα λαίμαργα σκυλιά και στα κοράκια.
Τόσο μονάχα, ω Δία, σ᾽ ικετεύω.
Συνάμα ανακαλώ τον χθόνιο, ψυχοπομπό Ερμή,
να με κοιμίσει ήρεμα, όταν πηδώντας γρήγορα πάνω
σ᾽ αυτό το ξίφος, θα σχίσω την πλευρά μου,
δίχως να σφαδάξω.
Καλώ ακόμη να παρασταθούν εκείνες οι αθάνατες
Παρθένες, που επιβλέπουν συνεχώς
όλα τα πάθη των βροτών·
τις Ερινύες, εννοώ, σεμνές κι ωκύποδες, να μάθουνε
πως άδικα απ᾽ τους Ατρείδες χάνομαι — ο δύσμοιρος.
Αυτούς κακήν κακώς να τους αρπάξουν,
840να τους εξολοθρέψουν· εμένα βλέποντας,
που με το ίδιο μου το χέρι σφάζομαι και σβήνω.
Έτσι κι αυτοί ν᾽ αφανιστούν, σφαγιασμένοι
να βρεθούν από το χέρι των παιδιών τους.
Φανείτε, εκδικηθείτε, Ερινύες, τώρα, το αίμα τους
γευθείτε, κανέναν μέσα στον στρατό μη λυπηθείτε.
Ήλιε, κι εσύ που κυβερνάς εκεί ψηλά στον ουρανό
το ένιππο άρμα σου, όταν πάρει το μάτι σου
την πατρική μου γη, συγκράτησε για λίγο
το χρυσό σου χαλινάρι, κι ανάγγειλε
ολόκληρη τη συμφορά, με το μοιραίο τέλος της,
στον γέροντα πατέρα μου και στη φτωχή μου μάνα.
850Που όταν η δύστυχη ακούσει αυτή την είδηση,
μεγάλον κοπετό σίγουρα θα σηκώσει σ᾽ όλη την πόλη.
Αλλά σε τίποτα δεν ωφελεί αυτός ο μάταιος θρήνος·
πρέπει το πράγμα να τελειώσει όσο μπορεί πιο γρήγορα.
Θάνατε, ω Θάνατε, έφτασε η ώρα τώρα, έλα και ρίξε
πάνω μου το βλέμμα σου, παρότι εκεί θα έχω
όλον τον καιρό δικό μου μαζί σου να συνομιλώ.
Εσένα λάμψη μέρας πάμφωτης, εσένα Ήλιε
αρματηλάτη, για ύστατη φορά σας χαιρετώ — ποτέ ξανά.
Ω φέγγος, χώμα ιερό της πατρικής μου γης,
860της Σαλαμίνας, ω βάθρο της προγονικής εστίας,
ω δοξασμένη Αθήνα, κι εσείς σύντροφοι ναυτικοί, κρήνες,
ποτάμια, κάμποι γύρω της Τρωάδας, σας αποχαιρετώ
—εσείς με αναθρέψατε.
Αυτή ᾽ναι η τελευταία λέξη που προφέρει ο Αίας·
τ᾽ άλλα, στους ένοικους κάτω του Άδη θα τα διηγηθώ.
|