[6.45.1] Στο μεταξύ έφταναν στις Συρακούσες από πολλές μεριές και από τους κατασκόπους τους, θετικές πληροφορίες ότι ο στόλος ήταν στο Ρήγιο. Έπαψαν ν᾽ αμφιβάλλουν και άρχισαν να προετοιμάζονται με αποφασιστικότητα. Έστειλαν και στους διαφόρους Σικελούς, αλλού φρουρές και αλλού πρέσβεις. Ενίσχυσαν με μονάδες τα φρούρια της χώρας και μέσα στην πολιτεία έκαναν επιθεώρηση στα όπλα και τ᾽ άλογα, για να είναι όλα έτοιμα, και πήραν όλα τα μέτρα για επικείμενο πόλεμο που σχεδόν είχε αρχίσει. [6.46.1] Τα τρία καράβια που είχαν προηγηθεί, γύρισαν από την Έγεστα στο αθηναϊκό στρατόπεδο του Ρηγίου κι έφεραν την πληροφορία ότι δεν υπήρχαν τα μεγάλα ποσά που είχαν υποσχεθεί οι Εγεσταίοι και ότι τους είχαν δείξει τριάντα μόνο τάλαντα. [6.46.2] Οι στρατηγοί εθύμωσαν εκείνη τη στιγμή και για το πάθημα αυτό και επειδή αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν μαζί τους οι Ρηγίνοι που ήσαν οι πρώτοι τους οποίους προσπάθησαν να πείσουν — πράγμα που φαινόταν πιο εύκολο αφού ήσαν ομόφυλοι με τους Λεοντίνους και ήσαν από πάντα φίλοι των Αθηναίων. Για τον Νικία οι πληροφορίες από την Έγεστα ήσαν όπως τις είχε προβλέψει, αλλά οι άλλοι δύο στρατηγοί δεν μπορούσαν ούτε εξήγηση να δώσουν. [6.46.3] Οι Εγεσταίοι είχαν μεταχειριστεί το ακόλουθο τέχνασμα, όταν οι πρώτοι πρέσβεις από την Αθήνα είχαν πάει στην Έγεστα για να βεβαιωθούν αν υπάρχουν χρήματα. Τους οδήγησαν στον ναό της Αφροδίτης στον Έρυκα και τους έδειξαν τα αφιερώματα, τάσια, κανάτες για κρασί και μυροκαύστες και άλλα πολλά αντικείμενα από ασήμι, που φάνταζαν πολύ περισσότερο από την πραγματική τους αξία. Μετά διάφοροι ιδιώτες προσκαλούσαν στα σπίτια τους τα πληρώματα των καραβιών, μάζευαν όλα τα χρυσά και ασημένια σκεύη που υπήρχαν στην Έγεστα και δανείζονταν άλλα από τις γειτονικές ελληνικές και φοινικικές πολιτείες. Τα έφερναν στα συμπόσια ο καθένας, σαν να ήσαν δικά του. [6.46.4] Καθώς οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τα ίδια πάντα σκεύη και παντού φαίνονταν πολλά, το πράγμα είχε κάνει εντύπωση στ᾽ αθηναϊκά πληρώματα κι άμα έφτασαν στην Αθήνα διέδωσαν ότι είχαν δει πλούτη πολλά. [6.46.5] Έτσι, όταν μαθεύτηκε ότι η Έγεστα δεν είχε χρήματα, οι στρατιώτες κατηγορούσαν έντονα τους πρέσβεις που είχαν εξαπατηθεί οι ίδιοι και είχαν παρασύρει, τότε, και τους άλλους. Οι στρατηγοί έκαναν συμβούλιο για την κατάσταση που αντιμετώπιζαν. [6.47.1] Ο Νικίας ήταν της γνώμης να πάνε αμέσως, με όλες τις δυνάμεις τους, στον Σελινούντα, αφού αυτός ήταν ο κύριος σκοπός της εκστρατείας και, αν οι Εγεσταίοι έδιναν χρήματα για ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα, τότε να σκεφθούν τί θα κάνουν, ειδεμή ν᾽ αξιώσουν από τους Εγεσταίους να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία για τα εξήντα καράβια, όσα είχαν ζητήσει, και να μείνουν εκεί για να επιβάλουν συνδιαλλαγή μεταξύ Σελινουντίων και Εγεσταίων ή διά της βίας ή μετά από διαπραγματεύσεις. Μετά απ᾽ αυτό να παραπλεύσουν τις ακτές και να επιδείξουν την δύναμη της πολιτείας των Αθηνών. Αφού δείξουν την εύνοιά τους στους φίλους τους και τους συμμάχους, να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, εκτός εάν παρουσιαζόταν, σύντομα, απροσδόκητη ευκαιρία να βοηθήσουν τους Λεοντίνους ή να προσεταιρισθούν καμιά από τις άλλες πολιτείες, χωρίς να εκθέσουν σε κίνδυνο την Αθήνα, ξοδεύοντας το δημόσιο χρήμα. [6.48.1] Ο Αλκιβιάδης, όμως, υποστήριξε ότι δεν έπρεπε αφού είχαν εκστρατεύσει με τόσες δυνάμεις να γυρίσουν πίσω ντροπιασμένοι και άπρακτοι, αλλά ότι έπρεπε να στείλουν κήρυκες σ᾽ όλες τις πολιτείες, εκτός από τον Σελινούντα και τις Συρακούσες, και να δοκιμάσουν ν᾽ αποσπάσουν μερικούς από τους Σικελούς από τις Συρακούσες και άλλους να τους προσεταιρισθούν, ώστε να εξασφαλίσουν και εφοδιασμό και στρατιωτική βοήθεια. Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, όμως, έπρεπε να προσεταιρισθούν τους Μεσσηνίους (βρίσκονται απάνω στον πορθμό και κρατούν το κλειδί της Σικελίας, αλλά και θα εξασφάλιζαν στην εκστρατεία εξαιρετικά χρήσιμο λιμάνι και βάση εξόρμησης) και μετά, αφού προσεταιριστούν τις πολιτείες και αφού θα ξέρουν πια πόσες θα πολεμούσαν στο πλευρό τους, τότε μόνο να βαδίσουν εναντίον των Συρακουσών και του Σελινούντος, εκτός εάν οι Εγεσταίοι συνδιαλλαγούν μαζί τους και οι Συρακούσιοι αφήσουν τους Λεοντίνους να εγκατασταθούν πάλι στον τόπο τους. |