Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἵππίας μείζων (304a-304e)


ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλὰ δή γ᾽, ὦ Σώκρατες, τί οἴει ταῦτα εἶναι συνάπαντα; κνήσματά τοί ἐστι καὶ περιτμήματα τῶν λόγων, ὅπερ ἄρτι ἔλεγον, κατὰ βραχὺ διῃρημένα· ἀλλ᾽ ἐκεῖνο καὶ καλὸν καὶ πολλοῦ ἄξιον, οἷόν τ᾽ εἶναι εὖ καὶ καλῶς λόγον καταστησάμενον ἐν δικαστηρίῳ ἢ ἐν βουλευτηρίῳ ἢ ἐπὶ ἄλλῃ [304b] τινὶ ἀρχῇ, πρὸς ἣν ἂν ὁ λόγος ᾖ, πείσαντα οἴχεσθαι φέροντα οὐ τὰ σμικρότατα ἀλλὰ τὰ μέγιστα τῶν ἄθλων, σωτηρίαν αὑτοῦ τε καὶ τῶν αὑτοῦ χρημάτων καὶ φίλων. τούτων οὖν χρὴ ἀντέχεσθαι, χαίρειν ἐάσαντα τὰς σμικρολογίας ταύτας, ἵνα μὴ δοκῇ λίαν ἀνόητος εἶναι λήρους καὶ φλυαρίας ὥσπερ νῦν μεταχειριζόμενος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ὦ Ἱππία φίλε, σὺ μὲν μακάριος εἶ, ὅτι τε οἶσθα ἃ χρὴ ἐπιτηδεύειν ἄνθρωπον, καὶ ἐπιτετήδευκας ἱκανῶς, ὡς [304c] φῄς· ἐμὲ δὲ δαιμονία τις τύχη, ὡς ἔοικε, κατέχει, ὅστις πλανῶμαι μὲν καὶ ἀπορῶ ἀεί, ἐπιδεικνὺς δὲ τὴν ἐμαυτοῦ ἀπορίαν ὑμῖν τοῖς σοφοῖς λόγῳ αὖ ὑπὸ ὑμῶν προπηλακίζομαι, ἐπειδὰν ἐπιδείξω. λέγετε γάρ με, ἅπερ καὶ σὺ νῦν λέγεις, ὡς ἠλίθιά τε καὶ σμικρὰ καὶ οὐδενὸς ἄξια πραγματεύομαι· ἐπειδὰν δὲ αὖ ἀναπεισθεὶς ὑπὸ ὑμῶν λέγω ἅπερ ὑμεῖς, ὡς πολὺ κράτιστόν ἐστιν οἷόν τ᾽ εἶναι λόγον εὖ καὶ καλῶς καταστησάμενον περαίνειν ἐν δικαστηρίῳ ἢ ἐν ἄλλῳ [304d] τινὶ συλλόγῳ, ὑπό τε ἄλλων τινῶν τῶν ἐνθάδε καὶ ὑπὸ τούτου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀεί με ἐλέγχοντος πάντα κακὰ ἀκούω. καὶ γάρ μοι τυγχάνει ἐγγύτατα γένους ὢν καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν· ἐπειδὰν οὖν εἰσέλθω οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ καί μου ἀκούσῃ ταῦτα λέγοντος, ἐρωτᾷ εἰ οὐκ αἰσχύνομαι τολμῶν περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων διαλέγεσθαι, οὕτω φανερῶς ἐξελεγχόμενος περὶ τοῦ καλοῦ ὅτι οὐδ᾽ αὐτὸ τοῦτο ὅτι ποτέ ἐστιν οἶδα. «Καίτοι πῶς σὺ εἴσῃ,» φησίν, «ἢ λόγον [304e] ὅστις καλῶς κατεστήσατο ἢ μή, ἢ ἄλλην πρᾶξιν ἡντινοῦν, τὸ καλὸν ἀγνοῶν; καὶ ὁπότε οὕτω διάκεισαι, οἴει σοι κρεῖττον εἶναι ζῆν μᾶλλον ἢ τεθνάναι;» συμβέβηκε δή μοι, ὅπερ λέγω, κακῶς μὲν ὑπὸ ὑμῶν ἀκούειν καὶ ὀνειδίζεσθαι, κακῶς δὲ ὑπ᾽ ἐκείνου. ἀλλὰ γὰρ ἴσως ἀναγκαῖον ὑπομένειν ταῦτα πάντα· οὐδὲν γὰρ ἄτοπον εἰ ὠφελοίμην. ἐγὼ οὖν μοι δοκῶ, ὦ Ἱππία, ὠφελῆσθαι ἀπὸ τῆς ἀμφοτέρων ὑμῶν ὁμιλίας· τὴν γὰρ παροιμίαν ὅτι ποτὲ λέγει, τὸ «Χαλεπὰ τὰ καλά,» δοκῶ μοι εἰδέναι.


Επίλογος.
ΙΠ. Μα τέλος πάντων, Σωκράτη, τί φαντάζεσαι πως είναι όλα μαζί αυτά που λέμε; Θρύμματα και τρίμματα λόγων, όπως τώρα δα έλεγα, καμωμένα κομματάκια κομματάκια. Εκείνο όμως που και όμορφο είναι και πολύ αξίζει είναι να μπορεί κανείς να ετοιμάσει έναν καλό και όμορφο λόγο μπροστά στο δικαστήριο ή στο βουλευτήριο ή μπροστά σε καμιάν άλλη [304b] εξουσία, όπου έχει να μιλήσει, και να πείσει, και έπειτα να φύγει παίρνοντας μαζί του βραβεία — όχι τα πιο μικρά, μόνο τα πιο μεγάλα: Τη σωτηρία και τη δική του και της περιουσίας του και των φίλων του. Από αυτά πρέπει κανείς να πιαστεί γερά, και τούτες τις μικρολογίες να τις παρατήσει μια για πάντα· αλλιώς θα φανεί πως είναι ένας πολύ ανόητος άνθρωπος, που καταπιάνεται με φλυαρίες και μωρολογίες, καληώρα σαν εμάς τώρα.
ΣΩ. Καλέ μου Ιππία, συ βέβαια είσαι να σε μακαρίζει κανείς, που ξέρεις με τί πρέπει να καταπιάνεται ένας άνθρωπος, και έχεις και ο ίδιος καταπιαστεί με τρόπο που να ικανοποιεί, όπως [304c] λες. Εμένα όμως με κρατεί, όπως φαίνεται, μια μοίρα από θεού, να παραδέρνω και να μη βρίσκω ποτέ δρόμο, και όταν προβάλλω το απροχώρητο που βρίσκομαι μιλώντας σε σας τους σοφούς, να με αποπαίρνετε, μόλις το προβάλλω. Μου λέτε δηλαδή αυτά που τώρα συ μου λες, ότι καταγίνομαι με πράγματα ανωφέλευτα και ασήμαντα και που δεν αξίζουν τίποτα. Όταν όμως πάλι πάω με τη δική σας γνώμη και αρχίσω να λέω αυτά που και σεις λέτε, ότι δηλαδή εκείνο που αξίζει πάνω από όλα είναι να μπορεί κανείς να ετοιμάζει έναν καλό και όμορφο λόγο και να τα βγάζει πέρα μπροστά το δικαστήριο ή σε καμιάν άλλη [304d] συγκέντρωση, τότε και τί κακό δεν ακούω από άλλους μερικούς εδώ και από τούτον τον άνθρωπο, που με βάζει μπροστά κάθε στιγμή· έλαχε, βλέπεις, να είναι πολύ στενός συγγενής μου και να μένει στο ίδιο με μένα σπίτι. Όταν λοιπόν μπω στο σπίτι μου και με ακούσει να λέω αυτά τα πράγματα, με ρωτά αν δεν ντρέπομαι που ξεθαρρεύομαι να μιλώ για τις όμορφες απασχολήσεις, την ώρα που φάνηκε πως ούτε καν για το όμορφο ξέρω τί είναι αυτό καθαυτό. Και όμως, πώς γίνεται να ξέρεις, λέει, για ένα λόγο [304e] αν ετοιμάστηκε όμορφα ή όχι, είτε για μια άλλη οποιαδήποτε πράξη, την ώρα που αγνοείς το όμορφο; Και τη στιγμή που βρίσκεσαι σε τέτοια σύγχυση, φαντάζεσαι πως είναι προτιμότερο για σένα να ζεις και όχι πιο καλά να έχεις πεθάνει; — Είναι της τύχης μου —αυτό που λέω— βαριά λόγια να ακούω από σας και να με βάζετε μπροστά, βαριά και από εκείνον. Ωστόσο ίσως είναι ανάγκη να τα τραβώ όλα αυτά· γιατί ποιός ξέρει αν με τον τρόπο αυτόν δεν έχω ωφέλεια; Λοιπόν εγώ πιστεύω, Ιππία, πως έχω ωφεληθεί από τη συναναστροφή με σας τους δύο· γιατί πιστεύω πως ξέρω τί θέλει να πει η παροιμία πως τα όμορφα είναι δύσκολα.