Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἀνδρομάχη (879-919)


ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἀλλόχρως τις ἔκδημος ξένος
880σπουδῇ πρὸς ἡμᾶς βημάτων πορεύεται.
ΟΡΕΣΤΗΣ
ξέναι γυναῖκες, ἦ τάδ᾽ ἔστ᾽ Ἀχιλλέως
παιδὸς μέλαθρα καὶ τυραννικαὶ στέγαι;
ΧΟ. ἔγνως· ἀτὰρ δὴ τίς ‹σὺ› πυνθάνῃ τάδε;
ΟΡ. Ἀγαμέμνονός τε καὶ Κλυταιμήστρας τόκος,
885ὄνομα δ᾽ Ὀρέστης· ἔρχομαι δὲ πρὸς Διὸς
μαντεῖα Δωδωναῖ᾽. ἐπεὶ δ᾽ ἀφικόμην
Φθίαν, δοκεῖ μοι ξυγγενοῦς μαθεῖν περὶ
γυναικός, εἰ ζῇ κεὐτυχοῦσα τυγχάνει
ἡ Σπαρτιᾶτις Ἑρμιόνη· τηλουρὰ γὰρ
890ναίουσ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν πεδί᾽ ὅμως ἐστὶν φίλη.
ΕΡ. ὦ ναυτίλοισι χείματος λιμὴν φανεὶς
Ἀγαμέμνονος παῖ, πρός σε τῶνδε γουνάτων,
οἴκτιρον ἡμᾶς ὧν ἐπισκοπεῖς τύχας,
πράσσοντας οὐκ εὖ. στεμμάτων δ᾽ οὐχ ἥσσονας
895σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας ἐμάς.
ΟΡ. ἔα·
τί χρῆμα; μῶν ἐσφάλμεθ᾽ ἢ σαφῶς ὁρῶ
δόμων ἄνασσαν τήνδε Μενέλεω κόρην;
ΕΡ. ἥνπερ μόνην γε Τυνδαρὶς τίκτει γυνὴ
Ἑλένη κατ᾽ οἴκους πατρί· μηδὲν ἀγνόει.
900ΟΡ. ὦ Φοῖβ᾽ ἀκέστορ, πημάτων δοίης λύσιν.
τί χρῆμα; πρὸς θεῶν ἢ βροτῶν πάσχεις κακά;
ΕΡ. τὰ μὲν πρὸς ἡμῶν, τὰ δὲ πρὸς ἀνδρὸς ὅς μ᾽ ἔχει,
τὰ δ᾽ ἐκ θεῶν του· πανταχῇ δ᾽ ὀλώλαμεν.
ΟΡ. τίς οὖν ἂν εἴη μὴ πεφυκότων γέ πω
905παίδων γυναικὶ συμφορὰ πλὴν ἐς λέχος;
ΕΡ. τοῦτ᾽ αὐτὸ καὶ νοσοῦμεν· εὖ μ᾽ ὑπηγάγου.
ΟΡ. ἄλλην τιν᾽ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις;
ΕΡ. τὴν αἰχμάλωτον Ἕκτορος ξυνευνέτιν.
ΟΡ. κακόν γ᾽ ἔλεξας, δίσσ᾽ ἕν᾽ ἄνδρ᾽ ἔχειν λέχη.
910ΕΡ. τοιαῦτα ταῦτα. κᾆτ᾽ ἔγωγ᾽ ἠμυνάμην.
ΟΡ. μῶν ἐς γυναῖκ᾽ ἔρραψας οἷα δὴ γυνή;
ΕΡ. φόνον γ᾽ ἐκείνῃ καὶ τέκνῳ νοθαγενεῖ.
ΟΡ. κἄκτεινας, ἤ τις συμφορά σ᾽ ἀφείλετο;
ΕΡ. γέρων γε Πηλεύς, τοὺς κακίονας σέβων.
915ΟΡ. σοὶ δ᾽ ἦν τις ὅστις τοῦδ᾽ ἐκοινώνει φόνου;
ΕΡ. πατήρ γ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀπὸ Σπάρτης μολών.
ΟΡ. κἄπειτα τοῦ γέροντος ἡσσήθη χερί;
ΕΡ. αἰδοῖ γε· καί μ᾽ ἔρημον οἴχεται λιπών.
ΟΡ. συνῆκα· ταρβεῖς τοῖς δεδραμένοις πόσιν.


ΧΟΡΟΣ
Νά κάποιος ξένος με παράξενη θωριά
880που έρχεται κατά δω με γοργό βήμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ (Προς τον Χορό.)
Καλές μου, αυτά είναι τα παλάτια, πέστε μου,
του γιου του Αχιλλέα, το σπίτι
που κατοικεί;
ΧΟΡΟΣ
Ναι, μα ποιός είσαι που ρωτάς;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λέγομαι Ορέστης κι είμαι γιος του Αγαμέμνονα
και της Κλυταιμνήστρας. Πηγαίνω στο μαντείο
του Διός, στη Δωδώνη. Και φθάνοντας στη Φθία,
σκέφτηκα νά ᾽ρθω ίσαμ᾽ εδώ να μάθω
για μια συγγένισσά μου, αν ζει
κι αν είν᾽ ευτυχισμένη
η Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη.
Γιατί, κι αν κατοικεί σε χώρα μακρινή,
890την αγαπούμε.
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ω τέκνο του Αγαμέμνονα
που φάνηκες καθώς λιμάνι σε θαλασσινούς
μες στη φουρτούνα, στα πόδια σου προσπέφτω.
Λυπήσου με, που βλέπεις πόσο τυραννιέμαι,
από ποιά δυστυχία. Τα χέρια μου αποθέτω
στα γόνατά σου, σαν κλαδιά ικεσίας.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι δα! τί συμβαίνει; Μήπως έκανα λάθος,
ή βλέπω καθαρά τη βασίλισσα
του παλατιού, του Μενελάου την κόρη;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ναι, τη μοναχοκόρη που του γέννησε
στο πατρικό του ανάκτορο η Ελένη,
η θυγατέρα του Τυνδάρου· δεν ελάθεψες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
900Ω Φοίβε παραστάτη, βόηθα την.
Από θεούς, ή από ανθρώπους υποφέρεις;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Σε άλλα το φταίξιμο δικό μου, σε άλλα του άντρα μου·
άλλα οι θεοί τα θέλησαν· από παντού ο χαμός.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα τί συμβαίνει; Αφού, ακόμα, παιδιά
δεν έχεις αποχτήσει, τί άλλο μπορεί να ᾽ναι
για μια γυναίκα η συμφορά, παρά ν᾽ αδικηθεί
στον έρωτά της;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Μάντεψες σωστά.
Αυτό ακριβώς συνέβηκε σε μένα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άλλη γυναίκα προτιμά από σένα ο άντρας σου;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ναι, μιαν αιχμάλωτη, του Έκτορα το ταίρι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πολύ κακό να ᾽χει ένας άντρας δυο γυναίκες.
ΕΡΜΙΟΝΗ
910Σωστά. Γι᾽ αυτό κι εγώ εκδικήθηκα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Της έστησες καμιά παγίδα, σαν γυναίκα που είσαι;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Θέλησα να σκοτώσω και την ίδια
και το νόθο παιδί της.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και το ᾽καμες,
ή έτυχε κάτι που σ᾽ εμπόδισε;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ο Πηλέας, τιμώντας την κατώτερή μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι ήταν κανείς που θα βοηθούσε για να πράξεις
το φονικό;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Ναι, βέβαια, ο πατέρας μου,
που ήρθε απ᾽ τη Σπάρτη, επίτηδες γι᾽ αυτό.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τον ενίκησε του γέροντα το χέρι;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Τον νίκησε η ντροπή και, φεύγοντας, μ᾽ άφησε μόνη.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κατάλαβα. Τον άντρα σου φοβάσαι για όσα γίνηκαν.