Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (1006-1071)


ΕΞΟΔΟΣ


ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽, ὡς ἔοικεν, Ἀλκμήνης γόνος,
Ἄδμητε, πρὸς σὴν ἑστίαν πορεύεται.
ΗΡ. φίλον πρὸς ἄνδρα χρὴ λέγειν ἐλευθέρως,
Ἄδμητε, μομφὰς δ᾽ οὐχ ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν
1010σιγῶντ᾽. ἐγὼ δὲ σοῖς κακοῖσιν ἠξίουν
ἐγγὺς παρεστὼς ἐξετάζεσθαι φίλος·
σὺ δ᾽ οὐκ ἔφραζες σῆς προκείμενον νέκυν
γυναικός, ἀλλά μ᾽ ἐξένιζες ἐν δόμοις.
ὡς δὴ θυραίου πήματος σπουδὴν ἔχων.
1015κἄστεψα κρᾶτα καὶ θεοῖς ἐλειψάμην
σπονδὰς ἐν οἴκοις δυστυχοῦσι τοῖσι σοῖς.
καὶ μέμφομαι μέν, μέμφομαι, παθὼν τάδε,
οὐ μήν σε λυπεῖν ἐν κακοῖσι βούλομαι.
ὧν δ᾽ οὕνεχ᾽ ἥκω δεῦρ᾽ ὑποστρέψας πάλιν
1020λέξω. γυναῖκα τήνδε μοι σῷσον λαβών,
ἕως ἂν ἵππους δεῦρο Θρῃκίας ἄγων
ἔλθω, τύραννον Βιστόνων κατακτανών.
πράξας δ᾽ ὃ μὴ τύχοιμι —νοστήσαιμι γάρ—
δίδωμι τήνδε σοῖσι προσπολεῖν δόμοις.
1025πολλῷ δὲ μόχθῳ χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς·
ἀγῶνα γὰρ πάνδημον εὑρίσκω τινὰς
τιθέντας, ἀθληταῖσιν ἄξιον πόνον,
ὅθεν κομίζω τήνδε νικητήρια
λαβών· τὰ μὲν γὰρ κοῦφα τοῖς νικῶσιν ἦν
1030ἵππους ἄγεσθαι, τοῖσι δ᾽ αὖ τὰ μείζονα
νικῶσι, πυγμὴν καὶ πάλην, βουφόρβια·
γυνὴ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς εἵπετ᾽· ἐντυχόντι δὲ
αἰσχρὸν παρεῖναι κέρδος ἦν τόδ᾽ εὐκλεές.
ἀλλ᾽, ὥσπερ εἶπον, σοὶ μέλειν γυναῖκα χρή·
1035οὐ γὰρ κλοπαίαν, ἀλλὰ σὺν πόνῳ λαβὼν
ἥκω· χρόνῳ δὲ καὶ σύ μ᾽ αἰνέσεις ἴσως.
ΑΔ. οὔτοι σ᾽ ἀτίζων οὐδ᾽ ἐν ἐχθροῖσιν τιθεὶς
ἔκρυψ᾽ ἐμῆς γυναικὸς ἀθλίους τύχας·
ἀλλ᾽ ἄλγος ἄλγει τοῦτ᾽ ἂν ἦν προσκείμενον,
1040εἴ του πρὸς ἄλλου δώμαθ᾽ ὡρμήθης ξένου·
ἅλις δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν.
γυναῖκα δ᾽, εἴ πως ἔστιν, αἰτοῦμαί σ᾽, ἄναξ,
ἄλλον τιν᾽ ὅστις μὴ πέπονθεν οἷ᾽ ἐγὼ
σώζειν ἄνωχθι Θεσσαλῶν· πολλοὶ δέ σοι
1045ξένοι Φεραίων· μή μ᾽ ἀναμνήσῃς κακῶν.
οὐκ ἂν δυναίμην τήνδ᾽ ὁρῶν ἐν δώμασιν
ἄδακρυς εἶναι· μὴ νοσοῦντί μοι νόσον
προσθῇς· ἅλις γὰρ συμφορᾷ βαρύνομαι.
ποῦ καὶ τρέφοιτ᾽ ἂν δωμάτων νέα γυνή;
1050νέα γάρ, ὡς ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ πρέπει.
πότερα κατ᾽ ἀνδρῶν δῆτ᾽ ἐνοικήσει στέγην;
καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη
ἔσται; τὸν ἡβῶνθ᾽, Ἡράκλεις, οὐ ῥᾴδιον
εἴργειν· ἐγὼ δὲ σοῦ προμηθίαν ἔχω.
1055ἢ τῆς θανούσης θάλαμον ἐσβήσας τρέφω;
καὶ πῶς ἐπεσφρῶ τήνδε τῷ κείνης λέχει;
διπλῆν φοβοῦμαι μέμψιν, ἔκ τε δημοτῶν,
μή τίς μ᾽ ἐλέγξῃ τὴν ἐμὴν εὐεργέτιν
προδόντ᾽ ἐν ἄλλοις δεμνίοις πίτνειν νέας,
1060καὶ τῆς θανούσης· ἀξία δέ μοι σέβειν·
πολλὴν πρόνοιαν δεῖ μ᾽ ἔχειν. σὺ δ᾽ ὦ γύναι,
ἥτις ποτ᾽ εἶ σύ, ταὔτ᾽ ἔχουσ᾽ Ἀλκήστιδι
μορφῆς μέτρ᾽ ἴσθι· καὶ προσήιξαι δέμας.
οἴμοι. κόμιζε πρὸς θεῶν ἐξ ὀμμάτων
1065γυναῖκα τήνδε, μή μ᾽ ἕλῃς ᾑρημένον.
δοκῶ γὰρ αὐτὴν εἰσορῶν γυναῖχ᾽ ὁρᾶν
ἐμήν· θολοῖ δὲ καρδίαν, ἐκ δ᾽ ὀμμάτων
πηγαὶ κατερρώγασιν· ὦ τλήμων ἐγώ,
ὡς ἄρτι πένθους τοῦδε γεύομαι πικροῦ.
1070ΧΟ. ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχοιμ᾽ ἂν εὖ λέγειν τύχην·
χρὴ δ᾽, ὅστις εἶ σύ, καρτερεῖν θεοῦ δόσιν.


ΕΞΟΔΟΣ


ΚΟΡ. Άδμητε, έρχεται κάποιος στο παλάτι·
ο γιος είναι, νομίζω, της Αλκμήνης.
Έρχεται ο Ηρακλής συνοδεύοντας μια γυναίκα πεπλοσκέπαστη από πάνω ως κάτω.
ΗΡΑ. Πρέπει ανοιχτά στους φίλους να μιλούμε,
Άδμητε, κι όχι το παράπονό μας
κρυφά να το κρατούμε στην καρδιά μας.
1010Εγώ είχα την αξίωση, μια και δίπλα
στη συμφορά σου βρέθηκα, ν᾽ αφήσεις
να δείξω ότ᾽ είμαι φίλος σου, μα εσύ
για την κηδεία δε μου ᾽πες της κυράς σου
και με φιλοξενούσες εδώ μέσα,
για ξένη συμφορά σα να γνοιαζόσουν.
Και σπονδές στους θεούς, στεφανωμένος,
έκανα εγώ, σε σπίτι που είχε πένθος.
Το ᾽χω παράπονο, όμως κι άλλη λύπη
στη λύπη σου δε θέλω να προσθέσω.
Τώρα άκουσε γιατί ήρθα πίσω. Τούτη
1020τη γυναίκα για μένα φύλαξε, ώσπου,
το ρήγα αφού σκοτώσω των Βιστόνων,
πίσω να ᾽ρθω με τ᾽ άλογα της Θράκης.
Αν σκοτωθώ —που κούφια να ᾽ναι η ώρα—
ας μείνει για δουλεύτρα του σπιτιού σου.
Κουράστηκα πολύ να την κερδίσω·
δημόσιο αγώνα κάποιοι αθλοθετούσαν,
έργο άξιο για αθλητές, κι αυτή την πήρα
για νίκης έπαθλο· ήταν τα βραβεία,
1030για τα ελαφρά αγωνίσματα άλογα· όσοι
θα νικούσαν σε πάλη ή πυγμαχία
βοδιών κοπάδια θα ᾽παιρναν· κατόπι
ερχόταν η γυναίκα· μια κι η τύχη
μ᾽ έφερ᾽ εκεί, θα ᾽ταν ντροπή να χάσω
τέτοιο ένα κέρδος και μια τέτοια δόξα.
Ανάλαβέ τη εσύ, το ξαναλέω·
την κέρδισα με ιδρώτα, δεν την έκλεψα·
με τον καιρό, κι εσύ θα συμφωνήσεις.
ΑΔΜ. Αν σου ᾽κρυψα, Ηρακλή, τη συμφορά μου,
αψηφισιά δεν ήταν ούτε κι έχθρα·
μα πόνο εγώ θα πρόσθετα στον πόνο,
1040αν σε άλλου φίλου πήγαινες το σπίτι·
μου ᾽φτανε που θρηνούσα τον καημό μου.
Όσο για τη γυναίκ᾽ αυτή, άρχοντά μου,
θερμοπαρακαλώ, κι αν είναι τρόπος,
ανάθεσε τη φύλαξή της σε άλλον
κανένα Θεσσαλό, που να μην είναι
στη θλιβερή μου θέση· κι έχεις φίλους
πολλούς Φεραίους· μη μου θυμίζεις πίκρες.
Πώς να τη βλέπω εδώ και να μην κλαίω;
Κι άλλον καημό μη βάλεις στον καημό μου·
η συμφορά μου είναι βαριά· μου φτάνει.
Και πού να μείνει εδώ μια νέα γυναίκα;
1050Τη δείχνουν νέα τα ρούχα, τα στολίδια…
Να μένει εκεί που μένουν άντρες; Ξέρεις
αγνή αν θα κρατηθεί, ως θα τριγυρίζει
μες στους νεαρούς; Δε συγκρατιέται η νιότη.
Κι εγώ, Ηρακλή μου, γνοιάζομαι για σένα.
Να μπει στης πεθαμένης τον κοιτώνα;
Πώς να τη βάλω στο κρεβάτι εκείνης;
Θα ᾽χω διπλή κατακραυγή: απ᾽ τον κόσμο,
που ίσως θα πει πως σε άλλης πέφτω στρώμα
προδίνοντας αυτή που μ᾽ έχει σώσει,
1060κι από την ίδια εκείνη· της οφείλω
σεβασμό, και το νου μου πρέπει να έχω.
Εσύ, κοπέλα, όποια κι αν είσαι, μοιάζεις
πάρα πολύ στο ανάστημα, στο σώμα,
να ξέρεις, με την Άλκηστη. Οχ, αλί μου!
Πάρ᾽ τη, παρακαλώ, να μην τη βλέπω·
είμαι συντρίμμι, μη μ᾽ αποτελειώσεις.
Τη βλέπω και θαρρώ πως βλέπω εκείνη·
ξεσκίζεται η καρδιά μου, και τα δάκρυα,
βροχή, με πνίγουν. Συφορά μου! Αρχίζω
να γεύομαι της θλίψης μου την πίκρα.
1070ΚΟΡ. Η τύχη σου βαριά, χρωστούμε ωστόσο
υπομονή, σ᾽ ό,τι οι θεοί μάς δίνουν.