Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (856-901)


ΘΗ. ἔα ἔα·
τί δή ποθ᾽ ἥδε δέλτος ἐκ φίλης χερὸς
ἠρτημένη; θέλει τι σημῆναι νέον;
ἀλλ᾽ ἦ λέχους μοι καὶ τέκνων ἐπιστολὰς
ἔγραψεν ἡ δύστηνος, ἐξαιτουμένη;
860 θάρσει, τάλαινα· λέκτρα γὰρ τὰ Θησέως
οὐκ ἔστι δῶμά θ᾽ ἥτις εἴσεισιν γυνή.
καὶ μὴν τύποι γε σφενδόνης χρυσηλάτου
τῆς οὐκέτ᾽ οὔσης οἵδε προσσαίνουσί με.
φέρ᾽ ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων
865 ἴδω τί λέξαι δέλτος ἥδε μοι θέλει.
ΧΟ. φεῦ φεῦ, τόδ᾽ αὖ νεοχμὸν ἐκδοχαῖς
ἐπεισφρεῖ θεὸς κακόν· †ἐμοὶ [μὲν οὖν ἀβίοτος βίου]
τύχα πρὸς τὸ κρανθὲν εἴη τυχεῖν·†
ὀλομένους γάρ, οὐκέτ᾽ ὄντας, λέγω,
870 φεῦ φεῦ, τῶν ἐμῶν τυράννων δόμους.
[ὦ δαῖμον, εἴ πως ἔστι, μὴ σφήληις δόμους,
αἰτουμένης δὲ κλῦθί μου· πρὸς γάρ τινος
οἰωνὸν ὥστε μάντις εἰσορῶ κακόν.]
ΘΗ. οἴμοι, τόδ᾽ οἷον ἄλλο πρὸς κακῶι κακόν,
875 οὐ τλητὸν οὐδὲ λεκτόν· ὦ τάλας ἐγώ.
ΧΟ. τί χρῆμα; λέξον, εἴ τί μοι λόγου μέτα.
ΘΗ. βοᾶι βοᾶι δέλτος ἄλαστα· πᾶι φύγω
βάρος κακῶν; ἀπὸ γὰρ ὀλόμενος οἴχομαι,
οἷον οἷον εἶδον γραφαῖς μέλος
880 φθεγγόμενον τλάμων.
ΧΟ. αἰαῖ, κακῶν ἀρχηγὸν ἐκφαίνεις λόγον.
ΘΗ. τόδε μὲν οὐκέτι στόματος ἐν πύλαις
καθέξω δυσεκπέρατον ὀλοὸν
κακόν· ἰὼ πόλις.
885 Ἱππόλυτος εὐνῆς τῆς ἐμῆς ἔτλη θιγεῖν
βίαι, τὸ σεμνὸν Ζηνὸς ὄμμ᾽ ἀτιμάσας.
ἀλλ᾽, ὦ πάτερ Πόσειδον, ἃς ἐμοί ποτε
ἀρὰς ὑπέσχου τρεῖς, μιᾶι κατέργασαι
τούτων ἐμὸν παῖδ᾽, ἡμέραν δὲ μὴ φύγοι
890 τήνδ᾽, εἴπερ ἡμῖν ὤπασας σαφεῖς ἀράς.
ΧΟ. ἄναξ, ἀπεύχου ταῦτα πρὸς θεῶν πάλιν,
γνώσηι γὰρ αὖθις ἀμπλακών· ἐμοὶ πιθοῦ.
ΘΗ. οὐκ ἔστι. καὶ πρός γ᾽ ἐξελῶ σφε τῆσδε γῆς,
δυοῖν δὲ μοίραιν θατέραι πεπλήξεται·
895 ἢ γὰρ Ποσειδῶν αὐτὸν εἰς Ἅιδου δόμους
θανόντα πέμψει τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων
ἢ τῆσδε χώρας ἐκπεσὼν ἀλώμενος
ξένην ἐπ᾽ αἶαν λυπρὸν ἀντλήσει βίον.
ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ αὐτὸς παῖς σὸς ἐς καιρὸν πάρα
900 Ἱππόλυτος· ὀργῆς δ᾽ ἐξανεὶς κακῆς, ἄναξ
Θησεῦ, τὸ λῶιστον σοῖσι βούλευσαι δόμοις.


ΘΗΣ. Ε! Ε!
Σαν τί ᾽ναι αυτό το γράμμα, που απ᾽ το χέρι
τ᾽ αγαπημένο κρέμεται; Κανένα
κακό καινούργιο μάς μηνάει; Ή κάτι
παραγγέλνει σ᾽ εμέ και τα παιδιά μας;
860Σύχασε κακομοίρα. Άλλη γυναίκα
δε θα μπει στο κρεβάτι του Θησέα!
Μα το μάτι μου πήρε του χρυσού της
δαχτυλιδιού τη βούλα στο γραφτό της.
Φέρε να ξετυλίξουμε το δέμα
να ιδούμε τί το γράμμα της μας λέει.
ΧΟΡ. Πωπώ!
Άλλο πάλι θεοτικό
χτύπημα μας βρήκε. Τώρα
είναι αζώητ᾽ η ζωή μου!
Πάει, χαλάστηκε του αφέντη
870—ώχου κι ώχου μου — το σπίτι!
Λυπήσου, θε μου, μη μας το γκρεμίσεις!
Τα παρακάλια μου άκου τα! Μαντεύω,
κακό μεγάλο από κακά σημάδια.
ΘΗΣ. Αχ, συφορές, η μια πάνου στην άλλη!
Αβάσταγη κι ανείπωτ᾽ η καινούργια!
ΚΟΡ. Τί πράμα; Πε μου, αν στέκει να τ᾽ ακούσω!
ΘΗΣ. Φωνάζει τρομερά η γραφή, φωνάζει!
Πού να φύγω, για να σωθώ απ᾽ το χτύπημα
τ᾽ ασήκωτο! Πάει χάθηκα!
Θανάσιμο είναι μοιρολόγι
880για μέ το δύστυχο το γράμμα!
ΚΟΡ. Πολύ κακό μηνάει αυτός σου ο λόγος!
ΘΗΣ.
Δε θα κρατήσει το στόμα μου
τούτο τ᾽ ολέθριο, αξεπέραστο
ντρόπιασμα, ω πόλη!

Ν᾽ απλώσει χέρι τόλμησε ο Ιππόλυτος
με τη βία στο κρεβάτι μου, χωρίς
τ᾽ άγιο μάτι του Δία να φοβηθεί.
Πατέρα Ποσειδώνα, μου ᾽χεις τάξει,
τρία πράματ᾽ αν ζητήσω, να τα κάνεις.
Κάνε μου τώρα τούτο: να σκοτώσεις
το γιο μου, πριν τελειώσει τούτ᾽ η μέρα,
890αν είναι αλήθεια τα ταξίματά σου.
ΚΟΡ. Βασιλιά, πάρε πίσω την κατάρα σου,
γιατί θα ιδείς μια μέρα πως γελάστηκες!
ΘΗΣ. Δε γίνεται! Και θα τον διώξω ακόμα
κι απ᾽ την πατρίδα κι έτσι έν᾽ απ᾽ τα δυο
τα κατά θα τον εύρει: ή ο Ποσειδώνας
θα τον στείλει νεκρόν στον Κάτου Κόσμο,
ακούοντας την κατάρα μου, ή διωγμένος
σε ξένες χώρες θα πλανιέται ξένος,
ώσπου ο θλιβερός βίος του να τελειώσει.
ΚΟΡ. Μα, νά τονε στην ώρα φτάνει ο γιος σου,
900ο Ιππόλυτος! Χαλάρωσε, Θησέα,
την οργή σου και σκέψου το καλύτερο
για σένα και το σπίτι σου.