ΗΛΕ. Οϊμέ, οϊμένα! τώρα πια να κλάψει
μπορεί κανείς τη συμφορά σου, Ορέστη,
που αν και νεκρός ξεβρίζεσαι απ᾽ αυτήν,
790τη μάνα σου. Καλά να ᾽μαστε τάχα;
ΚΛΥ. Εσύ και βέβαια όχι· όμως εκείνος
είναι καλά όπως είναι. ΗΛΕ. Ω, άκουέ την,
του πεθαμένου Νέμεση! ΚΛΥ. Έχει ακούσει
όσα έπρεπε, και την απόφασή της
την έβγαλε σωστά. ΗΛΕ. Χλεύαζε τώρα,
αφού σου τα ᾽φερε δεξιά έτσι η τύχη.
ΚΛΥ. Που απ᾽ τον Ορέστη βέβαια κι από σένα
δεν κινδυνεύει να χαθεί. ΗΛΕ. Από μας
να χαθεί! που, πάει, χαθήκαμ᾽ οι ίδιοι!
ΚΛΥ. Ό,τι πεις, ξένε, θ᾽ άξιζε ο ερχομός σου,
αν έκλεισες κι αυτής το απύλωτο
το στόμα μια για πάντα. ΠΑΙ. Θα μπορούσα
λοιπόν να πήγαινα κι εγώ, μια που όλα
εδώ πάνε καλά. ΚΛΥ. Δε γίνεται, όχι·
800τέτοια σου υποδοχή δε θα ᾽ταν άξια
ούτε για μένα κι ούτε για το φίλο
που σ᾽ έστειλε· μα ορίστε μέσα κι άφησ᾽
εδ᾽ όξω αυτή να κλαίει την κεφαλή της.
ΗΛΕ. Λοιπόν, περίλυπη και συντριμμένη,
δε σας φαίνεται; θρήνησε πικρά
και σπάραξε, η αθλία, για το γιο της
που χάθηκε έτσι. Νά, παιζογελώντας
έφυγε. Αλί μου εγώ η δυστυχισμένη,
με πέθανε και μένα, αγαπημένε
Ορέστη, ο θάνατός σου· γιατί πήρες
απ᾽ την καρδιά μου κι έφυγες τις μόνες
810ελπίδες που μ᾽ απόμεναν ακόμη,
πως ζωντανός θα γύριζες μια μέρα
και του πατέρα εκδικητής και μένα.
Και τώρα, πού έχω να στραφώ; είμαι μόνη
δίχως εσένα, δίχως τον πατέρα,
και ανάγκη να γενώ και πάλι σκλάβα
στους πιο χειρότερούς μου εχθρούς, που μὄχουν
σκοτώσει τον πατέρα μου. Καλή ᾽ναι
η θέση μου λοιπόν; Μα όχι, ποτέ μου
μαζί των κάτ᾽ από την ίδια στέγη
πια δε θα ζήσω, μα έξω εδώ απ᾽ την πόρτα
θα παρατήσω μόνη τον εαυτό μου,
δίχως φίλους να μαραθεί η ζωή μου·
και τότε, αν ενοχλείται από τους μέσα
820κανείς, ας με σκοτώσει· γιατί θα ᾽ναι
χαρά μου ο θάνατος, και να ζω, λύπη·
κανένα πια πόθο ζωής δεν έχω.
|