Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (8.91.1-8.95.1)

[8.91.1] Οἱ μὲν δὴ πρὸς τοὺς Φοίνικας ἐτράποντο· τῶν δὲ βαρβάρων ἐς φυγὴν τρεπομένων καὶ ἐκπλεόντων πρὸς τὸ Φάληρον Αἰγινῆται ὑποστάντες ἐν τῷ πορθμῷ ἔργα ἀπεδέξαντο λόγου ἄξια. οἱ μὲν γὰρ Ἀθηναῖοι ἐν τῷ θορύβῳ ἐκεράϊζον τάς τε ἀντισταμένας καὶ τὰς φευγούσας τῶν νεῶν, οἱ δὲ Αἰγινῆται τὰς ἐκπλεούσας· ὅκως δέ τινες τοὺς Ἀθηναίους διαφύγοιεν, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας. [8.92.1] ἐνθαῦτα συνεκύρεον νέες ἥ τε Θεμιστοκλέος διώκουσα νέα, καὶ ἡ Πολυκρίτου τοῦ Κριοῦ ἀνδρὸς Αἰγινήτεω νηὶ ἐμβαλοῦσα Σιδωνίῃ, ἥ περ εἷλε τὴν προφυλάσσουσαν ἐπὶ Σκιάθῳ τὴν Αἰγιναίην, ἐπ᾽ ἧς ἔπλεε Πυθέης ὁ Ἰσχενόου, τὸν οἱ Πέρσαι κατακοπέντα ἀρετῆς εἵνεκα εἶχον ἐν τῇ νηὶ ἐκπαγλεόμενοι· τὸν δὴ περιάγουσα ἅμα τοῖσι Πέρσῃσι ἥλω νηῦς ἡ Σιδωνίη, ὥστε Πυθέην οὕτω σωθῆναι ἐς Αἴγιναν. [8.92.2] ὡς δὲ ἐσεῖδε τὴν νέα τὴν Ἀττικὴν ὁ Πολύκριτος, ἔγνω τὸ σημήιον ἰδὼν τῆς στρατηγίδος, καὶ βώσας τὸν Θεμιστοκλέα ἐπεκερτόμησε ἐς τῶν Αἰγινητέων τὸν μηδισμὸν ὀνειδίζων. ταῦτα μέν νυν νηὶ ἐμβαλὼν ὁ Πολύκριτος ἀπέρριψε ἐς Θεμιστοκλέα· οἱ δὲ βάρβαροι τῶν αἱ νέες περιεγένοντο φεύγοντες ἀπίκοντο ἐς Φάληρον ὑπὸ τὸν πεζὸν στρατόν. [8.93.1] ἐν δὲ τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ ἤκουσαν Ἑλλήνων ἄριστα Αἰγινῆται, ἐπὶ δὲ Ἀθηναῖοι, ἀνδρῶν δὲ Πολύκριτός τε ὁ Αἰγινήτης καὶ Ἀθηναῖοι Εὐμένης τε [ὁ] Ἀναγυράσιος καὶ Ἀμεινίης Παλληνεύς, ὃς καὶ Ἀρτεμισίην ἐπεδίωξε. εἰ μέν νυν ἔμαθε ὅτι ἐν ταύτῃ πλέοι Ἀρτεμισίη, οὐκ ἂν ἐπαύσατο πρότερον ἢ εἷλέ μιν ἢ καὶ αὐτὸς ἥλω. [8.93.2] τοῖσι γὰρ Ἀθηναίων τριηράρχοισι παρεκεκέλευστο, πρὸς δὲ καὶ ἄεθλον ἔκειτο μύριαι δραχμαί, ὃς ἄν μιν ζωὴν ἕλῃ· δεινὸν γάρ τι ἐποιεῦντο γυναῖκα ἐπὶ τὰς Ἀθήνας στρατεύεσθαι. αὕτη μὲν δή, ὡς πρότερον εἴρηται, διέφυγε· ἦσαν δὲ καὶ οἱ ἄλλοι, τῶν αἱ νέες περιεγεγόνεσαν, ἐν τῷ Φαλήρῳ.
[8.94.1] Ἀδείμαντον δὲ τὸν Κορίνθιον στρατηγὸν λέγουσι Ἀθηναῖοι αὐτίκα κατ᾽ ἀρχάς, ὡς συνέμισγον αἱ νέες, ἐκπλαγέντα τε καὶ ὑπερδείσαντα, τὰ ἱστία ἀράμενον οἴχεσθαι φεύγοντα, ἰδόντας δὲ τοὺς Κορινθίους τὴν στρατηγίδα φεύγουσαν ὡσαύτως οἴχεσθαι. [8.94.2] ὡς δὲ ἄρα φεύγοντας γίνεσθαι τῆς Σαλαμινίης κατὰ ‹τὸ› ἱρὸν Ἀθηναίης Σκιράδος, περιπίπτειν σφι κέλητα θείῃ πομπῇ, τὸν οὔτε πέμψαντα φανῆναι οὐδένα, οὔτε τι τῶν ἀπὸ τῆς στρατιῆς εἰδόσι προσφέρεσθαι τοῖσι Κορινθίοισι. τῇδε δὲ συμβάλλονται εἶναι θεῖον τὸ πρῆγμα· ὡς γὰρ ἀγχοῦ γενέσθαι τῶν νεῶν, τοὺς ἀπὸ τοῦ κέλητος λέγειν τάδε· [8.94.3] Ἀδείμαντε, σὺ μὲν ἀποστρέψας τὰς νέας ἐς φυγὴν ὅρμησαι καταπροδοὺς τοὺς Ἕλληνας· οἱ δὲ καὶ δὴ νικῶσι ὅσον αὐτοὶ ἠρῶντο ἐπικρατῆσαι τῶν ἐχθρῶν. ταῦτα λεγόντων ἀπιστέειν γὰρ τὸν Ἀδείμαντον, αὖτις τάδε λέγειν, ὡς αὐτοὶ οἷοί τε εἶεν ἀγόμενοι ὅμηροι ἀποθνῄσκειν, ἢν μὴ νικῶντες φαίνωνται οἱ Ἕλληνες. [8.94.4] οὕτω δὴ ἀποστρέψαντα τὴν νέα αὐτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους ἐπ᾽ ἐξεργασμένοισι ἐλθεῖν ἐς τὸ στρατόπεδον. τούτους μὲν τοιαύτη φάτις ἔχει ὑπὸ Ἀθηναίων, οὐ μέντοι αὐτοί γε Κορίνθιοι ὁμολογέουσι, ἀλλ᾽ ἐν πρώτοισι σφέας αὐτοὺς τῆς ναυμαχίης νομίζουσι γενέσθαι· μαρτυρέει δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς. [8.95.1] Ἀριστείδης δὲ ὁ Λυσιμάχου ἀνὴρ Ἀθηναῖος, τοῦ καὶ ὀλίγῳ τι πρότερον τούτων ἐπεμνήσθην ὡς ἀνδρὸς ἀρίστου, οὗτος ἐν τῷ θορύβῳ τούτῳ τῷ περὶ Σαλαμῖνα γινομένῳ τάδε ἐποίεε· παραλαβὼν πολλοὺς τῶν ὁπλιτέων οἳ παρετετάχατο παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς Σαλαμινίης χώρης, γένος ἐόντες Ἀθηναῖοι, ἐς τὴν Ψυττάλειαν νῆσον ἀπέβησε ἄγων, οἳ τοὺς Πέρσας τοὺς ἐν τῇ νησῖδι ταύτῃ κατεφόνευσαν πάντας.

[8.91.1] Λοιπόν αυτοί τα έβαλαν με τους Φοίνικες· κι ενώ οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή και υποχωρούσαν με τα καράβια τους προς το Φάληρο, οι Αιγινήτες έπιασαν θέση στο στενό πέρασμα κι έκαναν αξιόλογα κατορθώματα. Γιατί απ᾽ τη μεριά τους τα καράβια των Αθηναίων μέσα στην κοσμοχαλασιά συνέτριβαν τα εχθρικά καράβια, όσα τους πρόβαλαν αντίσταση κι όσα τρέπονταν σε φυγή, ενώ οι Αιγινήτες όσα έβγαιναν απ᾽ το πεδίο της μάχης· κι έτσι κι ένα καράβι γλίτωνε απ᾽ τους Αθηναίους, με την ορμή που έπλεε ερχόταν κι έπεφτε πάνω στους Αιγινήτες.
[8.92.1] Τότε συναντήθηκαν κατά τύχη το καράβι του Θεμιστοκλή, που καταδίωκε εχθρικό καράβι, και του Αιγινήτη Πολυκρίτου, του γιου του Κριού, που κάρφωσε το έμβολό του σε καράβι της Σιδώνας, σ᾽ εκείνο που αιχμαλώτισε το αιγινήτικο καράβι που ήταν προφυλακή του στόλου στη Σκιάθο κι είχε επιβάτη τον Πυθέα, το γιο του Ισχενόου, που, με το σώμα του αγνώριστο απ᾽ τα τραύματα, οι Πέρσες τον είχαν στο καράβι τους και τον καμάρωναν, εξαιτίας της ανδρείας του· λοιπόν, το καράβι της Σιδώνας που τον έφερνε παντού μαζί με τους Πέρσες έπεσε στα χέρια των εχθρών τους, με αποτέλεσμα ο Πυθέας να γυρίσει ζωντανός μ᾽ αυτό τον τρόπο στην Αίγινα. [8.92.2] Και, μόλις ο Πολύκριτος αντίκρισε το αθηναϊκό καράβι, βλέποντας τη σημαία αναγνώρισε τη ναυαρχίδα και βάζοντας φωνή τα έψαλλε στον Θεμιστοκλή, σαρκάζοντας για τη μομφή εναντίον των Αιγινητών, ότι μήδιζαν. Λοιπόν, βυθίζοντας καράβι με το έμβολο ο Πολύκριτος αυτές τις βρισιές έριξε κατά πρόσωπο στον Θεμιστοκλή· οι βάρβαροι πάλι, όσων τα καράβια σώθηκαν, φεύγοντας έφτασαν στο Φάληρο καταφεύγοντας στην προστασία του πεζικού τους.
[8.93.1] Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία την πιο μεγάλη δόξα την κέρδισαν οι Αιγινήτες και μετά απ᾽ αυτούς οι Αθηναίοι, ενώ σαν άτομα ο Πολύκριτος ο Αιγινήτης και οι Αθηναίοι Ευμένης, από το δήμο Αναγυρούντα, κι ο Αμεινίας απ᾽ την Παλλήνη, αυτός που κοντά στ᾽ άλλα καταδίωξε την Αρτεμισία. Λοιπόν, αν είχε αντιληφτεί πως πάνω σ᾽ εκείνο το καράβι έπλεε η Αρτεμισία, δε θα σταματούσε πριν την αιχμαλωτίσει ή πριν πέσει αιχμάλωτος ο ίδιος. [8.93.2] Γιατί είχε δοθεί τέτοια διαταγή στους τριηράρχους των Αθηναίων κι επίσης είχε αθλοθετηθεί βραβείο χίλιες δραχμές για όποιον την πιάσει ζωντανή· γιατί τους έθιγε το φιλότιμο να εκστρατεύσει γυναίκα εναντίον της Αθήνας. Αλλά εκείνη βέβαια, όπως έχω πει παραπάνω, ξέφυγε· κι οι υπόλοιποι, που τα καράβια τους είχαν σωθεί, βρίσκονταν στο Φάληρο.
[8.94.1] Οι Αθηναίοι πάλι λένε πως ο Αδείμαντος, ο στρατηγός των Κορινθίων, αμέσως κι από την πρώτη στιγμή, με την έναρξη της ναυμαχίας, αναστατωμένος και πανικόβλητος σήκωσε τα πανιά και τράπηκε βιαστικά σε φυγή· και οι Κορίνθιοι, βλέποντας τη ναυαρχίδα τους να τρέπεται σε φυγή, έκαναν το ίδιο, έφευγαν βιαστικά. [8.94.2] Και φεύγοντας έφτασαν εκεί κατά το ακρογιάλι της Ελευσίνας όπου βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Σκιράδας, όταν ήρθε και τους συνάντησε πλοιάριο σταλμένο απ᾽ τους θεούς· ποιός το έστειλε, ποτέ δεν έγινε φανερό, ενώ ούτε και οι Κορίνθιοι, που ήρθε και τους συνάντησε, είχαν κάποια πληροφορία για το πώς εξελίσσεται η ναυμαχία. Και νά πώς έφτασαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έργο θεού· γιατί μόλις πλησίασαν στα καράβια, οι ναύτες του πλοιαρίου έλεγαν τα εξής: [8.94.3] «Αδείμαντε, εσύ βέβαια πήρες τα καράβια σου και τράπηκες σε φυγή, καταπροδίνοντας τους Έλληνες· όμως νά που αυτοί βγαίνουν νικητές και μάλιστα στο βαθμό που οι ίδιοι εύχονταν να βάλουν κάτω τους εχθρούς». Ο Αδείμαντος δεν έδινε πίστη στα λόγια τους αυτά, γι᾽ αυτό γυρνούν και του λένε τα εξής, πως αυτοί δέχονται να τους πάρει ομήρους και, αν δεν αποδειχτεί πως οι Έλληνες νικούν, να τους σκοτώσει. [8.94.4] Κι έτσι, δίνοντας αντίθετη πορεία στα καράβια, κι ο ίδιος και οι άλλοι έφτασαν στο στρατόπεδο κατόπιν εορτής. Λοιπόν οι Αθηναίοι αυτή τη φήμη διέδωσαν γι᾽ αυτούς, οι Κορίνθιοι όμως δεν το παραδέχονται —κάθε άλλο!— αλλά θεωρούν πως ήταν οι ίδιοι τους από τους πρωταγωνιστές της ναυμαχίας· μάρτυράς τους γι᾽ αυτό είναι και η υπόλοιπη Ελλάδα.
[8.95.1] Κι ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, Αθηναίος πολίτης, που τον μνημόνευσα και λίγο παραπάνω ως άντρα με μοναδική αρετή, μες στην κοσμοχαλασιά που επικρατούσε στη θάλασσα της Σαλαμίνας, νά τί έκανε· παρέλαβε πολλούς βαριά οπλισμένους, γνήσιους Αθηναίους, που ήταν παραταγμένοι στις ακτές της Σαλαμίνας, και τους αποβίβασε στο νησί Ψυττάλεια· κι αυτοί πετσόκοψαν όλους τους Πέρσες που βρίσκονταν στο νησάκι αυτό.