ΔΗΜ. (Με το ίδιο ύφος μαγεμένου:) Τέτοιο πράμα ούτε ο Θεμιστοκλής το σκέφτηκε ποτέ! Βέβαια, ποιός λέει τ᾽ αντίθετο, σπουδαίο πράμα κι ο Πειραιάς· για μένα πάντως δεν φαίνεται σπουδαιότερη ιδέα από το πουκάμισο.
ΠΑΦ. Αλίμονό μου ο καψερός! (Προς τον Αλλαντοπώλη:) με τί μαϊμουδίσματα με τούμπαρες!
ΑΛΛ. Δεν έκανα τίποτ᾽ άλλο απ᾽ ό,τι όποιος τον πιάνει χεσούρα πάνω στο τσιμπούσι· όπως εκείνοι, απ᾽ τη βιασύνη, βάζουν ξένα ποδήματα, έτσι κι εγώ βολεύομαι με τα τερτίπια σου.
ΠΑΦ. [890] Όμως δεν θα με ξεπεράσεις στα καλοπιάσματα. (Βγάζει και δείχνει το —από προβιά— πανωφόρι του). Γιατί εγώ θα του φορέσω από πάνω αυτό (πάει να το φορέσει στον Δήμο) κι εσύ, καψερέ μου, να κλαις τη μοίρα σου.
ΔΗΜ. (Σπρώχνοντάς τον:) Φτου, φτου! (Απευθύνεται στο πανωφόρι:) Άι στον κόρακα, κακό ψόφο να ᾽χεις, βρομοκοπάς τομαρίλα!
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες σε κουκούλωσε μ᾽ αυτό, για να σε πνίξει. Κι άλλη μια φορά, παλιότερα, σου ᾽σκαψε τον λάκκο. Θυμάσαι μια χρονιά που η ρίζα απ᾽ το σίλφιο πουλιόταν δυο δεκάρες η οκά;
ΔΗΜ. Πώς δεν θυμάμαι!
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες ετούτος φρόντισε να πουλιέται δυο δεκάρες η οκά, (απευθύνεται προς τους θεατές) για να τ᾽ αγοράσετε, να το φάτε κι ύστερα, δικαστές στην Ηλιαία, με πορδο-ριπές να σκοτωθείτε μεταξύ σας.
ΔΗΜ. Μά τον Ποσειδώνα, αυτό ήταν! Αυτή την εξήγηση έδωσε και σ᾽ εμένα κάποιος απ᾽ το Κοπροχώρι.
ΑΛΛ. (Στρέφεται προς τους θεατές:) [900] Αν δεν μ᾽ απατά η μνήμη, τότε ήταν που απ᾽ τις πορδές που τρώγατε γίνατε κοκκινοτρίχηδες.
ΔΗΜ. Στα σίγουρα, μά τον Δία, τούτη η φάμπρικα ήταν του Κοκκινοτρίχη μας.
ΠΑΦ. Χαμένο κορμί, με τί σαχλαμάρες μού άλλαξες τον αδόξαστο!
ΑΛΛ. Μα αυτή ᾽ναι η προσταγή της Αθηνάς, να σε νικήσω με παπαρδέλες.
ΠΑΦ. Κι όμως, δεν θα με νικήσεις! Γιατί, Δήμε μου, σου δίνω τον λόγο μου ότι θα σου δίνω επίδομα ανεργίας μια πιατέλα μιστό να τη ρουφήξεις.
ΑΛΛ. Κι εγώ σου δίνω βαζάκι με γιατρικό, για να τ᾽ αλείψεις γύρω-γύρω στα σπιθούρια που ᾽βγαλες στα καλάμια των ποδιών σου.
ΠΑΦ. Κι εγώ θα ξεδιαλέξω μία-μία τις άσπρες τρίχες της κεφαλής σου και θα σου ξαναδώσω νιάτα.
ΑΛΛ. Νά, πάρε λαγοουρά, για να ξετσιμπλιάζεις γύρω-γύρω τα ματάκια σου.
ΠΑΦ. [910] Δήμε μου, όταν βγάζεις τη μύξα σου, σφούγγιξ᾽ την στα μαλλιά της κεφαλής μου. (Ο τόνος ζωηρότερος, ως το τέλος του «πνίγους»).
ΑΛΛ. Στα δικά μου τα μαλλιά!
ΠΑΦ. Όχι, στα δικά μου! (Στον Αλλαντοπώλη:) Βρε, εγώ θα σου φορτώσω τριηραρχία, να ξοδέψεις τα μαλλιοκέφαλά σου, θα σου χρεώσω σκαρί σαραβαλιασμένο, που να μη βρίσκεις άκρη στα έξοδα και τα μερεμέτια· και θα σου στήσω μηχανή, ώστε να πάρεις σάπια άρμενα.
ΑΛΛ. Βράζει, παφλάζει ο άνθρωπος! φτάνει, φτάνει, ξεχείλισε το καζάνι! [920] τράβηξε κάπως μακρύτερα τα δαυλιά από κάτω και (παίρνει απ᾽ τον πάγκο του μια κουτάλα) μ᾽ ετούτη ξαφρίστε τις φοβέρες του.
ΠΑΦ. Θα μου το πληρώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, όταν σε φορτώσω έκτακτο φόρο. Γιατί θα βάλω στα γρήγορα να σε γράψουν στις καταστάσεις των πλούσιων.
ΑΛΛ. Απ᾽ τη μεριά μου, καμιά απειλή. Μια ευχή μόνο σου δίνω: Να ᾽ναι πάνω στη φωτιά το τηγάνι με καλαμάρια και να τσιτσιρίζει. [930] Κι εσύ να ᾽χεις στα σκαριά πρόταση για τους Μιλήσιους και να καρτεράς να τσεπώσεις ολόκληρο τάλαντο, αν κερδίσεις την υπόθεση. Να ᾽σαι λοιπόν ανυπόμονος να την κάνεις ταράτσα με καλαμάρια κι αμέσως μετά να προλάβεις να πας στη συνέλευση. Και τότε, πριν βάλεις στο στόμα σου μπουκιά, να καταφτάσει ο κλητήρας· κι εσύ, για να μη χάσεις το τάλαντο, [940] να μπουκωθείς από τη βιασύνη σου και να πνιγείς.
ΧΟΡ. Εύγε, εύγε, μά τον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα.
|