ΣΙΚ. (μόνος) Υπάρχουν, μά το Διόνυσο, θεοί.
Άνθρωποι που θυσιάζουνε, θεομπαίχτη,
640καζάνι σού ζητούν και τους τ᾽ αρνιέσαι ·
τώρα, μες στο πηγάδι, ρούφα το όλο,
να μην μπορείς ούτε νερό να δίνεις.
Τον τιμωρούν οι Νύμφες όπως πρέπει
για τον τρόπο που φέρθηκε σ᾽ εμένα.
Μάγερα αν αδικήσεις, δεν ξεφεύγεις·
η τέχνη μας εμάς ιερόπρεπη είναι.
Τον τραπεζιέρη κάν᾽ τον ό,τι θέλεις.
Μην πέθανε; «Πατέρα, πατερούλη»
φωνάζει μια και κλαίει· μα τί με μέλει;
655Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία
πως τα δυο παλικάρια θα τον σώσουν.
Αστεία που θα ᾽ναι η όψη του στ᾽ αλήθεια,
στην πόρτα εδώ μπροστά σα θα τον φέρουν,
ολάκερος να στάζει και να τρέμει.
Μέλι θα πιω, σα θα τον δω αντικρύ μου.
Στις γυναίκες που, ακούοντας το θόρυβο,
πρόβαλαν στην μπασιά του ιερού.
Κι εσείς για τούτον το σκοπό, γυναίκες,
660προσφέρνετε σπονδές· μια δέηση κάντε
ο γέρος να σωθεί… σακατεμένος·
έτσι, οχληρός πια γείτονας δε θα ᾽ναι
στον Πάνα το θεό, μα και στον κόσμο
που ᾽ρχεται κάθε τόσο για θυσία!
Θα μου πεις, τί με μέλει. Πώς; Με μέλει·
θα με παίρνουν κι εμένα μάγερά τους.
Μπαίνει στο ιερό· από του Κνήμωνα βγαίνει ο Σώστρατος.
|