Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (683-723)


ΑΙ. πάτερ, θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας,
πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ χρημάτων ὑπέρτατον.
685ἐγὼ δ᾽ ὅπως σὺ μὴ λέγεις ὀρθῶς τάδε,
οὔτ᾽ ἂν δυναίμην μήτ᾽ ἐπισταίμην λέγειν·
γένοιτο μέντἂν χἁτέρως καλῶς ἔχον.
σὺ δ᾽ οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν ὅσα
λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει.
690τὸ γὰρ σὸν ὄμμα δεινὸν ἀνδρὶ δημότῃ
λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων·
ἐμοὶ δ᾽ ἀκούειν ἔσθ᾽ ὑπὸ σκότου τάδε,
τὴν παῖδα ταύτην οἷ᾽ ὀδύρεται πόλις,
πασῶν γυναικῶν ὡς ἀναξιωτάτη
695κάκιστ᾽ ἀπ᾽ ἔργων εὐκλεεστάτων φθίνει·
ἥτις τὸν αὑτῆς αὐτάδελφον ἐν φοναῖς
πεπτῶτ᾽ ἄθαπτον μήθ᾽ ὑπ᾽ ὠμηστῶν κυνῶν
εἴασ᾽ ὀλέσθαι μήθ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν τινος·
οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν;
700τοιάδ᾽ ἐρεμνὴ σῖγ᾽ ἐπέρχεται φάτις.
ἐμοὶ δὲ σοῦ πράσσοντος εὐτυχῶς, πάτερ,
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον.
τί γὰρ πατρὸς θάλλοντος εὐκλείας τέκνοις
ἄγαλμα μεῖζον, ἢ τί πρὸς παίδων πατρί;
705μή νυν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει,
ὡς φῂς σύ, κοὐδὲν ἄλλο, τοῦτ᾽ ὀρθῶς ἔχειν.
ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν μόνος δοκεῖ,
ἢ γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἄλλος, ἢ ψυχὴν ἔχειν,
οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.
710ἀλλ᾽ ἄνδρα, κεἴ τις ᾖ σοφός, τὸ μανθάνειν
πόλλ᾽ αἰσχρὸν οὐδὲν καὶ τὸ μὴ τείνειν ἄγαν.
ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα
δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,
τὰ δ᾽ ἀντιτείνοντ᾽ αὐτόπρεμν᾽ ἀπόλλυται.
715αὔτως δὲ ναὸς ὅστις ἐγκρατῆ πόδα
τείνας ὑπείκει μηδέν, ὑπτίοις κάτω
στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται.
ἀλλ᾽ εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου.
γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ᾽ ἐμοῦ νεωτέρου
720πρόσεστι, φήμ᾽ ἔγωγε πρεσβεύειν πολὺ
φῦναί τιν᾽ ἄνδρα πάντ᾽ ἐπιστήμης πλέων·
εἰ δ᾽ οὖν, φιλεῖ γὰρ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν,
καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν.


ΑΙΜ. Πατέρα μου, οι θεοί χαρίζουνε
στον άνθρωπο το νου, το πιο μεγάλο
τ᾽ απόχτημά του απ᾽ όλα όσα υπάρχουν.
Και γω, πως δεν τα λες σωστά όσα είπες,
δε θα μπορούσα κι είθε ούτε να μάθω
ποτέ να πω· μα όμως μπορεί να γίνει
να ᾽χει σωστήν ιδέα κι ένας άλλος.
Για σένα λοιπόν είμαι εγώ που πρέπει
φυσικά να προσέχω όλα όσα οι άλλοι
ή λένε ή κάνουν ή έχουν να σου ψέξουν.
690Γιατί μπροστά σε σένα θα ᾽χε φόβο
να λέει ένας πολίτης τέτοια λόγια
που δε θα ευχαριστιόσουν να τ᾽ ακούσεις·
μα εγώ έτσι από κρυφά μπορώ ν᾽ ακούω
πόσο θρηνούν την κόρη αυτή στην πόλη,
που ενώ πιο λίγο απ᾽ όλες τις γυναίκες
τ᾽ άξιζε αυτό, έτσι άτιμα πεθαίνει
για μια τόσο λαμπρή και τίμια πράξη·
γιατί τον αδερφό της που κειτόνταν
σκοτωμένος στη μάχη άθαφτος έτσι,
δεν άφησε να τον σπαράξουν μήτε
σκυλιά αιμοβόρα, μήτε τ᾽ άγρια τα όρνια·
δεν είν᾽ αυτή λοιπόν άξια να τύχει
χρυσή τιμή; Τέτοιες σιγά γυρνούνε
700σκεπαστές ομιλίες μες στην πόλη.
Μα εγώ, πατέρα, άλλο κανένα χτήμα
δεν έχω πιο ακριβό από τη δική σου
την ευτυχία· γιατί για ποιό στολίδι
στα παιδιά μπορεί να ᾽ναι πιο μεγάλο
απ᾽ την τιμή και δόξα του πατέρα,
ή στον πατέρα πάλι απ᾽ των παιδιών του;
Μην κρατείς λοιπόν μέσα σου ένα μόνο
τρόπο να σκέπτεσαι, και να πιστεύεις
πως ό,τι λες εσύ και τίποτ᾽ άλλο
δεν είναι ορθό, γιατ᾽ όποιοι το νομίζουν,
πως μόνοι αυτοί είναι φρόνιμοι, ή πως έχουν
ή γλώσσα ή πνεύμα που δεν έχουν άλλοι,
αυτοί αν τους ξεψαχνίσεις θα βρεθούνε
ολότελ᾽ άδειοι· μα ένας άνθρωπος
710και σοφός να ᾽ναι, δεν είναι ντροπή του
να μαθαίνει πολλά και να μη σφίγγει
το δοξάρι πολύ· βλέπεις τα δέντρα
που πλάι στο φουσκωμένο ρέμα σκύβουν
κεφάλι, πως γλιτώνουν τα κλωνιά τους,
μα όσ᾽ αντιστέκουν σύγκορμα χαλιούνται·
έτσι κι όταν κανείς καραβοκύρης
παρασφίξει τη σκότα και δε λέει
να λασκάρει στον άνεμο καθόλου,
θ᾽ αναποδογυρίσει και πια τότε
με προύμυτα κουβέρτα θ᾽ αρμενίζει.
Μα δώσε τόπο στην οργή και στρέξε
απόφαση ν᾽ αλλάξεις, γιατί αν είμαι
άξιος κι εγώ, αν και νεότερος, να κρίνω
720κάτι σωστό, λέω πως πολύ πιο πάνω
απ᾽ όλα αξίζει να ᾽χει γεννηθεί
κανείς μ᾽ όλη του κόσμου τη σοφία·
μα αφού δεν συνηθά ένα τέτοιο πράμα
να γίνεται, καλό ειναι και να θέλει
ν᾽ ακούει εκείνους που σωστά μιλούνε.


ΑΙΜ. Πατέρα, οι θεοί βάζουν μες στους ανθρώπους το λογικό,
απ᾽ ό,τι έχομε το πιο ανώτερο, κι εγώ πως δεν τα λες εσύ σωστά αυτά
ούτε θα μπόρεγα ούτε θα ᾽ξερα να πω·
αλλά κι απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος γένεται να ᾽ναι το δίκαιο·
αντίς για σένα βρέθηκα να προσέχω σ᾽ όλα όσα λεν ή κάνουν
690ή παν να κατηγορήσουν, γιατί το μάτι το δικό σου το τρέμει ο κόσμος
για να πει λόγο που να μη ευχαριστηθείς σαν τον ακούσεις·
εγώ όμως δύναμαι και ακούω κρυφά πως την κόρη την κλαίει όλ᾽ η πόλις,
γιατί, απ᾽ όλες τις γυναίκες αθωότερη,
χάνεται τρισάθλια για δοξασμένες πράξες.
«Αυτή που τον αδελφό της σαν έπεσε σκοτωμένος δεν άφησε άθαφτο, να φαγωθεί απ᾽ τα σκυλιά
που τρων το κρέας ωμό, ούτ᾽ από κανένα όρνιο·
δεν είν᾽ άξια αυτή χρυσό βραβείο να πάρει;»
700Έτσι σιγοτριγυρνά ο λόγος.
Πατέρα μου, για μένα, όταν εσύ είσ᾽ ευτυχισμένος
δεν είναι άλλο κτήμα πιο πολύτιμο
γιατί πιο μεγαλύτερο στολίδι υπάρχει παρά να ᾽ναι δοξασμένος και ν᾽ ανθεί για τα παιδιά ο πατέρας
και για τον πατέρα τα παιδιά;
Μη βαστάς μέσα σου τώρα μια μονάχα γνώμη,
πως καθώς εσύ το λες, κι όχι αλλιώς, είν᾽ το σωστό,
γιατ᾽ όποιος θαρρεί ή πως μονάχ᾽ αυτός μυαλό, ή γλώσσα έχει, που δεν έχει άλλος, ή ψυχή,
αυτούς αν τους ανοίξεις από μέσα κούφιοι δείχνονται·
710παρά ο άντρας, και σοφός να είναι, να μαθαίνει
πολλά δεν είναι ντροπή, και να μην παραεπιμένει·
βλέπεις στις ακροποταμιές τα δένδρα,
όσα το ρεύμα ακλουθούνε βαστούνε τα κλαδιά τους άσπαστα,
ενώ σαν αντιστέκονται χάνονται μαζί με τον κορμό τους ξέρριζα,
καθώς και εις το καράβι, όποιος στυλώνει
το ποδάρι δυνατά και δεν υποχωρεί καθόλου
παίρνει την τούμπα και τ᾽ αποδέλοιπο ταξίδι του
το κάνει με το θρονί ανάποδα και κολυμπώντας.
Λοιπόν έλα, άφησε τον θυμό σου κι άλλαξε ιδέα·
γιατί αν είναι να ᾽ρθει μια γνώμη κι από μένα τον νεότερο,
720λέω πως μεγάλη αξία στον άνδρα είναι
να γεννηθεί με κάθε λογής σοφία γεμάτος·
αλλά και πάλι, επειδή δεν είναι και πολύ συνηθισμένο πράμα,
καλό είναι να μαθαίνει κι απ᾽ όσους λεν καλά.


ΑΙΜ. Πατέρα, οι θεοί το λογικό χαρίζουν στους ανθρώπους,
απ᾽ τα καλά τα πράματα καλύτερον απ᾽ όλα.
Και πως δεν λες αυτά σωστά, κι ούτε να πω μπορούσα,
κι ούτε θα το ᾽θελα ποτέ. Μα κι άλλοι όμως μπορούνε
μια γνώμη να ᾽χουνε καλή. Μένα λοιπόν μου πρέπει
για σένα να παρατηρώ τί λένε και τί κάνουν
690και τί έχουν να κατηγορούν. Γιατί ο λαός φοβάται
μπροστά σου λόγια για να πει οπού δεν θα σ᾽ αρέσουν.
Μα τέτοια πράγματα μπορώ εγώ κρυφά ν᾽ ακούω,
πως οι πολίτες κλαίγουνε για ετούτηνε την κόρη,
που χάνεται τώρ᾽ άδικα για έργα δοξασμένα,
αυτή πού ᾽ν᾽ αθωότερη απ᾽ όλες τις γυναίκες·
αυτή οπού δεν άφησε τον φίλτατο αδερφό της,
οπὄπεσε στον πόλεμο, χωρίς ταφή να μείνει,
και τα πουλιά και τα σκυλιά τις σάρκες του να φάνε.
Και δεν της πρέπει το λοιπόν χρυσή τιμή για νά ᾽βρει;
700Τέτοια κρυφά παράπονα απλώνονται στην πόλη.
Όμως εγώ, πατέρα μου, δεν έχω κι άλλο πράμα
από την ευτυχία σου για μέ πιο τιμημένο.
Και τί ᾽ναι μεγαλύτερο για τα παιδιά στολίδι,
παρά πατέρας θαλερός; ή τί για τον πατέρα,
παρ᾽ ό,τι έχει απ᾽ τα παιδιά; Λοιπόν μες στην ψυχή σου,
κι εσύ πατέρα, μην κρατάς μια διάθεση μονάχα,
πως τίποτε δεν ᾽ναι σωστό, παρ᾽ ό,τι εσύ νομίζεις·
γιατί όποιος φρόνιμος θαρρεί μονάχα αυτός πως είναι,
πως έχει γλώσσαν ή ψυχή που δεν την έχει κι άλλος,
κούφιος αυτός θενα βρεθεί, όταν τον ξεδιπλώσουν.
710Μα δεν μου φαίνεται ντροπή και για σοφό κανέναν
και να μαθαίνει και πολλά, και να μην το τεντώνει.
Στα ξεροπόταμα θωρείς που τρέχουν τον χειμώνα,
πως όσα δέντρα υποχωρούν σώζουνε τα κλαδιά τους·
μα εκείνα που αντιστέκονται χάνονται με τις ρίζες.
Κι αυτός που δεν υποχωρεί μέσα στην τρικυμία,
αφού τεντώσει τα πανιά καλά του καραβιού του,
αναποδογυρίζεται κι ανάποδα αρμενίζει.
Μα άλλαξε την ιδέα σου κι άφησε τον θυμό σου.
Κι αν έχω κάποιο λογικό κι εγώ που είμαι νέος,
720θ᾽ άξιζε περισσότερο θαρρώ για να γεννιούνταν
στον κόσμο κάθε άνθρωπος γιομάτος φρονιμάδα.
Μα αφού κι αυτό δεν γίνεται, καλό ᾽ναι να μαθαίνει
από τα στόματα αυτωνών οπού καλά μιλούνε.