Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (734-775)


ΧΟ. πάτερ, φοβοῦμαι, νῆες ὡς ὠκύπτεροι
735 ἥκουσι· μῆκος δ᾽ οὐδὲν ἐν μέσῳ χρόνου.

περίφοβόν μ᾽ ἔχει τάρβος ἐτητύμως [στρ. α]
πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι.
παροίχομαι, πάτερ, δείματι.

ΔΑ. ἐπεὶ τελεία ψῆφος Ἀργείων, τέκνα,
740 θάρσει· μαχοῦνται περὶ σέθεν, σάφ᾽ οἶδ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἐξῶλές ἐστι μάργον Αἰγύπτου γένος
μάχης τ᾽ ἄπληστον· καὶ λέγω πρὸς εἰδότα.

δοριπαγεῖς δ᾽ ἔχοντες κυανώπιδας [ἀντ. α]
νῆας ἔπλευσαν ὧδ᾽ ἐπιτυχεῖ κότῳ
745 πολεῖ μελαγχίμῳ σὺν στρατῷ.

ΔΑ. πολλοὺς δέ γ᾽ εὑρήσουσιν ἐν μεσημβρίας
θάλπει βραχίον᾽ εὖ κατερρινημένους.
ΧΟ. μόνην δὲ μὴ πρόλειπε· λίσσομαι, πάτερ.
γυνὴ μονωθεῖσ᾽ οὐδέν· οὐκ ἔνεστ᾽ Ἄρης.

750 οὐλόφρονες δ᾽ ἐκεῖνοι, δολομήτιδες [στρ. β]
δυσάγνοις φρεσίν, κόρακες ὥστε, βω-
μῶν ἀλέγοντες οὐδέν.

ΔΑ. καλῶς ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτ᾽, ὦ τέκνα,
εἰ σοί τε καὶ θεοῖσιν ἐχθαιροίατο.
755 ΧΟ. οὐ μὴ τριαίνας τάσδε καὶ θεῶν σέβη
δείσαντες ἡμῶν χεῖρ᾽ ἀπόσχωνται, πάτερ.

περίφρονες δ᾽ ἄγαν ἀνιέρῳ μένει [ἀντ. β]
μεμαργωμένοι κυνοθρασεῖς, θεῶν
οὐδὲν ἐπαΐοντες.

760 ΔΑ. ἀλλ᾽ ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν
εἶναι· βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν.
ΧΟ. † ὡς καὶ ματαίων ἀνοσίων τε κνωδάλων
ἔχοντας ὀργάς, χρὴ φυλάσσεσθαι κράτος.

ΔΑ. οὔτοι ταχεῖα ναυτικοῦ στρατοῦ στολή,
765 οὐδ᾽ ὅρμος, οὗ δεῖ πεισμάτων σωτήρια
ἐς γῆν ἐνεγκεῖν, οὐδ᾽ ἐν ἀγκυρουχίαις
θαρσοῦσι ναῶν ποιμένες παραυτίκα,
ἄλλως τε καὶ μολόντες ἀλίμενον χθόνα
ἐς νύκτ᾽ ἀποστείχοντος ἡλίου. φιλεῖ
770 ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ.
οὕτω γένοιτ᾽ ἂν οὐδ᾽ ἂν ἔκβασις στρατοῦ
καλή, πρὶν ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι. σὺ δὲ
φρόνει μὲν ὡς ταρβοῦσα μὴ ἀμελεῖν θεῶν·
πράξας ἀρωγήν· ἄγγελον δ᾽ οὐ μέμψεται
775 πόλις γέρονθ᾽, ἡβῶντα δ᾽ εὐγλώσσῳ φρενί.


ΧΟΡΟΣ
Πατέρα μου, φοβούμαι· τα γοργόφτερά τους
καράβια φτάνουν· κι ώρα πια πολλή δε θέλουν.

Σύγκρυα τρομάρα την καρδιά μού σφίγγει αληθινά,
οι τόσοι αν μ᾽ ωφελήσανε παραδαρμοί και τα φευγιά·
πατέρα, χάνομαι απ᾽ το φόβο!

ΔΑΝΑΟΣ
Μια που το πήραν τέτοια απόφαση οι Αργίτες,
740θάρρος! θα πολεμήσουνε για σας. – το ξέρω.
ΧΟΡΟΣ
Καταραμέν᾽ είν᾽ η θρασειά γενιά του Αιγύπτου
αχόρταγη για πόλεμο — κι αυτό το ξέρεις.

Με τα στεριοδεμένα τους καράβια τα μαυρόπλωρα
η τύχη πρίμα οδήγησε τη μάνητά τους ως εδώ
μ᾽ άλλον πολύ στρατό μαυριδερό.

ΔΑΝΑΟΣ
Πολλούς θα βρουν και δω, πὄχουν σκληροψημένα
τα μπράτσα στου μεσημερνού του ήλιου το κάμα.
ΧΟΡΟΣ
Πατέρα, σε ξορκίζω, μη μ᾽ αφήνεις μόνη
κι η έρμη γυναίκα είναι μηδέν κι αντρειά δεν έχει.

750Επίβουλοι και δολεροί εκείνοι στις ακάθαρτες
καρδιές των μέσα πιότερο δεν έχουν σεβασμό
απ᾽ τα κοράκια των βωμών.

ΔΑΝΑΟΣ
Μ᾽ αυτό θενα ήτανε για μας συμφέρον, τέκνα,
αν έκαναν με σας και τους θεούς εχθρούς των.
ΧΟΡΟΣ
Μα δε θα φοβηθούν αυτές τις τρίαινες, ούτε
των θεών τ᾽ άγια, επάνω μας ν᾽ απλώσουν χέρι·

Ξώφρενοι αυτοί, μ᾽ ανίερη γιομάτοι αποκοτιά
κι αδιαντροπιά σαν τα ξετσίπωτα σκυλιά
τ᾽ αυτί τους για θεούς δε ᾽δρώνει.

ΔΑΝΑΟΣ
760Μα τα σκυλιά νικούν οι λύκοι, λέει ο λόγος,
και του παπύρου τον καρπό νικάει το αστάχι.
ΧΟΡΟΣ
Μια που απ᾽ τη φύση ανήμερα κι άθεα θεριά ᾽ναι,
πρέπει να φυλαγόμαστε τη δύναμή τους.

ΔΑΝΑΟΣ
Δεν είναι τόσο γρήγορες οι ετοιμασίες
και τ᾽ άραγμα του ναυτικού στρατού· μα πρέπει
σίγουρα στη στεριά και γούμενες να δέσουν
κι αφού ρίξουν τις άγκυρες, πάλι έτσι αμέσως
των καραβιών οι κυβερνήτες δε ξεγνοιάζουν
και μάλιστα όταν σε στεριά χωρίς λιμάνι
φτάσουνε κι ώρα, που στη νύχτα γέρνει ο ήλιος·
770και σ᾽ ένα γνωστικό καραβοκύρη η νύχτα
έγνοιες πάντα γεννά κι ουδέ να ξεμπαρκάρει
θα μπορέσει ο στρατός, πριν πρώτ᾽ ασφαλιστούνε
σ᾽ αραξοβόλια σίγουρα· λοιπόν συ να ᾽χεις
το νου σου, τους θεούς να μη ξεχνάς μονάχα
μέσα στο φόβο σου· κι εγώ θενα γυρίσω
με τη βοήθεια γρήγορα, που πάω να πάρω·
και λέω να μην καταφρονέσει η πόλη εμένα,
γέρο στα χρόνια μα σε νου και γλώσσα νέο.