ΑΙΜ. Πατέρα, οι θεοί βάζουν μες στους ανθρώπους το λογικό,
απ᾽ ό,τι έχομε το πιο ανώτερο, κι εγώ πως δεν τα λες εσύ σωστά αυτά
ούτε θα μπόρεγα ούτε θα ᾽ξερα να πω·
αλλά κι απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος γένεται να ᾽ναι το δίκαιο·
αντίς για σένα βρέθηκα να προσέχω σ᾽ όλα όσα λεν ή κάνουν
690ή παν να κατηγορήσουν, γιατί το μάτι το δικό σου το τρέμει ο κόσμος
για να πει λόγο που να μη ευχαριστηθείς σαν τον ακούσεις·
εγώ όμως δύναμαι και ακούω κρυφά πως την κόρη την κλαίει όλ᾽ η πόλις,
γιατί, απ᾽ όλες τις γυναίκες αθωότερη,
χάνεται τρισάθλια για δοξασμένες πράξες.
«Αυτή που τον αδελφό της σαν έπεσε σκοτωμένος δεν άφησε άθαφτο, να φαγωθεί απ᾽ τα σκυλιά
που τρων το κρέας ωμό, ούτ᾽ από κανένα όρνιο·
δεν είν᾽ άξια αυτή χρυσό βραβείο να πάρει;»
700Έτσι σιγοτριγυρνά ο λόγος.
Πατέρα μου, για μένα, όταν εσύ είσ᾽ ευτυχισμένος
δεν είναι άλλο κτήμα πιο πολύτιμο
γιατί πιο μεγαλύτερο στολίδι υπάρχει παρά να ᾽ναι δοξασμένος και ν᾽ ανθεί για τα παιδιά ο πατέρας
και για τον πατέρα τα παιδιά;
Μη βαστάς μέσα σου τώρα μια μονάχα γνώμη,
πως καθώς εσύ το λες, κι όχι αλλιώς, είν᾽ το σωστό,
γιατ᾽ όποιος θαρρεί ή πως μονάχ᾽ αυτός μυαλό, ή γλώσσα έχει, που δεν έχει άλλος, ή ψυχή,
αυτούς αν τους ανοίξεις από μέσα κούφιοι δείχνονται·
710παρά ο άντρας, και σοφός να είναι, να μαθαίνει
πολλά δεν είναι ντροπή, και να μην παραεπιμένει·
βλέπεις στις ακροποταμιές τα δένδρα,
όσα το ρεύμα ακλουθούνε βαστούνε τα κλαδιά τους άσπαστα,
ενώ σαν αντιστέκονται χάνονται μαζί με τον κορμό τους ξέρριζα,
καθώς και εις το καράβι, όποιος στυλώνει
το ποδάρι δυνατά και δεν υποχωρεί καθόλου
παίρνει την τούμπα και τ᾽ αποδέλοιπο ταξίδι του
το κάνει με το θρονί ανάποδα και κολυμπώντας.
Λοιπόν έλα, άφησε τον θυμό σου κι άλλαξε ιδέα·
γιατί αν είναι να ᾽ρθει μια γνώμη κι από μένα τον νεότερο,
720λέω πως μεγάλη αξία στον άνδρα είναι
να γεννηθεί με κάθε λογής σοφία γεμάτος·
αλλά και πάλι, επειδή δεν είναι και πολύ συνηθισμένο πράμα,
καλό είναι να μαθαίνει κι απ᾽ όσους λεν καλά.
|