Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.52.1-6.54.7)

[6.52.1] Ἐσηγγέλλετο δὲ αὐτοῖς ἔκ τε Καμαρίνης ὡς, εἰ ἔλθοιεν, προσχωροῖεν ἄν, καὶ ὅτι Συρακόσιοι πληροῦσι ναυτικόν. ἁπάσῃ οὖν τῇ στρατιᾷ παρέπλευσαν πρῶτον μὲν ἐπὶ Συρακούσας· καὶ ὡς οὐδὲν ηὗρον ναυτικὸν πληρούμενον, παρεκομίζοντο αὖθις ἐπὶ Καμαρίνης, καὶ σχόντες ἐς τὸν αἰγιαλὸν ἐπεκηρυκεύοντο. οἱ δ᾽ οὐκ ἐδέχοντο, λέγοντες σφίσι τὰ ὅρκια εἶναι μιᾷ νηὶ καταπλεόντων Ἀθηναίων δέχεσθαι, ἢν μὴ αὐτοὶ πλείους μεταπέμπωσιν. [6.52.2] ἄπρακτοι δὲ γενόμενοι ἀπέπλεον· καὶ ἀποβάντες κατά τι τῆς Συρακοσίας καὶ ἁρπαγὴν ποιησάμενοι, καὶ τῶν Συρακοσίων ἱππέων βοηθησάντων καὶ τῶν ψιλῶν τινὰς ἐσκεδασμένους διαφθειράντων, ἀπεκομίσθησαν ἐς Κατάνην. [6.53.1] καὶ καταλαμβάνουσι τὴν Σαλαμινίαν ναῦν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἥκουσαν ἐπί τε Ἀλκιβιάδην ὡς κελεύσοντας ἀποπλεῖν ἐς ἀπολογίαν ὧν ἡ πόλις ἐνεκάλει, καὶ ἐπ᾽ ἄλλους τινὰς τῶν στρατιωτῶν τῶν μετ᾽ αὐτοῦ μεμηνυμένων περὶ τῶν μυστηρίων ὡς ἀσεβούντων, τῶν δὲ καὶ περὶ τῶν Ἑρμῶν. [6.53.2] οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἡ στρατιὰ ἀπέπλευσεν, οὐδὲν ἧσσον ζήτησιν ἐποιοῦντο τῶν περὶ τὰ μυστήρια καὶ τῶν περὶ τοὺς Ἑρμᾶς δρασθέντων, καὶ οὐ δοκιμάζοντες τοὺς μηνυτάς, ἀλλὰ πάντα ὑπόπτως ἀποδεχόμενοι, διὰ πονηρῶν ἀνθρώπων πίστιν πάνυ χρηστοὺς τῶν πολιτῶν ξυλλαμβάνοντες κατέδουν, χρησιμώτερον ἡγούμενοι εἶναι βασανίσαι τὸ πρᾶγμα καὶ εὑρεῖν ἢ διὰ μηνυτοῦ πονηρίαν τινὰ καὶ χρηστὸν δοκοῦντα εἶναι αἰτιαθέντα ἀνέλεγκτον διαφυγεῖν. [6.53.3] ἐπιστάμενος γὰρ ὁ δῆμος ἀκοῇ τὴν Πεισιστράτου καὶ τῶν παίδων τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην καὶ προσέτι οὐδ᾽ ὑφ᾽ ἑαυτῶν καὶ Ἁρμοδίου καταλυθεῖσαν, ἀλλ᾽ ὑπὸ τῶν Λακεδαιμονίων, ἐφοβεῖτο αἰεὶ καὶ πάντα ὑπόπτως ἐλάμβανεν.
[6.54.1] Τὸ γὰρ Ἀριστογείτονος καὶ Ἁρμοδίου τόλμημα δι᾽ ἐρωτικὴν ξυντυχίαν ἐπεχειρήθη, ἣν ἐγὼ ἐπὶ πλέον διηγησάμενος ἀποφανῶ οὔτε τοὺς ἄλλους οὔτε αὐτοὺς Ἀθηναίους περὶ τῶν σφετέρων τυράννων οὐδὲ περὶ τοῦ γενομένου ἀκριβὲς οὐδὲν λέγοντας. [6.54.2] Πεισιστράτου γὰρ γηραιοῦ τελευτήσαντος ἐν τῇ τυραννίδι οὐχ Ἵππαρχος, ὥσπερ οἱ πολλοὶ οἴονται, ἀλλ᾽ Ἱππίας πρεσβύτατος ὢν ἔσχε τὴν ἀρχήν. γενομένου δὲ Ἁρμοδίου ὥρᾳ ἡλικίας λαμπροῦ Ἀριστογείτων ἀνὴρ τῶν ἀστῶν, μέσος πολίτης, ἐραστὴς ὢν εἶχεν αὐτόν. [6.54.3] πειραθεὶς δὲ ὁ Ἁρμόδιος ὑπὸ Ἱππάρχου τοῦ Πεισιστράτου καὶ οὐ πεισθεὶς καταγορεύει τῷ Ἀριστογείτονι. ὁ δὲ ἐρωτικῶς περιαλγήσας καὶ φοβηθεὶς τὴν Ἱππάρχου δύναμιν μὴ βίᾳ προσαγάγηται αὐτόν, ἐπιβουλεύει εὐθὺς ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξιώσεως κατάλυσιν τῇ τυραννίδι. [6.54.4] καὶ ἐν τούτῳ ὁ Ἵππαρχος ὡς αὖθις πειράσας οὐδὲν μᾶλλον ἔπειθε τὸν Ἁρμόδιον, βίαιον μὲν οὐδὲν ἐβούλετο δρᾶν, ἐν τρόπῳ δέ τινι ἀφανεῖ ὡς οὐ διὰ τοῦτο δὴ παρεσκευάζετο προπηλακιῶν αὐτόν. [6.54.5] οὐδὲ γὰρ τὴν ἄλλην ἀρχὴν ἐπαχθὴς ἦν ἐς τοὺς πολλούς, ἀλλ᾽ ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο· καὶ ἐπετήδευσαν ἐπὶ πλεῖστον δὴ τύραννοι οὗτοι ἀρετὴν καὶ ξύνεσιν, καὶ Ἀθηναίους εἰκοστὴν μόνον πρασσόμενοι τῶν γιγνομένων τήν τε πόλιν αὐτῶν καλῶς διεκόσμησαν καὶ τοὺς πολέμους διέφερον καὶ ἐς τὰ ἱερὰ ἔθυον. [6.54.6] τὰ δὲ ἄλλα αὐτὴ ἡ πόλις τοῖς πρὶν κειμένοις νόμοις ἐχρῆτο, πλὴν καθ᾽ ὅσον αἰεί τινα ἐπεμέλοντο σφῶν αὐτῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς εἶναι. καὶ ἄλλοι τε αὐτῶν ἦρξαν τὴν ἐνιαύσιον Ἀθηναίοις ἀρχὴν καὶ Πεισίστρατος ὁ Ἱππίου τοῦ τυραννεύσαντος υἱός, τοῦ πάππου ἔχων τοὔνομα, ὃς τῶν δώδεκα θεῶν βωμὸν τὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἄρχων ἀνέθηκε καὶ τὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Πυθίου. [6.54.7] καὶ τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ προσοικοδομήσας ὕστερον ὁ δῆμος Ἀθηναίων μεῖζον μῆκος τοῦ βωμοῦ ἠφάνισε τοὐπίγραμμα· τοῦ δ᾽ ἐν Πυθίου ἔτι καὶ νῦν δῆλόν ἐστιν ἀμυδροῖς γράμμασι λέγον τάδε·
μνῆμα τόδ᾽ ἧς ἀρχῆς Πεισίστρατος Ἱππίου υἱός
θῆκεν Ἀπόλλωνος Πυθίου ἐν τεμένει.

[6.52.1] Εκεί τους ήρθαν πληροφορίες από την Καμάρινα ότι, αν πήγαιναν εκεί, η πολιτεία θα προσχωρούσε και ότι οι Συρακούσιοι ετοίμαζαν στόλο. Τότε οι Αθηναίοι, με όλες τις δυνάμεις τους, πήγαν πρώτα στις Συρακούσες παραπλέοντας την ακτή. Επειδή δεν είδαν να ετοιμάζεται κανένα πολεμικό, εξακολούθησαν να πλέουν κοντά στην ακτή έως την Καμάρινα, όπου κατέβηκαν στον γιαλό κι έστειλαν κήρυκες. Αλλά οι Καμαριναίοι αρνήθηκαν να τους δεχτούν, λέγοντας ότι είχαν δεσμευτεί με όρκους να μην δέχονται παρά μόνο ένα αθηναϊκό καράβι, εκτός εάν οι ίδιοι είχαν ζητήσει να έρθουν περισσότερα. [6.52.2] Οι Αθηναίοι έφυγαν άπρακτοι. Έκαναν μια απόβαση στο έδαφος της Συρακουσίας και το λεηλάτησαν, αλλά το ιππικό των Συρακουσίων τους απέκρουσε και σκότωσε μερικούς ψιλούς που είχαν σκορπίσει. Οι Αθηναίοι γύρισαν πίσω στην Κατάνη.
[6.53.1] Εκεί βρήκαν την Σαλαμινία που είχε έρθει από την Αθήνα για να διατάξει τον Αλκιβιάδη να γυρίσει πίσω ν᾽ απολογηθεί για τις κατηγορίες που διατύπωνε εναντίον του η πολιτεία, καθώς και μερικούς άλλους στρατιώτες που είχαν μηνυθεί μαζί του για ασέβεια, για την παρωδία των Μυστηρίων και άλλους για την υπόθεση των Ερμών. [6.53.2] Μετά την αναχώρηση του εκστρατευτικού σώματος, οι Αθηναίοι δεν είχαν χαλαρώσει τις προσπάθειές τους για ν᾽ ανακαλύψουν τους δράστες της παρωδίας των Μυστηρίων και του ακρωτηριασμού των Ερμών. Χωρίς να ελέγχουν το ποιόν των καταδοτών, αποδέχονταν φιλύποπτα όλες τις καταγγελίες, και, δίνοντας πίστη σε αχρείους ανθρώπους, έπιαναν κι έριχναν στην φυλακή ευυπόληπτους πολίτες. Θεωρούσαν ότι, σωστότερο ήταν να εξετάσουν κατά βάθος την υπόθεση και να την διαλευκάνουν, παρά ν᾽ αφήσουν να ξεφύγει, χωρίς να εξετασθεί, ένας πολίτης χρηστός, επειδή ο μηνυτής του ήταν αχρείος. [6.53.3] Ο λαός ήξερε από την παράδοση ότι η τυραννίδα του Πεισιστράτου και των γιων του είχε γίνει σκληρή προς το τέλος της και ότι δεν είχε ανατραπεί από τους Αθηναίους και τον Αρμόδιο, αλλά από τους Λακεδαιμονίους. Γι᾽ αυτό και ο λαός ζούσε σε διαρκή φόβο και υποπτευόταν τα πάντα.
[6.54.1] Στην πραγματικότητα το τόλμημα του Αριστογείτονος και του Αρμοδίου είχε αιτία μια ερωτική περιπέτεια, την οποίαν θα ιστορήσω με λεπτομέρεια για ν᾽ αποδείξω ότι, ούτε οι άλλοι Έλληνες, ούτε οι Αθηναίοι λένε αλήθεια όταν διηγούνται τα των τυράννων τους και ειδικότερα το γεγονός αυτό. [6.54.2] Όταν ο Πεισίστρατος, γέρος, πέθανε τύραννος, δεν τον διαδέχτηκε ο Ίππαρχος, όπως το νομίζουν οι πολλοί, αλλά πήρε την εξουσία ο Ιππίας, ως πρωτότοκος. Ο Αρμόδιος ήταν, τότε, ωραιότατος, στον ανθό της νιότης και ο Αριστογείτων, πολίτης της μέσης τάξης, τον ερωτεύτηκε και ζούσε μαζί του. [6.54.3] Ο Ίππαρχος του Πεισιστράτου, έκανε ερωτικές προτάσεις στον Αρμόδιο, ο οποίος τον απέκρουσε και το είπε στον Αριστογείτονα που αγανάκτησε απ᾽ το ερωτικό του πάθος. Φοβήθηκε μήπως ο Ίππαρχος, με τη δύναμή του, πάρει τον Αρμόδιο με την βία και άρχισε αμέσως να συνωμοτεί για ν᾽ ανατρέψει την τυραννίδα, χρησιμοποιώντας την επιρροή που είχε. [6.54.4] Ο Ίππαρχος προσπάθησε πάλι να προσελκύσει τον Αρμόδιο και πάλι απέτυχε, αλλά δεν είχε κανένα σκοπό να μεταχειριστεί βία, αναζητούσε, όμως, τρόπο να τον εξευτελίσει χωρίς να φανεί ότι ήταν για αυτήν την αιτία. [6.54.5] Άλλωστε δεν ασκούσε σκληρά την εξουσία του επάνω στον λαό και φρόντιζε να μην προκαλεί τον φθόνο. Οι τύραννοι αυτοί έδειξαν, για πολύν καιρό, και αρετή και σύνεση. Δεν εισέπρατταν περισσότερο από το ένα εικοστό από τα προϊόντα της γης και όμως κόσμησαν την Αθήνα με ωραία οικοδομήματα, έκαναν επιτυχείς πολέμους και οργάνωναν θυσίες στους ναούς. [6.54.6] Γενικά η πολιτεία χρησιμοποιούσε τους παλιούς θεσμούς, μόνο που οι τύραννοι φρόντιζαν να είναι πάντα ένας από την οικογένειά τους μεταξύ των αρχόντων. Πολλοί άσκησαν έτσι την εξουσία του ετησίου άρχοντα και ιδιαίτερα ο Πεισίστρατος, γιος του τυράννου Ιππία, που είχε το όνομα του παππού του. Ίδρυσε τον βωμό των Δώδεκα Θεών στην αγορά όταν ήταν άρχων και τον βωμό του Απόλλωνος στο Πύθιο. [6.54.7] Στον βωμό της αγοράς, όταν αργότερα τον μεγάλωσαν με πρόσθετα κτίσματα, οι Αθηναίοι έσβησαν την αφιερωματική επιγραφή. Αλλά στον βωμό του Πυθίου ακόμα και σήμερα φαίνεται η επιγραφή με μισοσβησμένα γράμματα, η οποία λέει τα εξής:
Ο γιος του Ιππία Πεισίστρατος αφιέρωσε
στον ναό του Απόλλωνος το μνημείο τούτο
της εξουσίας του.