ΧΟΡ. Έλα, καλή μου, σύρε τον χορό,
860πήδα πασίχαρη στα ουράνια
μ᾽ ανάλαφρο ποδάρι σαν ελάφι.
Νίκησ᾽ ο αδερφός σου παίρνοντας
στεφάνι πιο ακριβό από κείνα
που οι αθλητές πλάι στα νερά
του Αλφειού κερδίζουνε. Τραγούδα
τραγούδι νικητήριο στον χορό μου.
ΗΛΕ. Ω! φέγγος, ω! του ήλιου αρματοφόρα
φλόγα, κι ω! γης, ω! νύχτα, που μονάχα εσένα
θωρούσα, τώρα λεύτερα έχω μάτια
να βλέπω, γιατί ο Αίγισθος εχάθη,
ο φονιάς του γονιού μου. Εμπρός, όσα στολίδια
870για τα μαλλιά στο σπίτι μου φυλάγω,
φίλες μου, θα τα φέρω να στολίσω
του νικητή αδερφού μου το κεφάλι.
(Μπαίνει μέσα.)
ΧΟΡ. Φέρε στολίδια εσύ για κείνον·
και τον δικό μας δεν θα πάψουμε χορό
τον ποθητό στις Μούσες. Τώρα
στη χώρα οι πρώτοι βασιλεύουν
αγαπημένοι βασιλιάδες, δίκαια
τους άνομους γκρεμίζοντας ετούτους.
Εμπρός, ας συνοδέψει τη χαρά μου
και της φλογέρας ο αχός.
(Η Ηλέκτρα βγαίνει από το καλύβι· ταυτόχρονα έρχονται ο Ορέστης, ο Πυλάδης και οι ακόλουθοί τους που μεταφέρουν τον νεκρό Αίγισθο.)
880ΗΛΕ. Ω! δοξασμένε Ορέστη, γιε του δοξασμένου
που νίκησε μπροστά στης Τροίας το κάστρο,
δέξου για τα μαλλιά σου τα στεφάνια
τούτα. Δεν γύρισες στο σπίτι έχοντας τρέξει
δρόμο έξι πλέθρα σ᾽ άχρηστον αγώνα,
μα τον εχθρό μας Αίγισθο σκοτώνοντας,
που έσφαξε τον πατέρα μας. Πυλάδη,
ο σύντροφός του εσύ, που σ᾽ έχει θρέψει
άντρας θεοφοβούμενος, δικό σου
νά, το στεφάνι τούτο· στον αγώνα
ίσο μερίδιο αξίζει και σ᾽ εσένα.
Πάντοτε να σας βλέπω ευτυχισμένους.
890ΟΡΕ. Τους θεούς να λογαριάζεις πρώτα, Ηλέκτρα,
για οδηγούς σ᾽ αυτήν την καλή μοίρα·
έπειτα παίνεψε κι εμένα που είμαι
των θεών και της τύχης υπηρέτης.
Τον Αίγισθο έχω σφάξει κι ήρθα·
δεν είναι κούφια λόγια μόνο, μα έργο.
Κι αυτό σού λέω για να με πιστέψεις·
τον ίδιο τον νεκρό σού φέρνω τώρα,
που, αν θέλεις, ή τον ρίχνεις να τον φάνε
τ᾽ αγρίμια ή σε παλούκι αφού τον μπήξεις,
στήσ᾽ τον να τον σπαράξουνε τα όρνια,
του αιθέρα τα παιδιά· σκλάβος σου τώρα
γίνηκε αυτός που αφέντη σου τον λέγαν.
|