ΑΝΤ. Ε, κι όλα ευτούνα θαν τα παραδώσεις;
760ΧΡΕ. Ναίσκε! ΑΝΤ. Συφοριασμένε, κολοκύθα!
ΧΡΕ. Γιατί; ΑΝΤ. Δε θέλει ρώτημα. ΧΡΕ. Δεν πρέπει
να πειθαρχώ στους νόμους της πατρίδας;
ΑΝΤ. Ποιούς νόμους, κουτεντέ; ΧΡΕ. Τους ψηφισμένους.
ΑΝΤ. Τους ψηφισμένους; Ρε τον κοκορόμυαλο!
ΧΡΕ. Κοκορόμυαλος; ΑΝΤ. Κάτι παραπάνου:
ο πιο μαλάκας άνθρωπος στον κόσμο!
ΧΡΕ. Γιατί κάνω ό,τι η πόλη μού διατάζει;
ΑΝΤ. Ποιός έξυπνος κάνει ό,τι του διατάζουν;
ΧΡΕ. Αυτός πρώτος. ΑΝΤ. Οι βλάκες μοναχά.
ΧΡΕ. Εσύ, γιά πες μου, δε θα παραδώσεις;
ΑΝΤ. Θα φυλαχτώ. Πρώτα να ιδώ τους άλλους
770τί θα κάνουν. ΧΡΕ. Τί θες να κάνουν; Όλοι
μαζεύουν τώρα το νοικοκυριό τους,
για να το φέρουν. ΑΝΤ. Δεν πιστεύω, αν πρώτα
δεν το ιδώ με τα μάτια μου. ΧΡΕ. Στους δρόμους
όλοι το λένε. ΑΝΤ. Λένε. ΧΡΕ. Τα φορτώνονται
για να τα κουβαλήσουν. ΑΝΤ. Θα το λένε.
ΧΡΕ. Θα με σκάσεις μ᾽ αυτήν την απιστιά σου!
ΑΝΤ. Όλοι απιστούν. ΧΡΕ. Ο Δίας θα σε στουμπίσει.
ΑΝΤ. Θα στουμπίσει! Θαρρείς πως θα τα δώσει
κανένας γνωστικός τα υπάρχοντά του;
Παράδοση του τόπου είναι να παίρνεις.
Κι οι θεοί μας ακόμα το ίδιο κάνουν.
780Γιά ιδές των αγαλμάτων τους τα χέρια.
Σαν τους παρακαλάμε για μια χάρη,
απλώνουνε τη φούχτα τους ανάστροφα,
για να πάρουνε κι όχι για να δώσουν.
ΧΡΕ. (θυμωμένα)
Ξεφορτώσου με, δαίμονα! Άφησέ με
να κάνω τη δουλειά μου, να τα δέσω
όλα τούτα. Μα πού ᾽ναι το λουρί μου;
ΑΝΤ. Σοβαρά, θα τα δώσεις; ΧΡΕ. Μα δε βλέπεις;
Δένω τα στρίποδά μου. ΑΝΤ. Τί βλακεία!
Δεν περιμένεις λίγο για να ιδείς
τους άλλους τί θα κάνουν και κατόπι...
ΧΡΕ. Και κατόπι; ΑΝΤ. Θα περιμένεις πάντα
790και πάντα θ᾽ αναβάλλεις. ΧΡΕ. Για ποιό λόγο;
ΑΝΤ. Μπορεί σεισμός να γίνει ξαφνικά
ή πυρκαγιά, στο δρόμο να σταυρώσεις
νυφίτσα —γουρσουζιά μεγάλη— τότες
θα σταματήσουν όλοι την παράδοση,
μυαλό μπουμπουνισμένο! ΧΡΕ. Θα ᾽ταν νόστιμο
τον να μην ξέρω πού θα καταθέσω.
ΑΝΤ. Φοβάσαι μήπως χάσεις τη σειρά σου;
Θα τα δεχτούνε κι αύριο και μεθαύριο.
ΧΡΕ. Πού το ξέρεις;
ΑΝΤ. (δείχνοντας τους θεατές)
Ξέρω αυτουνούς εδώ.
Τη μια μέρα ψηφίζουνε στα γρήγορα
και την άλλη αρνιούνται ό,τι εψηφίσαν.
|