(Βγαίνει με ακόλουθες η Θεονόη.)
ΘΕΟΝΟΗ
Πήγαινε μπρος εσύ να μου φωτίζεις
και κατά την πρεπούμενη συνήθεια
μες στον αιθέρα ανέμιζε το θειάφι,
για να ᾽ρθουν τ᾽ ουρανού πνοές καθάριες·
με τη φωτιά καθάρισε τον δρόμο,
ανόσιο αν τον μόλυνε ποδάρι,
και τον δαυλό μπροστά μου δώθε κείθε
870κούνησε να περάσω. Έτσι τιμώντας
τους θεούς, όπως ορίζω, πάλι μέσα
την ιερή να πάτε φλόγα. Ελένη,
τί λες για τα μαντέματά μου; Νά τος
ο άντρας σου ο Μενέλαος, έχει χάσει
το είδωλό σου κι όλα τα καράβια.
Ξέφυγες συμφορές, δυστυχισμένε,
κι ήρθες χωρίς να ξέρεις αν θα μείνεις
ή θα γυρίσεις πίσω στην πατρίδα·
υπάρχει αμάχη στους θεούς για σένα,
θα συναχτούν τη μέρα αυτή κι ο Δίας
θα λάβει την απόφασή του. Η Ήρα,
880που πρώτα σε κατέτρεχε, σε στέργει
τώρα και θέλει να γυρίσεις πάλι
στον τόπου σου μ᾽ αυτήν κι όλη η Ελλάδα
να μάθει πως του Πάρη ο γάμος, δώρο
της Αφροδίτης, ήταν ένα ψέμα·
η Κύπριδα γυρεύει να εμποδίσει
τον γυρισμό σου, για να μη φανεί έτσι
πως με τον μάταιο γάμο της Ελένης
της ομορφιάς επήρε το βραβείο.
Η τύχη σου όμως κρέμεται από μένα·
στον αδερφό μου άμα σε φανερώσω,
χάθηκες, που το θέλει κι η Αφροδίτη,
κι αν πάω με την Ήρα, θα σε σώσω
890σωπαίνοντας παρά την προσταγή του,
να του το πω στη χώρα όταν θα φτάσεις.
Γιά να σιγουρευτώ κι εγώ, ποιός τάχα
θα τρέξει να του πει τον ερχομό του;
|