Επίλογος. ΙΠ. Μα τέλος πάντων, Σωκράτη, τί φαντάζεσαι πως είναι όλα μαζί αυτά που λέμε; Θρύμματα και τρίμματα λόγων, όπως τώρα δα έλεγα, καμωμένα κομματάκια κομματάκια. Εκείνο όμως που και όμορφο είναι και πολύ αξίζει είναι να μπορεί κανείς να ετοιμάσει έναν καλό και όμορφο λόγο μπροστά στο δικαστήριο ή στο βουλευτήριο ή μπροστά σε καμιάν άλλη [304b] εξουσία, όπου έχει να μιλήσει, και να πείσει, και έπειτα να φύγει παίρνοντας μαζί του βραβεία — όχι τα πιο μικρά, μόνο τα πιο μεγάλα: Τη σωτηρία και τη δική του και της περιουσίας του και των φίλων του. Από αυτά πρέπει κανείς να πιαστεί γερά, και τούτες τις μικρολογίες να τις παρατήσει μια για πάντα· αλλιώς θα φανεί πως είναι ένας πολύ ανόητος άνθρωπος, που καταπιάνεται με φλυαρίες και μωρολογίες, καληώρα σαν εμάς τώρα. ΣΩ. Καλέ μου Ιππία, συ βέβαια είσαι να σε μακαρίζει κανείς, που ξέρεις με τί πρέπει να καταπιάνεται ένας άνθρωπος, και έχεις και ο ίδιος καταπιαστεί με τρόπο που να ικανοποιεί, όπως [304c] λες. Εμένα όμως με κρατεί, όπως φαίνεται, μια μοίρα από θεού, να παραδέρνω και να μη βρίσκω ποτέ δρόμο, και όταν προβάλλω το απροχώρητο που βρίσκομαι μιλώντας σε σας τους σοφούς, να με αποπαίρνετε, μόλις το προβάλλω. Μου λέτε δηλαδή αυτά που τώρα συ μου λες, ότι καταγίνομαι με πράγματα ανωφέλευτα και ασήμαντα και που δεν αξίζουν τίποτα. Όταν όμως πάλι πάω με τη δική σας γνώμη και αρχίσω να λέω αυτά που και σεις λέτε, ότι δηλαδή εκείνο που αξίζει πάνω από όλα είναι να μπορεί κανείς να ετοιμάζει έναν καλό και όμορφο λόγο και να τα βγάζει πέρα μπροστά το δικαστήριο ή σε καμιάν άλλη [304d] συγκέντρωση, τότε και τί κακό δεν ακούω από άλλους μερικούς εδώ και από τούτον τον άνθρωπο, που με βάζει μπροστά κάθε στιγμή· έλαχε, βλέπεις, να είναι πολύ στενός συγγενής μου και να μένει στο ίδιο με μένα σπίτι. Όταν λοιπόν μπω στο σπίτι μου και με ακούσει να λέω αυτά τα πράγματα, με ρωτά αν δεν ντρέπομαι που ξεθαρρεύομαι να μιλώ για τις όμορφες απασχολήσεις, την ώρα που φάνηκε πως ούτε καν για το όμορφο ξέρω τί είναι αυτό καθαυτό. Και όμως, πώς γίνεται να ξέρεις, λέει, για ένα λόγο [304e] αν ετοιμάστηκε όμορφα ή όχι, είτε για μια άλλη οποιαδήποτε πράξη, την ώρα που αγνοείς το όμορφο; Και τη στιγμή που βρίσκεσαι σε τέτοια σύγχυση, φαντάζεσαι πως είναι προτιμότερο για σένα να ζεις και όχι πιο καλά να έχεις πεθάνει; — Είναι της τύχης μου —αυτό που λέω— βαριά λόγια να ακούω από σας και να με βάζετε μπροστά, βαριά και από εκείνον. Ωστόσο ίσως είναι ανάγκη να τα τραβώ όλα αυτά· γιατί ποιός ξέρει αν με τον τρόπο αυτόν δεν έχω ωφέλεια; Λοιπόν εγώ πιστεύω, Ιππία, πως έχω ωφεληθεί από τη συναναστροφή με σας τους δύο· γιατί πιστεύω πως ξέρω τί θέλει να πει η παροιμία πως τα όμορφα είναι δύσκολα.
|