ΕΞΟΔΟΣ ΚΟΡ. Άδμητε, έρχεται κάποιος στο παλάτι·
ο γιος είναι, νομίζω, της Αλκμήνης.
Έρχεται ο Ηρακλής συνοδεύοντας μια γυναίκα πεπλοσκέπαστη από πάνω ως κάτω.
ΗΡΑ. Πρέπει ανοιχτά στους φίλους να μιλούμε,
Άδμητε, κι όχι το παράπονό μας
κρυφά να το κρατούμε στην καρδιά μας.
1010Εγώ είχα την αξίωση, μια και δίπλα
στη συμφορά σου βρέθηκα, ν᾽ αφήσεις
να δείξω ότ᾽ είμαι φίλος σου, μα εσύ
για την κηδεία δε μου ᾽πες της κυράς σου
και με φιλοξενούσες εδώ μέσα,
για ξένη συμφορά σα να γνοιαζόσουν.
Και σπονδές στους θεούς, στεφανωμένος,
έκανα εγώ, σε σπίτι που είχε πένθος.
Το ᾽χω παράπονο, όμως κι άλλη λύπη
στη λύπη σου δε θέλω να προσθέσω.
Τώρα άκουσε γιατί ήρθα πίσω. Τούτη
1020τη γυναίκα για μένα φύλαξε, ώσπου,
το ρήγα αφού σκοτώσω των Βιστόνων,
πίσω να ᾽ρθω με τ᾽ άλογα της Θράκης.
Αν σκοτωθώ —που κούφια να ᾽ναι η ώρα—
ας μείνει για δουλεύτρα του σπιτιού σου.
Κουράστηκα πολύ να την κερδίσω·
δημόσιο αγώνα κάποιοι αθλοθετούσαν,
έργο άξιο για αθλητές, κι αυτή την πήρα
για νίκης έπαθλο· ήταν τα βραβεία,
1030για τα ελαφρά αγωνίσματα άλογα· όσοι
θα νικούσαν σε πάλη ή πυγμαχία
βοδιών κοπάδια θα ᾽παιρναν· κατόπι
ερχόταν η γυναίκα· μια κι η τύχη
μ᾽ έφερ᾽ εκεί, θα ᾽ταν ντροπή να χάσω
τέτοιο ένα κέρδος και μια τέτοια δόξα.
Ανάλαβέ τη εσύ, το ξαναλέω·
την κέρδισα με ιδρώτα, δεν την έκλεψα·
με τον καιρό, κι εσύ θα συμφωνήσεις.
ΑΔΜ. Αν σου ᾽κρυψα, Ηρακλή, τη συμφορά μου,
αψηφισιά δεν ήταν ούτε κι έχθρα·
μα πόνο εγώ θα πρόσθετα στον πόνο,
1040αν σε άλλου φίλου πήγαινες το σπίτι·
μου ᾽φτανε που θρηνούσα τον καημό μου.
Όσο για τη γυναίκ᾽ αυτή, άρχοντά μου,
θερμοπαρακαλώ, κι αν είναι τρόπος,
ανάθεσε τη φύλαξή της σε άλλον
κανένα Θεσσαλό, που να μην είναι
στη θλιβερή μου θέση· κι έχεις φίλους
πολλούς Φεραίους· μη μου θυμίζεις πίκρες.
Πώς να τη βλέπω εδώ και να μην κλαίω;
Κι άλλον καημό μη βάλεις στον καημό μου·
η συμφορά μου είναι βαριά· μου φτάνει.
Και πού να μείνει εδώ μια νέα γυναίκα;
1050Τη δείχνουν νέα τα ρούχα, τα στολίδια…
Να μένει εκεί που μένουν άντρες; Ξέρεις
αγνή αν θα κρατηθεί, ως θα τριγυρίζει
μες στους νεαρούς; Δε συγκρατιέται η νιότη.
Κι εγώ, Ηρακλή μου, γνοιάζομαι για σένα.
Να μπει στης πεθαμένης τον κοιτώνα;
Πώς να τη βάλω στο κρεβάτι εκείνης;
Θα ᾽χω διπλή κατακραυγή: απ᾽ τον κόσμο,
που ίσως θα πει πως σε άλλης πέφτω στρώμα
προδίνοντας αυτή που μ᾽ έχει σώσει,
1060κι από την ίδια εκείνη· της οφείλω
σεβασμό, και το νου μου πρέπει να έχω.
Εσύ, κοπέλα, όποια κι αν είσαι, μοιάζεις
πάρα πολύ στο ανάστημα, στο σώμα,
να ξέρεις, με την Άλκηστη. Οχ, αλί μου!
Πάρ᾽ τη, παρακαλώ, να μην τη βλέπω·
είμαι συντρίμμι, μη μ᾽ αποτελειώσεις.
Τη βλέπω και θαρρώ πως βλέπω εκείνη·
ξεσκίζεται η καρδιά μου, και τα δάκρυα,
βροχή, με πνίγουν. Συφορά μου! Αρχίζω
να γεύομαι της θλίψης μου την πίκρα.
1070ΚΟΡ. Η τύχη σου βαριά, χρωστούμε ωστόσο
υπομονή, σ᾽ ό,τι οι θεοί μάς δίνουν.
|