ΧΟΡ. Αν τη ζωή και τη γνώμη να κρίνω μπορώ
κάποιου που η μοίρα τον πάει στα τσακίσματα,
λίγος πια μένει καιρός που θα βρίσκετ᾽ εδώ
τούτ᾽ η μαϊμού μες στα πόδια μας.
Ποιά είν᾽ η μαϊμού; Μα ο Κλειγένης, καλέ, ο κοντοπίθαρος.
710Μες στους λουτράρηδες, που όλο παλεύουν με στάχτες,
με κιμωλίες, με νοθείας βρομοσάπουνα,
άλλος αχρείος σαν αυτόν δεν υπάρχει· το ξέρει
κι όλο κρατά το ραβδί·
τρέμει, ως βαδίζει πιωμένος, μην πάει και τον γδύσουν.
ΚΟΡ. Το ίδιο που παθαίνει η πόλη με το νόμισμα —παλιό
και καινούριο— το ίδιο πράμα —το σκεφτήκαμε καλά—
720κάνει και με τους πολίτες, τους καλούς και τους κακούς.
Τα παλιά νομίσματά μας, γνήσια κι όχι κάλπικα,
που πιο ωραία, το ξέρουν όλοι, δεν υπάρχουν πουθενά,
που σωστή η κοπή τους είναι, μόνο αυτή, και που περνούν
και στις χώρες των βαρβάρων κι όπου είν᾽ Έλληνες, εμείς
δεν τα θέλουμε· οι μπακίρες μοναχά κυκλοφορούν
που κοπήκαν τελευταία κι είναι ελεεινή η κοπή.
Και τους καλογεννημένους φρόνιμους πολίτες μας,
άντρες τίμιους κι όπως πρέπει, σε παλαίστρες, μουσική
και Χορούς αναθρεμμένους, τους προπηλακίζουμε,
730και στις θέσες βάζουμε όλες κάτι μούτρα μπρούντζινα,
κάτι αχρείους και γιους αχρείων, ξένους, ρουσομάλληδες,
που ήρθανε στερνά, που η πόλη μήτε και για φαρμακούς
στα παλιά καλά της χρόνια δε θα τους δεχότανε.
Άμυαλοι! Μα τώρα αλλάξτε τελοσπάντων ταχτική·
βάλτε τους καλούς στις θέσεις· αν πετύχετε, οι σοφοί
θα σας επαινούν· αν πάλι τύχει κάποια αναποδιά
και σκοντάψετε, θα λένε: «Πέσιμο είναι, μα έντιμο.»
|