Ενώ κάνουνε να φύγουν, ανοίγει λίγο η πόρτα και μισοβγάζει το κεφάλι του ο Γέρος.
ΓΕΡ. Μείνε, ξένε· εσύ, το εγγόνι του Αιακού· σ᾽ εσέ μιλώ,
γιε θεάς. Της Λήδας κόρη, και για σε το λέω αυτό.
ΑΧΙ. Ποιός μισοάνοιξε και τόσο φοβισμένος με καλεί;
ΓΕΡ. Δούλος· δε μ᾽ αφήνει η τύχη να καυκιέμαι όσο γι᾽ αυτό.
ΑΧΙ. Τίνος; όχι απ᾽ τους δικούς μου· θα ᾽σαι του Αγαμέμνονα.
860ΓΕΡ. Της κυράς που εδώ ᾽ναι· μ᾽ έχει πάρει απ᾽ τον πατέρα της.
ΑΧΙ. Μένω· λέγε μου τί θέλεις· γιατί μου ᾽πες να σταθώ;
ΓΕΡ. Έξω από την πόρτα είν᾽ άλλος; είστε μόνοι εσείς οι δυο;
ΑΧΙ. Μόνοι· μίλα· κι έβγ᾽ απέξω απ᾽ τη σκηνή του βασιλιά.
ΓΕΡ. Τύχη θεά, κι ω πρόβλεψή μου, σώσε αυτούς που θέλω εγώ.
ΑΧΙ. Μεγαλόστομός σου ο λόγος· θα μας πάει πολύ μακριά.
ΚΛΥ. Νά, το χέρι μου σου δίνω· μη διστάζεις· μίλησε.
ΓΕΡ. Ξέρεις τί είμαι, κι αν εσένα και τα τέκνα σου αγαπώ.
ΚΛΥ. Ξέρω πως παλιός εσύ ᾽σαι του σπιτιού μου δουλευτής.
ΓΕΡ. Πως για προίκα σου με πήρε ο άντρας σου και βασιλιάς.
870ΚΛΥ. Πάντα ησουν δικός μου, αφότου στ᾽ Άργος με συνόδεψες.
ΓΕΡ. Ναι. Και πρώτα εσέ αγαπάω κι έπειτα τον άντρα σου.
ΚΛΥ. Ό,τι ᾽ναι να πεις, για πες το τελοσπάντων ξέσκεπα.
ΓΕΡ. Της κοπέλας σου ο γονιός της ο ίδιος θα γινεί φονιάς.
ΚΛΥ. Με ποιόν τρόπο; κούφια η ώρα, γέροντα· τρελάθηκες;
ΓΕΡ. Το λευκό λαιμό της δόλιας κόβοντας με το σπαθί.
ΚΛΥ. Συμφορά σ᾽ εμέ! Του αντρός μου σάλεψε λοιπόν ο νους;
ΓΕΡ. Για την κόρη και για σένα· σε όλα τ᾽ άλλα είναι γερός.
ΚΛΥ. Ποιός ο λόγος; ποιός τον σπρώχνει μαύρος δαίμονας σ᾽ αυτό;
ΓΕΡ. Θείος χρησμός, ως λέει ο Κάλχας, για να κινηθεί ο στρατός.
880ΚΛΥ. Για πού; Δόλια εγώ. Κι εκείνη, θύμα του πατέρα της!
ΓΕΡ. Για την Τροία· να πάρει πίσω την Ελένη ο άντρας της.
ΚΛΥ. Η Ιφιγένεια θα πλερώσει το δικό της γυρισμό;
ΓΕΡ. Ναι· στην Άρτεμη την κόρη θα προσφέρει ο κύρης της.
ΚΛΥ. Για ένα γάμο εδώ απ᾽ το σπίτι μ᾽ έφερε· τί σήμαινε;
ΓΕΡ. Με χαρά την κόρη, ως νύφη του Αχιλλέα, για να ᾽φερνες.
ΚΛΥ. Ήρθαμε για το χαμό μας, θυγατέρα μου, κι οι δυο.
ΓΕΡ. Τί καημός και για τις δυο σας! Κι ο άντρας σου τί αποκοτιά!
ΚΛΥ. Χάθηκα η φτωχιά· τα δάκρυα να κρατήσω δεν μπορώ.
ΓΕΡ. Κλάψε, κλάψε· είναι μεγάλος πόνος του παιδιού ο χαμός.
890ΚΛΥ. Μα εσύ, γέρο, πώς τα ξέρεις όλ᾽ αυτά; πού τα ᾽μαθες;
ΓΕΡ. Είχα ξεκινήσει, γράμμα να σου φέρω δεύτερο.
ΚΛΥ. Που ᾽λεγε να φέρω ή όχι το κορίτσι στη σφαγή;
ΓΕΡ. Έλεγε όχι· ο άντρας σου ήταν λογικός την ώρ᾽ αυτή.
ΚΛΥ. Πώς, αφού είχες τέτοιο γράμμα, δε μου το ᾽δινες λοιπόν;
ΓΕΡ. Ο Μενέλαος μου το πήρε· νά η αιτία των συμφορών.
ΚΛΥ. Του Πηλέα ω γιε, ω της κόρης του Νηρέα, τ᾽ ακούς αυτά;
ΑΧΙ. Δύστυχη είσαι· μα ό,τι κάμαν και σ᾽ εμέ δεν το αψηφώ.
ΚΛΥ. Με το γάμο σου για δόλο μού σκοτώνουν το παιδί.
ΑΧΙ. Λέω: κακή του αντρός σου η πράξη· κι η καρδιά μου είναι βαριά.
900ΚΛΥ. Δε θα το ντραπώ να πέσω, γιε θεάς, εγώ η θνητή
μπρος σου ικέτισσα· τί θέλω να μεγαλοπιάνομαι;
Πάνω απ᾽ του παιδιού την έγνοια ποιά μού είν᾽ άλλη πιο τρανή;
Στην κακοτυχιά μου γίνε, γιε θεάς, εσύ βοηθός,
και σ᾽ αυτήν που ταίρι σου είπαν…, ψέματα, μα τί μ᾽ αυτό;
Με στεφάνι για δικιά σου νύφη εγώ την έφερνα·
τώρα, για σφαγή· ψεγάδια θ᾽ ακουστούν για σένα, που
δεν τη βόηθησες· στου γάμου κι αν δεν μπήκες το ζυγό,
της κακόμοιρης κοπέλας άντρα ωστόσο σε είπανε.
Στη μητέρα σου, στο χέρι το δεξί, στο γένι σου…
910Τ᾽ όνομά σου με συντρίβει, μην το αφήσεις έκθετο.
Πού βωμός για με; το μόνο καταφύγιο μου είσ᾽ εσύ·
συγγενής κανείς· η στάση του Αγαμέμνονα άκουσες
τί σκληρή κι απόκοτη είναι· κι ήρθα, μια γυναίκα εγώ,
σε ναυτών στρατό, όπως βλέπεις, απειθάρχητο, χωρίς
οίχτο για τη δυστυχία· μα είναι, αν θέλει, χρήσιμος.
Αν το χέρι σου ν᾽ απλώσεις πάνωθέ μου εσύ δεχτείς,
θα σωθούμε· αν όχι, τότε δεν υπάρχει λυτρωμός.
|