Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (36.1-38.8)


[36.1] Ἀλέξανδρος δὲ Σούσων κυριεύσας, παρέλαβεν ἐν τοῖς βασιλείοις τετρακισμύρια τάλαντα νομίσματος, τὴν δ᾽ ἄλλην κατασκευὴν καὶ πολυτέλειαν ἀδιήγητον. [36.2] ὅπου φασὶ καὶ πορφύρας Ἑρμιονικῆς εὑρεθῆναι τάλαντα πεντακισχίλια, συγκειμένης μὲν ἐξ ἐτῶν δέκα δεόντων διακοσίων, πρόσφατον δὲ τὸ ἄνθος ἔτι καὶ νεαρὸν φυλαττούσης. [36.3] αἴτιον δὲ τούτου φασὶν εἶναι τὸ τὴν βαφὴν διὰ μέλιτος γίνεσθαι τῶν ἁλουργῶν, δι᾽ ἐλαίου δὲ λευκοῦ τῶν λευκῶν· καὶ γὰρ τούτων τὸν ἴσον χρόνον ἐχόντων τὴν λαμπρότητα καθαρὰν καὶ στίλβουσαν ὁρᾶσθαι. [36.4] Δίνων δέ φησι καὶ ὕδωρ ἀπό τε τοῦ Νείλου καὶ τοῦ Ἴστρου μετὰ τῶν ἄλλων μεταπεμπομένους εἰς τὴν γάζαν ἀπομετὰ τῶν ἄλλων μεταπεμπομένους εἰς τὴν γάζαν ἀποτίθεσθαι τοὺς βασιλεῖς, οἷον ἐκβεβαιουμένους τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς καὶ τὸ κυριεύειν ἁπάντων.
[37.1] Τῆς δὲ Περσίδος οὔσης διὰ τραχύτητα δυσεμβόλου καὶ φυλαττομένης ὑπὸ ‹τῶν› γενναιοτάτων Περσῶν (Δαρεῖος μὲν γὰρ ἐπεφεύγει), γίγνεταί τινος περιόδου κύκλον ἐχούσης οὐ πολὺν ἡγεμὼν αὐτῷ δίγλωσσος ἄνθρωπος, ἐκ πατρὸς Λυκίου, μητρὸς δὲ Περσίδος γεγονώς· [37.2] ὅ φασιν ἔτι παιδὸς ὄντος Ἀλεξάνδρου τὴν Πυθίαν προειπεῖν, ὡς Λύκιος ἔσται καθηγεμὼν Ἀλεξάνδρῳ τῆς ἐπὶ Πέρσας πορείας.
[37.3] Φόνον μὲν οὖν ἐνταῦθα πολὺν τῶν ἁλισκομένων γενέσθαι συνέπεσε· γράφει γὰρ αὐτός, ὡς νομίζων αὐτῷ τοῦτο λυσιτελεῖν, ἐκέλευεν ἀποσφάττεσθαι τοὺς ἀνθρώπους· [37.4] νομίσματος δ᾽ εὑρεῖν πλῆθος ὅσον ἐν Σούσοις, τὴν δ᾽ ἄλλην κατασκευὴν καὶ τὸν πλοῦτον ἐκκομισθῆναί φασι μυρίοις ὀρικοῖς ζεύγεσι καὶ πεντακισχιλίαις καμήλοις. [37.5] Ξέρξου δ᾽ ἀνδριάντα μέγαν θεασάμενος ὑπὸ πλήθους τῶν ὠθουμένων εἰς τὰ βασίλεια πλημμελῶς ἀνατετραμμένον, ἐπέστη, καὶ καθάπερ ἔμψυχον προσαγορεύσας «πότερόν σε» εἶπε «διὰ τὴν ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας στρατείαν κείμενον παρέλθωμεν, ἢ διὰ τὴν ἄλλην μεγαλοφροσύνην καὶ ἀρετὴν ἐγείρωμεν;» τέλος δὲ πολὺν χρόνον πρὸς ἑαυτῷ γενόμενος καὶ σιωπήσας, παρῆλθε. [37.6] βουλόμενος δὲ τοὺς στρατιώτας ἀναλαβεῖν (καὶ γὰρ ἦν χειμῶνος ὥρα), τέσσαρας μῆνας αὐτόθι διήγαγε.
[37.7] Λέγεται δὲ καθίσαντος αὐτοῦ τὸ πρῶτον ὑπὸ τὸν χρυσοῦν οὐρανίσκον ἐν τῷ βασιλικῷ θρόνῳ, τὸν Κορίνθιον Δημάρατον, εὔνουν ὄντ᾽ ἄνδρα καὶ πατρῷον φίλον Ἀλεξάνδρου, πρεσβυτικῶς ἐπιδακρῦσαι καὶ εἰπεῖν, ὡς μεγάλης ἡδονῆς ἐστεροῖντο τῶν Ἑλλήνων οἱ τεθνηκότες πρὶν ἰδεῖν Ἀλέξανδρον ἐν τῷ Δαρείου θρόνῳ καθήμενον.
[38.1] Ἐκ τούτου μέλλων ἐξελαύνειν ἐπὶ Δαρεῖον, ἔτυχε μὲν εἰς μέθην τινὰ καὶ παιδιὰν τοῖς ἑταίροις ἑαυτὸν δεδωκώς, ὥστε καὶ γύναια συμπίνειν, ἐπὶ κῶμον ἥκοντα πρὸς τοὺς ἐραστάς. [38.2] ἐν δὲ τούτοις εὐδοκιμοῦσα μάλιστα Θαῒς ἡ Πτολεμαίου τοῦ βασιλεύσαντος ὕστερον ἑταίρα, γένος Ἀττική, τὰ μὲν ἐμμελῶς ἐπαινοῦσα, τὰ δὲ παίζουσα πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον, ἅμα τῇ μέθῃ λόγον εἰπεῖν προήχθη, τῷ μὲν τῆς πατρίδος ἤθει πρέποντα, μείζονα δ᾽ ἢ καθ᾽ αὑτήν. [38.3] ἔφη γάρ, ὧν πεπόνηκε πεπλανημένη τὴν Ἀσίαν, ἀπολαμβάνειν χάριν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἐντρυφῶσα τοῖς ὑπερηφάνοις Περσῶν βασιλείοις· [38.4] ἔτι δ᾽ ἂν ἥδιον ὑποπρῆσαι κωμάσασα τὸν Ξέρξου τοῦ κατακαύσαντος τὰς Ἀθήνας οἶκον, αὐτὴ τὸ πῦρ ἅψασα τοῦ βασιλέως ὁρῶντος, ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι τῶν ναυμάχων καὶ πεζομάχων ἐκείνων στρατηγῶν τὰ μετ᾽ Ἀλεξάνδρου γύναια μείζονα δίκην ἐπέθηκε Πέρσαις ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος. [38.5] ἅμα δὲ τῷ λόγῳ τούτῳ κρότου καὶ θορύβου γενομένου καὶ παρακελεύσεως τῶν ἑταίρων καὶ φιλοτιμίας, ἐπισπασθεὶς ὁ βασιλεὺς καὶ ἀναπηδήσας ἔχων στέφανον καὶ λαμπάδα προῆγεν· [38.6] οἱ δ᾽ ἑπόμενοι κώμῳ καὶ βοῇ περιίσταντο τὰ βασίλεια, καὶ τῶν ἄλλων Μακεδόνων οἱ πυνθανόμενοι συνέτρεχον μετὰ λαμπάδων χαίροντες. [38.7] ἤλπιζον γὰρ ὅτι τοῖς οἴκοι προσέχοντός ἐστι τὸν νοῦν καὶ μὴ μέλλοντος ἐν βαρβάροις οἰκεῖν τὸ πιμπράναι τὰ βασίλεια καὶ διαφθείρειν. [38.8] οἱ μὲν οὕτω ταῦτα γενέσθαι φασίν, οἱ δ᾽ ἀπὸ γνώμης· ὅτι δ᾽ οὖν μετενόησε ταχὺ καὶ κατασβέσαι προσέταξεν, ὁμολογεῖται.


[36.1] Όταν ο Αλέξανδρος κατέλαβε τα Σούσα, βρήκε στα ανάκτορα σαράντα χιλιάδες τάλαντα σε νομίσματα, οικιακά σκεύη και απερίγραπτη πολυτέλεια. [36.2] Λένε ότι εκεί βρέθηκαν πέντε χιλιάδες τάλαντα πορφύρας από την Ερμιόνη, που είχε συγκεντρωθεί εκεί πριν από εκατόν ενενήντα χρόνια, αλλά διατηρούσε ακόμη φρέσκο και ζωντανό το άνθος της. [36.3] Λένε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι η βαφή των πορφυρών γινόταν με μέλι και λευκό λάδι από λευκάδια. Γιατί και αυτών η λαμπρότητα, αν και βρισκόταν εκεί τα ίδια σχεδόν χρόνια, φάνταζε καθαρή και στίλβουσα. [36.4] Ο Δίνων μάλιστα λέει ότι οι βασιλιάδες έστελναν και έφερναν μαζί με τα άλλα και νερό από τον Νείλο και τον Ίστρο και το τοποθετούσαν στους θησαυρούς τους, σαν για επιβεβαίωση του μεγέθους της εξουσίας και της κυριαρχίας τους πάνω σε όλα.
[37.1] Καθώς η Περσία είναι δύσβατη χώρα λόγω της τραχύτητας του εδάφους και τη φρουρούσαν οι πιο γενναίοι Πέρσες —ο Δαρείος είχε ήδη φύγει— έγινε οδηγός του Αλέξανδρου σε μια κυκλική πορεία όχι μεγάλη κάποιος δίγλωσσος, από πατέρα Λύκιο και μητέρα Περσίδα. [37.2] Λένε ότι, όταν ο Αλέξανδρος ήταν ακόμη παιδί, η Πυθία είχε προφητεύσει ότι κατά την πορεία εναντίον των Περσών οδηγός του θα είναι ένας Λύκιος. [37.3] Συνέβη λοιπόν να γίνει εδώ μεγάλη σφαγή των αιχμαλώτων. Ο ίδιος γράφει ότι, επειδή έκρινε ότι αυτό θα ωφελούσε, διέταξε να σφάζονται οι αιχμάλωτοι· [37.4] και λένε ότι βρήκε πάρα πολλά νομίσματα όσα και στα Σούσα· όλα γενικά τα πράγματα και ο πλούτος μεταφέρθηκαν με δέκα χιλιάδες ζεύγη μουλαριών και πέντε χιλιάδες καμήλες. [37.5] Όταν κάποτε είδε έναν μεγάλο ανδριάντα του Ξέρξη να έχει ανατραπεί από απροσεξία από πλήθος ανθρώπων πολύ συνωστίζονταν να μπουν στα ανάκτορα, στάθηκε εκεί και σαν να μιλούσε σε έμψυχο είπε: «Τί από τα δυο; Να σε προσπεράσουμε και να σε αφήσουμε πεσμένο κάτω λόγω της εκστρατείας σου εναντίον των Ελλήνων ή να σε σηκώσουμε λόγω της μεγαλοσύνης και της αρετής σου;» Τελικά, ύστερα από πολλήν ώρα περισυλλογής και σιωπής, προσπέρασε και έφυγε. [37.6] Και θέλοντας να ξεκουράσει τους στρατιώτες του —καθόσον ήταν η εποχή του χειμώνα— πέρασε εκεί τέσσερις μήνες. [37.7] Λέγεται ότι την πρώτη φορά που κάθισε ο Αλέξανδρος στον θρόνο του Δαρείου κάτω από τον χρυσό ουρανό, ο Δημάρατος ο Κορίνθιος, φιλικά προσκείμενος στον Αλέξανδρο και πατρικός φίλος, δάκρυσε από συγκίνηση, σαν γέρος που ήταν, και είπε: «πόσο μεγάλη ευχαρίστηση έχουν στερηθεί οι Έλληνες που πέθαναν, πριν δουν τον Αλέξανδρο να κάθεται στον θρόνο του Δαρείου».
[38.1] Ύστερα από αυτό, σκοπεύοντας να κινηθεί εναντίον του Δαρείου, έτυχε να πίνει και να διασκεδάζει με τους εταίρους· μαζί έπιναν και γυναίκες, που είχαν έρθει στους εραστές για διασκέδαση. [38.2] Ανάμεσα σ᾽ αυτές η πιο διακεκριμένη ήταν η Θαΐδα, η εταίρα του Πτολεμαίου, του μετέπειτα βασιλιά, Αθηναία στην καταγωγή. Αυτή, από τη μια επαινώντας έξυπνα, από την άλλη αστειευόμενη με τον Αλέξανδρο, παρασυρμένη από το κρασί είπε έναν λόγο, ταιριαστό βέβαια στο ήθος της πατρίδας της αλλά προχωρημένο για μια του είδους της. [38.3] Είπε δηλαδή ότι, για όσα είχε τραβήξει περιπλανώμενη ανά την Ασία, εκείνη την ημέρα απολάμβανε ευχαρίστηση που διασκέδαζε στα περήφανα παλάτια των Περσών. [38.4] Και ακόμη πιο ευχάριστα θα διασκέδαζε, αν έβαζε φωτιά στο παλάτι του Ξέρξη, που πυρπόλησε την Αθήνα, βάζοντας η ίδια φωτιά υπό το βλέμμα του βασιλιά, για να συζητιέται μεταξύ των ανθρώπων ότι, για τους στρατηγούς εκείνους που έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες και πεζομαχίες, πήραν μεγαλύτερη εκδίκηση από τους Πέρσες οι γυναίκες της ακολουθίας του Αλέξανδρου για χάρη της Ελλάδας. [38.5] Τον λόγο αυτόν ακολούθησαν ζωηρό χειροκρότημα, επιδοκιμασίες, προτροπές και συναινέσεις από τους εταίρους· παρασύρθηκε και ο βασιλιάς, πετάχτηκε επάνω φορώντας στεφάνι και κρατώντας δαυλό αναμμένο και προχωρούσε μπροστά. [38.6] Όσοι ακολουθούσαν με τραγούδια και φωνές δυνατές έπαιρναν θέση γύρω από τα ανάκτορα· μαθαίνοντας αυτά οι υπόλοιποι Μακεδόνες έτρεχαν σύσσωμοι με χαρά κρατώντας αναμμένους δαυλούς. [38.7] Γιατί υπολόγιζαν ότι η πυρπόληση και καταστροφή των ανακτόρων ήταν δείγμα ότι ο Αλέξανδρος είχε τον νου του στην πατρίδα και δεν σκόπευε να ζήσει με τους βαρβάρους. [38.8] Άλλοι ισχυρίζονται ότι έτσι έγιναν αυτά, άλλοι όμως ότι έγιναν κατόπιν σχεδίου. Πάντως και οι μεν και οι δε συμφωνούν ότι γρήγορα ο Αλέξανδρος μετάνιωσε και έδωσε διαταγή να σβήσουν τη φωτιά.