ΟΙΔ. Ποιό αντάριασμα ψυχής, σάλεμα νου
μου φέρνει αυτός ο λόγος σου, γυναίκα.
ΙΟΚ. Τί έγνοια σε τυραννά, και μιλάς έτσι;
ΟΙΔ. Θαρρώ άκουσα να λες πως θανατώθη
730σιμά σε αμαξωτό τρίστρατο ο Λάιος.
ΙΟΚ. Έτσι είχαν πει, κι ακόμα το ίδιο λένε.
ΟΙΔ. Και πού είναι ο τόπος όπου εγίνη ο φόνος;
ΙΟΚ. Φωκίδα λεν τη χώρα· σκιστός δρόμος
φέρνει εκεί απ᾽ τους Δελφούς κι από τη Δαύλια.
ΟΙΔ. Και πόσος καιρός πέρασε από τότες;
ΙΟΚ. Λίγο πριν βασιλιάς εσύ να γίνεις
στη χώρα μας, μαθεύτη αυτό στην πόλη.
ΟΙΔ. Ω Δία! Τί μου ετοιμάζεις μες στο νου σου;
ΙΟΚ. Και γιατί αυτό βαραίνει την ψυχή σου;
740ΟΙΔ. Μη με ρωτάς· μα πες μου ακόμα· ο Λάιος
πώς φαινότανε; νιος ήταν στα χρόνια;
ΙΟΚ. Ψηλός, μόλις ασπρίζαν τα μαλλιά του,
κι έμοιαζε κάπως στη μορφή μ᾽ εσένα.
ΟΙΔ. Αλί μου, του άμοιρου! άθελά μου μαύρες,
θαρρώ, για μέ τον ίδιο είπα κατάρες!
ΙΟΚ. Τί λες; Με τρόμο σε θωρώ, άρχοντά μου.
ΟΙΔ. Φριχτά τρέμω μη βλέπει καλά ο μάντης·
μα θα φανεί τούτο, αν μου πεις κι άλλο ένα.
ΙΟΚ. Τρομάζω, κι όμως θα σου πω ό,τι ξέρω.
750ΟΙΔ. Με λίγους πήγαινε, ή είχε συνοδειά του,
σαν άρχοντας, πολλούς αρματωμένους;
ΙΟΚ. Πέντε ήταν, με τον κήρυκα μαζί όλοι.
Κι ένα αμάξι το Λάιο έφερνε μόνο.
ΟΙΔ. Αλί! Καθαρά είναι όλα! Και ποιός είναι
που έφερε αυτό το μήνυμα, γυναίκα;
ΙΟΚ. Κάποιος δούλος, που γλίτωσε αυτός μόνο.
ΟΙΔ. Βρίσκεται τάχα εδώ, στο σπίτι τώρα;
ΙΟΚ. Όχι· σαν ήρθε και είδε εσύ στο θρόνο
να είσαι, άμα ο Λάιος πέθανε, μου πήρε
760το χέρι και θερμά παρακαλούσε
να τον στείλω στις στάνες, στα χωράφια,
πιο μακριά, όσο μπορεί, να ᾽ναι απ᾽ την πόλη.
Και τον έστειλα, τι όσο αν ήταν δούλος
του άξιζε αυτή και πιο μεγάλη χάρη.
ΟΙΔ. Πώς μπορεί εδώ γοργά να ᾽ρθει και πάλι;
ΙΟΚ. Φτάνει αμέσως· μα αυτό γιατί το θέλεις;
ΟΙΔ. Φοβούμαι πως πολύ καθάρια το είπα
γιατί γυρεύω να τον δω, γυναίκα.
|