96. Ο πατέρας και οι κόρες του. [96.1] Ήταν ένας πατέρας που είχε δύο κόρες. Τη μία τους, που λέτε, την πάντρεψε με κάποιον περιβολάρη και την άλλη με αγγειοπλάστη. Με τα πολλά, αφού πέρασε ο καιρός, ο άνθρωπός μας επισκέφθηκε μια φορά τη σύζυγο του περιβολάρη και τη ρωτούσε τα συνηθισμένα — πώς ήταν η ζωή της και πώς πήγαιναν για αυτούς τα πράγματα. Εκείνη απάντησε ότι δεν τους έλειπε τίποτε· μόνο για ένα θέμα παρακαλούσε συνέχεια τους θεούς, να πέφτουν βροχές και καταιγίδες, προκειμένου να ποτιστούν τα λαχανικά. Ύστερα από λίγο διάστημα, ο πατέρας επισκέφτηκε και την άλλη κόρη του, τη γυναίκα του αγγειοπλάστη, και τη ρώτησε και αυτήν πώς πήγαιναν τα πράγματα. Η κοπέλα αποκρίθηκε ότι δεν στερείται τίποτε από κάθε άλλη άποψη, αλλά προσεύχεται για ένα πράγμα μόνο: να μένει ο καιρός αίθριος για όσο γίνεται, και να λάμπει ο ήλιος, έτσι ώστε να στεγνώσουν τα φρέσκα κεραμικά. Τότε ο πατέρας της αναφώνησε: «Τί να κάνω εγώ τώρα, κορίτσι μου; Εσύ από τη μία ζητάς καλοκαιρία και η αδελφή σου από την άλλη βροχές. Εγώ με ποιάν από τις δυο σας να συνταχθώ;» Έτσι έχει το πράγμα: Όσοι προσπαθούν να φέρουν σε πέρας συγχρόνως δύο αντίθετες δουλειές, είναι φυσικό να σκοντάφτουν και στις δύο. 97. Ο άντρας και η γυναίκα του. [97.1] Ήταν κάποιος που είχε γυναίκα πολύ στριμμένη στο φέρσιμό της προς τους πάντες. Σκέφτηκε λοιπόν να εξακριβώσει αν η λεγάμενη έδειχνε τις ίδιες διαθέσεις και έναντι των υπηρετών στο πατρικό της σπίτι. Για αυτόν τον λόγο βρήκε μια εύσχημη πρόφαση και την έστειλε επίσκεψη στον πατέρα της. Ύστερα από λίγες μέρες, που γύρισε η κυρά, ο άντρας την ρώτησε πώς την υποδέχτηκαν οι δικοί της. Εκείνη αποκρίθηκε: «Α να χαθούνε, οι γελαδάρηδες και οι τσοπάνηδες με στραβοκοιτάζανε». Αμέσως τότε έβαλε τις φωνές ο άντρας: «Καλά, βρε γυναίκα, αν σε αντιπαθούσαν ακόμη και αυτοί, που βγάζουν τα κοπάδια έξω τα χαράματα και δεν επιστρέφουν παρά αργά το βράδυ, τί να περιμένεις πια από εκείνους που περνούσαν όλη τη μέρα μαζί σου;». Έτσι συμβαίνει πολλές φορές: Από τα μικρά καταλαβαίνει κανείς τα μεγάλα, και από τα φανερά τα κρυφά. 98. Η οχιά και η αλεπού. [98.1] Ήταν μια οχιά που την παρέσυρε το ρεύμα του ποταμού, σωριασμένη πάνω σε ένα μάτσο αγκάθια. Την είδε, που λέτε, η αλεπού και παρατήρησε: «Αμ, τέτοιο πλεούμενο έχει και καπετάνιο αντάξιό του». Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο αχρείο που καταπιάνεται με βρομοδουλειές. 99. Το κατσίκι και ο λύκος. [99.1] Ήταν μια φορά ένα κατσίκι που έμεινε πίσω από το κοπάδι του και το πήρε στο κυνήγι ο λύκος. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, το κατσίκι γύρισε και μίλησε στο άγριο το θεριό: «Λύκε μου, είμαι σίγουρος ότι θα με φας. Μόνο νά, για να μην πεθάνω τελείως άδοξα εγώ το καημένο, παίξε μου λίγο φλογέρα να ρίξω μια γυροβολιά». Πράγματι, λοιπόν, ο λύκος έπιασε να παίζει μουσική και το κατσίκι ρίχτηκε στον χορό. Έλα όμως που έτσι άκουσαν τον θόρυβο τα σκυλιά και κατέφτασαν γρήγορα για να πάρουν φαλάγγι τον λύκο. Τότε αυτός στράφηκε και φώναξε στο κατσίκι: «Μωρέ καλά την έπαθα! Εγώ είμαι χασάπης — τί μου ήρθε να παραστήσω τον μουσικό;». Έτσι γίνεται: Όσοι πάνε να κάνουν κάτι ενάντια στη λογική των περιστάσεων, χάνουν ακόμη και όσα είχαν για σίγουρα στα χέρια τους. 100. Ο λύκος και το κατσίκι. [100.1] Μια φορά το κατσίκι στεκόταν ψηλά σε μια ταράτσα, και καθώς περνούσε ο λύκος από κάτω, βάλθηκε να τον περιγελάει. Ο λύκος όμως του αντιγύρισε: «Θαρρείς πως είσαι άξιο να με κοροϊδέψεις; Η τοποθεσία το κάνει, όχι εσύ». Το δίδαγμα του μύθου: Οι περιστάσεις μπορεί να μας δώσουν θάρρος ενάντια στους ισχυρότερους.
|