[191] Γι᾽ αυτούς τους δυο λοιπόν πολέμους έχω πει αρκετά στα προηγούμενα· τώρα θα κάνω λόγο για τον τρίτο πόλεμο. Αυτός έγινε όταν οι άλλες ελληνικές πόλεις είχαν μόλις ιδρυθεί και η δική μας κυβερνιόταν ακόμη από βασιλείς. Εκείνη την εποχή συνέπεσε να γίνουν πάρα πολλοί πόλεμοι και να δημιουργηθούν ταυτόχρονα πολύ μεγάλοι κίνδυνοι. Αυτούς όλους δεν θα μπορέσω ούτε να τους βρω ούτε να τους αναφέρω. [192] Αφού λοιπόν παραλείψω τα περισσότερα από τα όσα συνέβησαν εκείνη την εποχή και τα οποία δεν επείγει να αναφερθούν τώρα, θα προσπαθήσω να δηλώσω, όσο μπορώ πιο σύντομα, τόσο εκείνους που επιτέθηκαν εναντίον της πόλης μας όσο και τις μάχες που αξίζει να μνημονευτούν και να αναφερθούν, καθώς και τους ηγέτες τους, ακόμη, τις προφάσεις που επικαλούνται οι εχθροί τους, καθώς και τη δύναμη αυτών που τους ακολούθησαν. Γιατί αυτές οι λεπτομέρειες θα είναι αρκετές να αναφερθούν κοντά σ᾽ αυτά που έχουμε πει για τους αντιπάλους μας. [193] Οι Θράκες, ως γνωστόν, εισέβαλαν στη χώρα μας υπό τον Εύμολπο, τον γιο του Ποσειδώνα, ο οποίος αμφισβήτησε την κατοχή της πόλης μας από τον Ερεχθέα, υποστηρίζοντας ότι, πριν από την Αθηνά, είχε καταλάβει την πόλη ο Ποσειδών. Έπειτα μας επιτέθηκαν οι Σκύθες μαζί με τις Αμαζόνες, τις θυγατέρες του Άρη, που έκαναν την εκστρατεία εναντίον της Ιππολύτης, που είχε καταπατήσει τα έθιμα του τόπου τους, ερωτεύτηκε τον Θησέα, τον ακολούθησε από εκεί και έζησε μαζί του. [194] Στη συνέχεια μας επιτέθηκαν οι Πελοποννήσιοι με τον Ευρυσθέα, οι οποίος όχι μόνο αρνήθηκε να δώσει ικανοποίηση στον Ηρακλή για τις προσβολές που του έκανε αλλά και εξεστράτευσε εναντίον των προγόνων μας, για να απαγάγει με τη βία τα παιδιά εκείνου —σε μας, ως γνωστόν, είχαν καταφύγει— αλλά έπαθε όσα του άξιζε. Τόσο μακριά στάθηκε από το να πάρει υπό την εξουσία του τα παιδιά του Ηρακλή που είχαν βρει καταφύγιο σε μας, ώστε νικήθηκε στη μάχη, πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε, αφού προηγουμένως κατάντησε ικέτης αυτών των οποίων την παράδοση ζητούσε. [195] Ύστερα από αυτόν, εκείνοι που στάλθηκαν από τον Δαρείο για να ερημώσουν την Ελλάδα, αφού έπεσαν σε περισσότερες και μεγαλύτερες συμφορές από αυτές που υπολόγιζαν να προκαλέσουν στην πόλη μας, αναγκάστηκαν να εκκενώσουν ολόκληρη την Ελλάδα. [196] Όλοι αυτοί οι λαοί που ανέφερα δεν εισέβαλαν στη χώρα μας όλοι μαζί ούτε και τον ίδιο καιρό, αλλά όπως το επέτρεπαν οι περιστάσεις, το συμφέρον του καθενός και η επιθυμία τους. Οι πρόγονοί μας, ενώ τους νίκησαν σε μάχη και ταπείνωσαν την αλαζονεία τους, δεν το πήραν επάνω τους παρά τα τόσο μεγάλα κατορθώματά τους· ούτε και έπαθαν το ίδιο με εκείνους, που με τις σωστές και συνετές αποφάσεις αποκτούν μεγάλα πλούτη και φήμη ζηλευτή, εν συνεχεία όμως από τα μεγαλεία αυτά γίνονται αλαζόνες, χάνουν τα λογικά τους και φτάνουν σε κατάσταση χειρότερη και πιο ταπεινωτική από εκείνη στην οποία βρίσκονταν προηγουμένως. [197] Αντίθετα, οι πρόγονοί μας απέφυγαν όλα αυτά και έμειναν σταθεροί στα ήθη που είχαν χάρη στην καλή διακυβέρνηση της πόλης· καμάρωναν περισσότερο για τη δύναμη της ψυχής και για τον τρόπο σκέψης τους παρά για τις μάχες που είχαν κερδίσει· προκαλούσαν τον θαυμασμό των άλλων για τη σταθερότητα και τη σωφροσύνη τους παρά για την ανδρεία που είχαν επιδείξει στους κινδύνους. [198] Γιατί όλοι έβλεπαν ότι την παλικαριά στον πόλεμο διέθεταν πολλοί, ακόμη και εκείνοι που διακρίνονταν για τα κακουργήματά τους· αντίθετα, έβλεπαν ότι οι κακοήθεις άνθρωποι δεν έχουν σωφροσύνη, που είναι χρήσιμη σε όλα και μπορεί να ωφελεί τους πάντες· αυτή δημιουργείται σ᾽ αυτούς που έχουν ευγενική καταγωγή, καλή ανατροφή και παιδεία, προσόντα που διέθεταν όσοι κυβερνούσαν τότε την πόλη και έγιναν αίτιοι όλων των αγαθών που ανέφερα. [199] Βλέπω λοιπόν ότι οι άλλοι ρήτορες κλείνουν τον λόγο τους με τα πιο σπουδαία και τα πλέον αξιομνημόνευτα γεγονότα. Έχω όμως τη γνώμη ότι, ενώ είναι σώφρονες όσοι σκέφτονται και ενεργούν μ᾽ αυτόν τον τρόπο, ωστόσο δεν πρόκειται να κάνω το ίδιο με εκείνους, αλλά θα αναγκαστώ να επιμηκύνω τον λόγο μου. Τον λόγο για τον οποίο θα κάνω αυτό θα εξηγήσω λίγο αργότερα, αφού προηγουμένως αναφέρω κάτι λίγα.
|