[36.1] Όταν ο Αλέξανδρος κατέλαβε τα Σούσα, βρήκε στα ανάκτορα σαράντα χιλιάδες τάλαντα σε νομίσματα, οικιακά σκεύη και απερίγραπτη πολυτέλεια. [36.2] Λένε ότι εκεί βρέθηκαν πέντε χιλιάδες τάλαντα πορφύρας από την Ερμιόνη, που είχε συγκεντρωθεί εκεί πριν από εκατόν ενενήντα χρόνια, αλλά διατηρούσε ακόμη φρέσκο και ζωντανό το άνθος της. [36.3] Λένε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι η βαφή των πορφυρών γινόταν με μέλι και λευκό λάδι από λευκάδια. Γιατί και αυτών η λαμπρότητα, αν και βρισκόταν εκεί τα ίδια σχεδόν χρόνια, φάνταζε καθαρή και στίλβουσα. [36.4] Ο Δίνων μάλιστα λέει ότι οι βασιλιάδες έστελναν και έφερναν μαζί με τα άλλα και νερό από τον Νείλο και τον Ίστρο και το τοποθετούσαν στους θησαυρούς τους, σαν για επιβεβαίωση του μεγέθους της εξουσίας και της κυριαρχίας τους πάνω σε όλα. [37.1] Καθώς η Περσία είναι δύσβατη χώρα λόγω της τραχύτητας του εδάφους και τη φρουρούσαν οι πιο γενναίοι Πέρσες —ο Δαρείος είχε ήδη φύγει— έγινε οδηγός του Αλέξανδρου σε μια κυκλική πορεία όχι μεγάλη κάποιος δίγλωσσος, από πατέρα Λύκιο και μητέρα Περσίδα. [37.2] Λένε ότι, όταν ο Αλέξανδρος ήταν ακόμη παιδί, η Πυθία είχε προφητεύσει ότι κατά την πορεία εναντίον των Περσών οδηγός του θα είναι ένας Λύκιος. [37.3] Συνέβη λοιπόν να γίνει εδώ μεγάλη σφαγή των αιχμαλώτων. Ο ίδιος γράφει ότι, επειδή έκρινε ότι αυτό θα ωφελούσε, διέταξε να σφάζονται οι αιχμάλωτοι· [37.4] και λένε ότι βρήκε πάρα πολλά νομίσματα όσα και στα Σούσα· όλα γενικά τα πράγματα και ο πλούτος μεταφέρθηκαν με δέκα χιλιάδες ζεύγη μουλαριών και πέντε χιλιάδες καμήλες. [37.5] Όταν κάποτε είδε έναν μεγάλο ανδριάντα του Ξέρξη να έχει ανατραπεί από απροσεξία από πλήθος ανθρώπων πολύ συνωστίζονταν να μπουν στα ανάκτορα, στάθηκε εκεί και σαν να μιλούσε σε έμψυχο είπε: «Τί από τα δυο; Να σε προσπεράσουμε και να σε αφήσουμε πεσμένο κάτω λόγω της εκστρατείας σου εναντίον των Ελλήνων ή να σε σηκώσουμε λόγω της μεγαλοσύνης και της αρετής σου;» Τελικά, ύστερα από πολλήν ώρα περισυλλογής και σιωπής, προσπέρασε και έφυγε. [37.6] Και θέλοντας να ξεκουράσει τους στρατιώτες του —καθόσον ήταν η εποχή του χειμώνα— πέρασε εκεί τέσσερις μήνες. [37.7] Λέγεται ότι την πρώτη φορά που κάθισε ο Αλέξανδρος στον θρόνο του Δαρείου κάτω από τον χρυσό ουρανό, ο Δημάρατος ο Κορίνθιος, φιλικά προσκείμενος στον Αλέξανδρο και πατρικός φίλος, δάκρυσε από συγκίνηση, σαν γέρος που ήταν, και είπε: «πόσο μεγάλη ευχαρίστηση έχουν στερηθεί οι Έλληνες που πέθαναν, πριν δουν τον Αλέξανδρο να κάθεται στον θρόνο του Δαρείου». [38.1] Ύστερα από αυτό, σκοπεύοντας να κινηθεί εναντίον του Δαρείου, έτυχε να πίνει και να διασκεδάζει με τους εταίρους· μαζί έπιναν και γυναίκες, που είχαν έρθει στους εραστές για διασκέδαση. [38.2] Ανάμεσα σ᾽ αυτές η πιο διακεκριμένη ήταν η Θαΐδα, η εταίρα του Πτολεμαίου, του μετέπειτα βασιλιά, Αθηναία στην καταγωγή. Αυτή, από τη μια επαινώντας έξυπνα, από την άλλη αστειευόμενη με τον Αλέξανδρο, παρασυρμένη από το κρασί είπε έναν λόγο, ταιριαστό βέβαια στο ήθος της πατρίδας της αλλά προχωρημένο για μια του είδους της. [38.3] Είπε δηλαδή ότι, για όσα είχε τραβήξει περιπλανώμενη ανά την Ασία, εκείνη την ημέρα απολάμβανε ευχαρίστηση που διασκέδαζε στα περήφανα παλάτια των Περσών. [38.4] Και ακόμη πιο ευχάριστα θα διασκέδαζε, αν έβαζε φωτιά στο παλάτι του Ξέρξη, που πυρπόλησε την Αθήνα, βάζοντας η ίδια φωτιά υπό το βλέμμα του βασιλιά, για να συζητιέται μεταξύ των ανθρώπων ότι, για τους στρατηγούς εκείνους που έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες και πεζομαχίες, πήραν μεγαλύτερη εκδίκηση από τους Πέρσες οι γυναίκες της ακολουθίας του Αλέξανδρου για χάρη της Ελλάδας. [38.5] Τον λόγο αυτόν ακολούθησαν ζωηρό χειροκρότημα, επιδοκιμασίες, προτροπές και συναινέσεις από τους εταίρους· παρασύρθηκε και ο βασιλιάς, πετάχτηκε επάνω φορώντας στεφάνι και κρατώντας δαυλό αναμμένο και προχωρούσε μπροστά. [38.6] Όσοι ακολουθούσαν με τραγούδια και φωνές δυνατές έπαιρναν θέση γύρω από τα ανάκτορα· μαθαίνοντας αυτά οι υπόλοιποι Μακεδόνες έτρεχαν σύσσωμοι με χαρά κρατώντας αναμμένους δαυλούς. [38.7] Γιατί υπολόγιζαν ότι η πυρπόληση και καταστροφή των ανακτόρων ήταν δείγμα ότι ο Αλέξανδρος είχε τον νου του στην πατρίδα και δεν σκόπευε να ζήσει με τους βαρβάρους. [38.8] Άλλοι ισχυρίζονται ότι έτσι έγιναν αυτά, άλλοι όμως ότι έγιναν κατόπιν σχεδίου. Πάντως και οι μεν και οι δε συμφωνούν ότι γρήγορα ο Αλέξανδρος μετάνιωσε και έδωσε διαταγή να σβήσουν τη φωτιά.
|