Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (7.20-7.38)


20ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου [στρ. β]
ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον,
Ἡρακλέος
εὐρυσθενεῖ γέννᾳ. τὸ μὲν γὰρ
πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται· τὸ δ᾽ Ἀμυντορίδαι
ματρόθεν Ἀστυδαμείας.
ἀμφὶ δ᾽ ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι
25ἀναρίθμητοι κρέμανται· τοῦτο δ᾽ ἀμάχανον εὑρεῖν,

ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν. [ἀντ. β]
καὶ γὰρ Ἀλκμήνας κασίγνητον νόθον
σκάπτῳ θενών
σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Τί-
ρυνθι Λικύμνιον ἐλθόντ᾽ ἐκ θαλάμων Μιδέας
30τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκι-
στὴρ χολωθείς. αἱ δὲ φρενῶν ταραχαί
παρέπλαγξαν καὶ σοφόν. μαντεύσατο δ᾽ ἐς θεὸν ἐλθών.

τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας εὐ- [ἐπῳδ. β]
ώδεος ἐξ ἀδύτου ναῶν πλόον
εἶπε Λερναίας ἀπ᾽ ἀκτᾶς
εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν,
ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας
χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν,
35ἁνίχ᾽ Ἁφαίστου τέχναισιν
χαλκελάτῳ πελέκει πα-
τέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν
ἀνορούσαισ᾽ ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ.
Οὐρανὸς δ᾽ ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ.


20Θέλω να πιάσω απ᾽ την αρχή γι᾽ αυτούς [στρ. β]
και να ιστορήσω το καθετί από τον Τληπόλεμο αρχινώντας,
του Ηρακλή
τη γέννα τη λεοντόκαρδη. Απ᾽ του πατέρα τη μεριά
λένε με περηφάνια πως απ᾽ τον Δία κρατούν,
και η Αστυδάμεια η μάνα τους
του Αμύντορα είναι κόρη.
Αλλά γύρω απ᾽ των ανθρώπων το μυαλό
25αναρίθμητες κρέμονται αστοχίες· κι ούτε μπορεί κανείς να βρει

τι ᾽ναι για τον άνθρωπο καλύτερο και τώρα και στο τέλος. [αντ. β]
Και να, τον νόθο της Αλκμήνης αδερφό
με κλαρί τον κτυπά
σκληρής ελιάς και τον σκοτώνει,
εκείνον, τον Λικύμνιο, στην Τίρυνθα όταν πήγε
απ᾽ τα παλάτια της Μιδέας,
30της χώρας τούτης ο οικιστής μες στον θυμό του.
Ο ταραγμένος νους και τον σοφό παραπλανά.
Και πήγε τότε του θεού τη γνώμη να ζητήσει.

Κι ο χρυσομάλλης ο θεός [επωδ. β]
μες απ᾽ του ναού του το ευωδιαστό το άδυτο
του είπε με το καράβι από της Λέρνας την ακτή
ευθύς για την κυματόζωστη τη γη να βάλει πλώρη,
όπου μια μέρα, των θεών ο μέγας βασιλέας
με χρυσό χιόνι ερράντισε την πόλη,
35όταν, χάρη στου Ήφαιστου τις τέχνες,
με χτύπημα από χαλκήλατο πελέκι
η Αθηνά αναπήδησε απ᾽ την κορφή της κεφαλής του Δία
κι αλάλαξε μακρόσυρτη αφήνοντας πολεμική κραυγή,
που έκαμε τον Ουρανό και τη μητέρα Γη να τρέμουν.


20Θα θελήσω γι᾽ αυτούς, ξεκινώντας [στρ. β]
απαρχής, απ᾽ αυτόν τον Τληπόλεμο,
την κοινή ν᾽ ανορθώσω ιστορία
της τρανοδύναμης τούτης γενιάς του Ηρακλή·
γιατί από πατέρα το Δία φημίζουνται
κι Αμυντορίδες από μητέρα Αστυδάμεια.
Άλλα κρέμουνται πλάνες αρίθμητες
στων ανθρώπων τις φρένες τριγύρω
25και δεν είναι να βρει κανείς εύκολο,

ποιό θενά ᾽ναι γι᾽ αυτόν το καλύτερο [αντ. β]
και για τώρα κι αφού πάρει τέλος.
Έτσι κι αυτής της χώρας ο οικιστής
μια φορά, στου θυμού του το ανάβρασμ᾽ απάνω,
μ᾽ ελιάς χτύπησε ράβδο σκληρή το Λικύμνιο,
της Αλκμήνης το νόθο αδερφό,
πού ᾽χε ᾽ρθεί απ᾽ της Μηδέας τα σπίτια στην Τίρυνθα,
30και τον σκότωσε· οι αντράλες του νου
και σοφούς ξεστρατίζουνε ακόμα.
Πήγε λοιπόν να ζητήσει χρησμό απ᾽ το θεό·

κι ο Χρυσοκόμης απ᾽ το άδυτο μέσα [επωδ. β]
του ευωδιασμένου ναού του τον πρόσταξε
ίσα να κάμει πανιά απ᾽ τους Λερναίους γιαλούς
προς τη θαλασσόζωστη ολόγυρα χώρα,
που έναν καιρόν ο μεγάλος των θεών βασιλιάς
έβρεξε απάνω της χιόνι χρυσό,
35τότε που χάρη στην τέχνη του Ηφαίστου
με τη μια του χαλκού πελεκιού του χτυπιά
ξετινάχτηκε μέσα η Αθήνα απ᾽ την κορφή
του πατέρα της Δία αλαλάζοντας
με τέτοια μακρόσυρτη βουή, που την έφριξαν
ο Ουρανός κι η μητέρα μας Γη.