ΘΗΣ. Ε! Ε!
Σαν τί ᾽ναι αυτό το γράμμα, που απ᾽ το χέρι
τ᾽ αγαπημένο κρέμεται; Κανένα
κακό καινούργιο μάς μηνάει; Ή κάτι
παραγγέλνει σ᾽ εμέ και τα παιδιά μας;
860Σύχασε κακομοίρα. Άλλη γυναίκα
δε θα μπει στο κρεβάτι του Θησέα!
Μα το μάτι μου πήρε του χρυσού της
δαχτυλιδιού τη βούλα στο γραφτό της.
Φέρε να ξετυλίξουμε το δέμα
να ιδούμε τί το γράμμα της μας λέει.
ΧΟΡ. Πωπώ!
Άλλο πάλι θεοτικό
χτύπημα μας βρήκε. Τώρα
είναι αζώητ᾽ η ζωή μου!
Πάει, χαλάστηκε του αφέντη
870—ώχου κι ώχου μου — το σπίτι!
Λυπήσου, θε μου, μη μας το γκρεμίσεις!
Τα παρακάλια μου άκου τα! Μαντεύω,
κακό μεγάλο από κακά σημάδια.
ΘΗΣ. Αχ, συφορές, η μια πάνου στην άλλη!
Αβάσταγη κι ανείπωτ᾽ η καινούργια!
ΚΟΡ. Τί πράμα; Πε μου, αν στέκει να τ᾽ ακούσω!
ΘΗΣ. Φωνάζει τρομερά η γραφή, φωνάζει!
Πού να φύγω, για να σωθώ απ᾽ το χτύπημα
τ᾽ ασήκωτο! Πάει χάθηκα!
Θανάσιμο είναι μοιρολόγι
880για μέ το δύστυχο το γράμμα!
ΚΟΡ. Πολύ κακό μηνάει αυτός σου ο λόγος!
ΘΗΣ.
Δε θα κρατήσει το στόμα μου
τούτο τ᾽ ολέθριο, αξεπέραστο
ντρόπιασμα, ω πόλη!
Ν᾽ απλώσει χέρι τόλμησε ο Ιππόλυτος
με τη βία στο κρεβάτι μου, χωρίς
τ᾽ άγιο μάτι του Δία να φοβηθεί.
Πατέρα Ποσειδώνα, μου ᾽χεις τάξει,
τρία πράματ᾽ αν ζητήσω, να τα κάνεις.
Κάνε μου τώρα τούτο: να σκοτώσεις
το γιο μου, πριν τελειώσει τούτ᾽ η μέρα,
890αν είναι αλήθεια τα ταξίματά σου.
ΚΟΡ. Βασιλιά, πάρε πίσω την κατάρα σου,
γιατί θα ιδείς μια μέρα πως γελάστηκες!
ΘΗΣ. Δε γίνεται! Και θα τον διώξω ακόμα
κι απ᾽ την πατρίδα κι έτσι έν᾽ απ᾽ τα δυο
τα κατά θα τον εύρει: ή ο Ποσειδώνας
θα τον στείλει νεκρόν στον Κάτου Κόσμο,
ακούοντας την κατάρα μου, ή διωγμένος
σε ξένες χώρες θα πλανιέται ξένος,
ώσπου ο θλιβερός βίος του να τελειώσει.
ΚΟΡ. Μα, νά τονε στην ώρα φτάνει ο γιος σου,
900ο Ιππόλυτος! Χαλάρωσε, Θησέα,
την οργή σου και σκέψου το καλύτερο
για σένα και το σπίτι σου.
|