ΧΟ. Δύστυχη Τέκμησσα, δύσμοιρο πλάσμα, έλα να δεις
τί λόγια λέει αυτός, και κρίνε· γδέρνουν το δέρμα
σαν ξυράφι, πράγμα που δεν αφήνει κανένα
περιθώριο χαράς.
ΤΕ. Άμοιρη εγώ, μόλις που είχα συνεφέρει
απ᾽ τη μεγάλη συμφορά, κι εσείς μ᾽ αναστατώνετε;
ΧΟ. Άκου τί λέει αυτός· έφερε φτάνοντας άσχημα νέα
790για τον Αίαντα, μια πράξη που με σφάζει .
ΤΕ. Αλίμονο, άνθρωπε, τί λες;
τραβάμε αλήθεια στον χαμό;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω τί σε περιμένει εσένα· ο Αίας όμως,
αν πράγματι έχει φύγει, χάνω το θάρρος μου.
ΤΕ. Έφυγε δυστυχώς, κι έχω αγωνία μεγάλη
ν᾽ ακούσω τί θα πεις.
ΑΓΓ. Ο Τεύκρος έδωσε εντολή να μείνει εκείνος
στη σκηνή κλεισμένος, μην τον αφήσουμε
έξω να βγει.
ΤΕ. Και πού ᾽ναι τώρα ο Τεύκρος; μα τί τον έπιασε
κι έτσι μιλά;
ΑΓΓ. Πριν από λίγο έφτασε. Αλλά την έξοδο του Αίαντα
φοβάται, μην αποφέρει τον χαμό του.
800ΤΕ. Όι, η δύστυχη· πώς όμως κι από ποιόν το ξέρει;
ΑΓΓ. Ο μάντης Κάλχας, γιος του Θέστορα, φανέρωσε
πως παίζεται μέσα στη μέρα αυτή η τύχη του Αίαντα,
αν θα πεθάνει ή θα ζήσει.
ΤΕ. Ω δυστυχία, έλεος, φίλοι μου, τρέξτε, το γύρισμα
της τύχης να προλάβουμε·
κάποιοι το γρηγορότερο τον Τεύκρο εδώ να φέρουν,
άλλοι, σ᾽ ανατολή και δύση, κάθε απόμερη ψάξτε
γωνιά, ίχνη να βρείτε της φριχτής φυγής του Αίαντα.
Γιατί το νιώθω, μ᾽ εξαπάτησε ο κύρης μου, με ξέγραψε
απ᾽ την παλιά του αγάπη.
Και τώρα τί να κάνω, αγόρι μου; δεν πρέπει εδώ να μείνω
με χέρια σταυρωμένα· τρέχω κι εγώ μαζί τους προς τα κει,
810κι όσο αντέξει η δύναμή μου.
Εμπρός, αμέσως, πάμε, να μην περνάει η ώρα,
αν είναι να τον σώσουμε, κάποιον που σπεύδει να πεθάνει.
ΧΟ. Έτοιμος είμαι, φύγαμε· τα λόγια είναι τώρα
φτώχεια· η πράξη επείγει, κι απαιτεί γρήγορα πόδια.
|