ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
810Τ᾽ Άργος πρώτα χρωστώ και τους θεούς της χώρας
να χαιρετήσω, που μου γένηκαν αιτία
του γυρισμού και της εκδίκησης που πήρα
από την Τροία· γιατ᾽ οι θεοί δεν περιμέναν
κρισολογίες ν᾽ ακούσουνε, μα με μια γνώμη
ρίξαν τους ψήφους των στην κάλπη του θανάτου
για του Ίλιου τη φθορά την ανθρωποχαλάστρα,
ενώ στην άλλη κάλπη μοναχά η ελπίδα
σίμωνε του χεριού, χωρίς να τη γιομίζει.
Τώρ᾽ από τον καπνό γνωρίζεται η χαμένη
ακόμα η πόλη· και του ολέθρου οι μπόρες ζούνε,
ενώ μαζί χωνεύοντας σκορπάει η στάχτη
820γύρω ανεπνιές βαριές απ᾽ τα παλιά τα πλούτη.
Γι᾽ αυτά λοιπόν αξέχαστη χρωστούμε χάρη
να ᾽χουμε στους θεούς, γιατ᾽ εκδικήσαμε έτσι
φριχτά τις αρπαγές και χάρη μιας γυναίκας
την πόλη αφάνισε τ᾽ αργίτικο θηρίο,
ο ασπιδοφόρος ο λαός, του αλόγου η γέννα,
που πήρε φόρα όταν βασίλευεν η Πούλια
και μες στα κάστρα πέφτοντας, τ᾽ ωμό λιοντάρι,
εχόρτασε βασιλικό γλείφοντας αίμα.
Τόσα για τους Θεούς να πω χρωστούσα πρώτα·
830κι όσο για τη δικιά σου γνώμη, μες στη μνήμη
κρατώ όσα μου ᾽πες κι είμαι σύμφωνος με σένα:
αλήθεια λίγοι ανθρώποι το ᾽χουν φυσικό τους
την ευτυχία του φίλου τους να μη φθονούνε·
μα στην καρδιά κατασταλάζει το φαρμάκι
της ζούλιας και διπλαίνει τ᾽ άρρωστου τον πόνο,
που χώρια απ᾽ της δικής του δυστυχίας το βάρος
την ευτυχία του γείτονα βλέπει και σκάνει.
Ξέρω που σου μιλώ· γιατί πολλούς γνωρίζω
που η τόση αγάπη, πὄδειχναν, ήταν μονάχα
840σαν του καθρέφτη ζουγραφιά και σκιάς εικόνα.
Μόν᾽ ο Οδυσσέας, αν και ξεκίνησ᾽ άθελά του,
πρόθυμος, μια που ζεύχτηκε, σύντροφος μού ήταν
και του το μαρτυρώ, καν ζει καν πεθαμένος.
Και τώρα τ᾽ άλλα, για τους θεούς και για την πόλη,
σε σύνοδο κοινή δουλειά μας κάνοντάς το,
μαζί θενά σκεφτούμε· κι ό,τι καλά στέκει
πρέπει να δούμε πώς θα καλομείνει πάντα·
κι ό,τι από γιατρειά και φάρμακα έχει ανάγκη
καίοντας και κόβοντας στοχαστικά με γνώση
850θα δοκιμάσουμε, αν μπορεί, να φύγ᾽ η αρρώστια.
Τώρα στων παλατιών την τιμημένη εστία
πηγαίνω, τους θεούς να προσκυνήσω πρώτα,
που όπως με κατευόδωσαν μ᾽ έφεραν πίσω·
κι η νίκη, μια που ακλούθησε, πάντα ας στεριώσει.
|