Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (760-798)


760ΑΝ. μέλλεις ἀποφέρειν; ΧΡ. πάνυ γε. ΑΝ. κακοδαίμων ἄρ᾽ εἶ,
νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρα. ΧΡ. πῶς; ΑΝ. πῶς; ῥᾳδίως.
ΧΡ. τί δ᾽; οὐχὶ πειθαρχεῖν με τοῖς νόμοισι δεῖ;
ΑΝ. ποίοισιν, ὦ δύστηνε; ΧΡ. τοῖς δεδογμένοις.
ΑΝ. δεδογμένοισιν; ὡς ἀνόητος ἦσθ᾽ ἄρα.
765ΧΡ. ἀνόητος; ΑΝ. οὐ γάρ; ἠλιθιώτατος μὲν οὖν
ἁπαξαπάντων. ΧΡ. ὅτι τὸ ταττόμενον ποιῶ;
ΑΝ. τὸ ταττόμενον γὰρ δεῖ ποιεῖν τὸν σώφρονα;
ΧΡ. μάλιστα πάντων. ΑΝ. τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον.
ΧΡ. σὺ δ᾽ οὐ καταθεῖναι διανοεῖ; ΑΝ. φυλάξομαι,
770πρὶν ἄν γ᾽ ἴδω τὸ πλῆθος ὅ τι βουλεύεται.
ΧΡ. τί γὰρ ἄλλο γ᾽ ἢ φέρειν παρεσκευασμένοι
τὰ χρήματ᾽ εἰσίν; ΑΝ. ἀλλ᾽ ἰδὼν ‹ἂν› ἐπειθόμην.
ΧΡ. λέγουσι γοῦν ἐν ταῖς ὁδοῖς. ΑΝ. λέξουσι γάρ.
ΧΡ. καί φασιν οἴσειν ἀράμενοι. ΑΝ. φήσουσι γάρ.
775ΧΡ. ἀπολεῖς ἀπιστῶν πάντ᾽. ΑΝ. ἀπιστήσουσι γάρ.
ΧΡ. ὁ Ζεύς σέ γ᾽ ἐπιτρίψειεν. ΑΝ. ἐπιτρίψουσι γάρ.
οἴσειν δοκεῖς τιν᾽ ὅστις αὐτῶν νοῦν ἔχει;
οὐ γὰρ πάτριον τοῦτ᾽ ἐστίν, ἀλλὰ λαμβάνειν
ἡμᾶς μόνον δεῖ νὴ Δία. καὶ γὰρ οἱ θεοί·
780γνώσει δ᾽ ἀπὸ τῶν χειρῶν γε τῶν ἀγαλμάτων·
ὅταν γὰρ εὐχώμεσθα διδόναι τἀγαθά,
ἕστηκεν ἐκτείνοντα τὴν χεῖρ᾽ ὑπτίαν
οὐχ ὥς τι δώσοντ᾽ ἀλλ᾽ ὅπως τι λήψεται.
ΧΡ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνδρῶν, ἔα με τῶν προὔργου τι δρᾶν.
785ταυτὶ γάρ ἐστι συνδετέα. ποῦ μοὔσθ᾽ ἱμάς;
ΑΝ. ὄντως γὰρ οἴσεις; ΧΡ. ναὶ μὰ Δία, καὶ δὴ μὲν οὖν
τωδὶ ξυνάπτω τὼ τρίποδε. ΑΝ. τῆς μωρίας·
τὸ μηδὲ περιμείναντα τοὺς ἄλλους ὅ τι
δράσουσιν εἶτα τηνικαῦτ᾽ ἤδη— ΧΡ. τί δρᾶν;
790ΑΝ. ἐπαναμένειν, ἔπειτα διατρίβειν ἔτι.
ΧΡ. ἵνα δὴ τί; ΑΝ. σεισμὸς εἰ γένοιτο πολλάκις
ἢ πῦρ ἀπότροπον, ἢ διᾴξειεν γαλῆ,
παύσαιντ᾽ ἂν εἰσφέροντες, ὦμβρόντητε σύ.
ΧΡ. χαρίεντα γοῦν πάθοιμ᾽ ἄν, εἰ μὴ ᾽χοιμ᾽ ὅποι
795ταῦτα καταθείην. ΑΝ. μὴ γὰρ οὐ λάβοις ὅποι;
θάρρει, καταθήσεις, κἂν ἕνης ἔλθῃς. ΧΡ. τιή;
ΑΝ. ἐγᾦδα τούτους χειροτονοῦντας μὲν ταχύ,
ἅττ᾽ ἂν δὲ δόξῃ ταῦτα πάλιν ἀρνουμένους.


ΑΝΤ. Ε, κι όλα ευτούνα θαν τα παραδώσεις;
760ΧΡΕ. Ναίσκε! ΑΝΤ. Συφοριασμένε, κολοκύθα!
ΧΡΕ. Γιατί; ΑΝΤ. Δε θέλει ρώτημα. ΧΡΕ. Δεν πρέπει
να πειθαρχώ στους νόμους της πατρίδας;
ΑΝΤ. Ποιούς νόμους, κουτεντέ; ΧΡΕ. Τους ψηφισμένους.
ΑΝΤ. Τους ψηφισμένους; Ρε τον κοκορόμυαλο!
ΧΡΕ. Κοκορόμυαλος; ΑΝΤ. Κάτι παραπάνου:
ο πιο μαλάκας άνθρωπος στον κόσμο!
ΧΡΕ. Γιατί κάνω ό,τι η πόλη μού διατάζει;
ΑΝΤ. Ποιός έξυπνος κάνει ό,τι του διατάζουν;
ΧΡΕ. Αυτός πρώτος. ΑΝΤ. Οι βλάκες μοναχά.
ΧΡΕ. Εσύ, γιά πες μου, δε θα παραδώσεις;
ΑΝΤ. Θα φυλαχτώ. Πρώτα να ιδώ τους άλλους
770τί θα κάνουν. ΧΡΕ. Τί θες να κάνουν; Όλοι
μαζεύουν τώρα το νοικοκυριό τους,
για να το φέρουν. ΑΝΤ. Δεν πιστεύω, αν πρώτα
δεν το ιδώ με τα μάτια μου. ΧΡΕ. Στους δρόμους
όλοι το λένε. ΑΝΤ. Λένε. ΧΡΕ. Τα φορτώνονται
για να τα κουβαλήσουν. ΑΝΤ. Θα το λένε.
ΧΡΕ. Θα με σκάσεις μ᾽ αυτήν την απιστιά σου!
ΑΝΤ. Όλοι απιστούν. ΧΡΕ. Ο Δίας θα σε στουμπίσει.
ΑΝΤ. Θα στουμπίσει! Θαρρείς πως θα τα δώσει
κανένας γνωστικός τα υπάρχοντά του;
Παράδοση του τόπου είναι να παίρνεις.
Κι οι θεοί μας ακόμα το ίδιο κάνουν.
780Γιά ιδές των αγαλμάτων τους τα χέρια.
Σαν τους παρακαλάμε για μια χάρη,
απλώνουνε τη φούχτα τους ανάστροφα,
για να πάρουνε κι όχι για να δώσουν.
ΧΡΕ. (θυμωμένα)
Ξεφορτώσου με, δαίμονα! Άφησέ με
να κάνω τη δουλειά μου, να τα δέσω
όλα τούτα. Μα πού ᾽ναι το λουρί μου;
ΑΝΤ. Σοβαρά, θα τα δώσεις; ΧΡΕ. Μα δε βλέπεις;
Δένω τα στρίποδά μου. ΑΝΤ. Τί βλακεία!
Δεν περιμένεις λίγο για να ιδείς
τους άλλους τί θα κάνουν και κατόπι...
ΧΡΕ. Και κατόπι; ΑΝΤ. Θα περιμένεις πάντα
790και πάντα θ᾽ αναβάλλεις. ΧΡΕ. Για ποιό λόγο;
ΑΝΤ. Μπορεί σεισμός να γίνει ξαφνικά
ή πυρκαγιά, στο δρόμο να σταυρώσεις
νυφίτσα —γουρσουζιά μεγάλη— τότες
θα σταματήσουν όλοι την παράδοση,
μυαλό μπουμπουνισμένο! ΧΡΕ. Θα ᾽ταν νόστιμο
τον να μην ξέρω πού θα καταθέσω.
ΑΝΤ. Φοβάσαι μήπως χάσεις τη σειρά σου;
Θα τα δεχτούνε κι αύριο και μεθαύριο.
ΧΡΕ. Πού το ξέρεις;
ΑΝΤ. (δείχνοντας τους θεατές)
Ξέρω αυτουνούς εδώ.
Τη μια μέρα ψηφίζουνε στα γρήγορα
και την άλλη αρνιούνται ό,τι εψηφίσαν.