Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (1.111.1-1.113.3)
[1.111.1] Ταῦτα ἀκούσας ὁ βουκόλος καὶ ἀναλαβὼν τὸ παιδίον ἤιε τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδὸν καὶ ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν. τῷ δ᾽ ἄρα καὶ αὐτῷ ἡ γυνὴ ἐπίτεξ ἐοῦσα πᾶσαν ἡμέρην, τότε κως κατὰ δαίμονα τίκτει οἰχομένου τοῦ βουκόλου ἐς πόλιν. ἦσαν δὲ ἐν φροντίδι ἀμφότεροι ἀλλήλων πέρι, ὁ μὲν τοῦ τόκου τῆς γυναικὸς ἀρρωδέων, ἡ δὲ γυνὴ ὅ τι οὐκ ἐωθὼς ὁ Ἅρπαγος μεταπέμψαιτο αὐτῆς τὸν ἄνδρα. [1.111.2] ἐπείτε δὲ ἀπονοστήσας ἐπέστη, οἷα ἐξ ἀέλπτου ἰδοῦσα ἡ γυνὴ εἴρετο προτέρη ὅ τι μιν οὕτω προθύμως Ἅρπαγος μετεπέμψατο. Ὁ δὲ εἶπε· Ὦ γύναι, εἶδόν τε ἐς πόλιν ἐλθὼν καὶ ἤκουσα τὸ μήτε ἰδεῖν ὤφελον μήτε κοτὲ γενέσθαι ἐς δεσπότας τοὺς ἡμετέρους. οἶκος μὲν πᾶς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο· ἐγὼ δὲ ἐκπλαγεὶς ἤια ἔσω. [1.111.3] ὡς δὲ τάχιστα ἐσῆλθον, ὁρέω παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον, κεκοσμημένον χρυσῷ τε καὶ ἐσθῆτι ποικίλῃ. Ἅρπαγος δὲ ὡς εἶδέ με, ἐκέλευε τὴν ταχίστην ἀναλαβόντα τὸ παιδίον οἴχεσθαι φέροντα καὶ θεῖναι ἔνθα θηριωδέστατον εἴη τῶν ὀρέων, φὰς Ἀστυάγεα εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενόν μοι, πόλλ᾽ ἀπειλήσας εἰ μή σφεα ποιήσαιμι. [1.111.4] καὶ ἐγὼ ἀναλαβὼν ἔφερον, δοκέων τῶν τινος οἰκετέων εἶναι· οὐ γὰρ ἄν κοτε κατέδοξα ἔνθεν γε ἦν. ἐθάμβεον δὲ ὁρέων χρυσῷ τε καὶ εἵμασι κεκοσμημένον, πρὸς δὲ καὶ κλαυθμὸν κατεστεῶτα ἐμφανέα ἐν Ἁρπάγου. [1.111.5] καὶ πρόκατε δὴ κατ᾽ ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος, ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος, ὡς ἄρα Μανδάνης τε εἴη παῖς τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς καὶ Καμβύσεω τοῦ Κύρου, καί μιν Ἀστυάγης ἐντέλλεται ἀποκτεῖναι· νῦν τε ὅδε ἐστί. [1.112.1] ἅμα τε ταῦτα ἔλεγε ὁ βουκόλος καὶ ἐκκαλύψας ἀπεδείκνυε. ἡ δὲ ὡς εἶδε τὸ παιδίον μέγα τε καὶ εὐειδὲς ἐόν, δακρύσασα καὶ λαβομένη τῶν γουνάτων τοῦ ἀνδρὸς ἐχρήιζε μηδεμιῇ τέχνῃ ἐκθεῖναί μιν. ὁ δὲ οὐκ ἔφη οἷός τε εἶναι ἄλλως αὐτὰ ποιέειν· ἐπιφοιτήσειν γὰρ κατασκόπους ἐξ Ἁρπάγου ἐποψομένους, ἀπολέεσθαί τε κάκιστα ἢν μή σφεα ποιήσῃ. [1.112.2] ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε ἄρα τὸν ἄνδρα, δεύτερα λέγει ἡ γυνὴ τάδε· Ἐπεὶ τοίνυν οὐ δύναμαί σε πείθειν μὴ ἐκθεῖναι, σὺ δὲ ὧδε ποίησον, εἰ δὴ πᾶσά γε ἀνάγκη ὀφθῆναι ἐκκείμενον· τέτοκα γὰρ καὶ ἐγώ, τέτοκα δὲ τεθνεός· [1.112.3] τοῦτο μὲν φέρων πρόθες, τὸν δὲ τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς παῖδα ὡς ἐξ ἡμέων ἐόντα τρέφωμεν· καὶ οὕτω οὔτε σὺ ἁλώσεαι ἀδικέων τοὺς δεσπότας, οὔτε ἡμῖν κακῶς βεβουλευμένα ἔσται· ὅ τε γὰρ τεθνεὼς βασιληίης ταφῆς κυρήσει καὶ ὁ περιεὼν οὐκ ἀπολέει τὴν ψυχήν. [1.113.1] κάρτα τε ἔδοξε τῷ βουκόλῳ πρὸς τὰ παρεόντα εὖ λέγειν ἡ γυνή, καὶ αὐτίκα ἐποίεε ταῦτα. τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα, τοῦτον μὲν παραδιδοῖ τῇ ἑωυτοῦ γυναικί, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον· [1.113.2] κοσμήσας δὲ τῷ κόσμῳ παντὶ τοῦ ἑτέρου παιδός, φέρων ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων τιθεῖ. ὡς δὲ τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, ἤιε ἐς πόλιν ὁ βουκόλος, τῶν τινα προβοσκῶν φύλακον αὐτοῦ καταλιπών, ἐλθὼν δὲ ἐς τοῦ Ἁρπάγου ἀποδεικνύναι ἔφη ἕτοιμος εἶναι τοῦ παιδίου τὸν νέκυν. [1.113.3] πέμψας δὲ ὁ Ἅρπαγος τῶν ἑωυτοῦ δορυφόρων τοὺς πιστοτάτους εἶδέ τε διὰ τούτων καὶ ἔθαψε τοῦ βουκόλου τὸ παιδίον. καὶ τὸ μὲν ἐτέθαπτο, τὸν δὲ ὕστερον τούτων Κῦρον ὀνομασθέντα παραλαβοῦσα ἔτρεφε ἡ γυνὴ τοῦ βουκόλου, οὔνομα ἄλλο κού τι καὶ οὐ Κῦρον θεμένη. |
[1.111.1] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο βοσκός, με το παιδί στα χέρια πήρε ξανά το δρόμο πίσω και φτάνει στο υποστατικό του. Κατά σύμπτωση και η δική του γυναίκα, που περίμενε από μέρα σε μέρα να γεννήσει, τότε τα έφερε έτσι ο θεός και γεννά, όσο ο βοσκός ήταν φευγάτος στην πόλη. Ήταν κι οι δυο γεμάτοι έγνοια ο ένας για τον άλλο: αυτός ανησυχούσε για τη γέννα της γυναίκας του, και εκείνη για το ασυνήθιστο γεγονός που ο Άρπαγος έστειλε και φώναξε τον άνδρα της. [1.111.2] Όταν με το καλό ο βοσκός γύρισε πίσω και παρουσιάστηκε μπρος στη γυναίκα του, εκείνη, καθώς τον έβλεπε απ᾽ τα ανέλπιστα, πρόλαβε πρώτη και τον ρώτησε για ποιό λόγο ο Άρπαγος έστειλε με τόση σπουδή και τον φώναξε. Κι αυτός τής είπε: «Γυναίκα, φτάνοντας στην πόλη είδα και άκουσα κάτι που να μην έσωνα να το ιδώ και που μακάρι να μην έβρισκε ποτέ τα αφεντικά μας. Όλο το σπιτικό του Αρπάγου αντηχούσε από θρήνους· σαστισμένος εγώ προχώρησα μέσα. [1.111.3] Ευθύς ως πάτησα το πόδι μου στο σπίτι, βλέπω μπροστά μου να κείτεται ένα μωρό, που σπάραζε κι έβγαζε κραυγές, στολισμένο με μαλάματα και ρούχα πολύχρωμα. Μόλις με είδε ο Άρπαγος, έδωσε διαταγή να πάρω το παιδί και να φύγω το γρηγορότερο, να το μεταφέρω και να το αποθέσω πάνω στα βουνά, σε ένα μέρος που να έχει πολλά άγρια θηρία· και τόνισε ο Άρπαγος πως είναι ο Αστυάγης που μου τα παραγγέλλει αυτά, κι ότι μ᾽ απείλησε με πολλές φοβέρες στην περίπτωση που δε θα εκτελούσα τις διαταγές του. [1.111.4] Πήρα εγώ στα χέρια μου το παιδί και το μετέφερα, πιστεύοντας πως είναι κάποιου από το σπίτι, γιατί δεν ήταν βέβαια δυνατό να περάσει από το νου μου τίνος παιδί ήταν. Ωστόσο απορούσα βλέποντάς το στολισμένο με μαλάματα και πολύτιμα ρούχα, κι όλους στο σπίτι του Άρπαγου να κλαίνε αναφανδόν. [1.111.5] Και ξαφνικά στο δρόμο τα μαθαίνω όλα από ένα δούλο, που με ξεπροβοδούσε ώς έξω από την πόλη και μου παρέδωσε το μωρό: πως πρόκειται λέει για το γιο της Μανδάνης, της κόρης του Αστυάγη, και του Καμβύση, του γιου του Κύρου, και πως ο Αστυάγης διέταξε να τον σκοτώσουν — και νά, γυναίκα, αυτό είναι το παιδί». |