Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (769-800)


τοιάδε κύκνοι, [ἀντ.]
770τιοτιοτιοτιο‹τιοτιγξ›,
συμμιγῆ βοὴν ὁμοῦ
πτεροῖσι κρέκοντες ἴακχον Ἀπόλλω,
τιοτιοτιοτιγξ,
ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ᾽ Ἕβρον ποταμόν,
775τιοτιοτιο‹τιγξ›,
διὰ δ᾽ αἰθέριον νέφος ἦλθε βοά·
πτῆξε δὲ φῦλά τε ποικίλα θηρῶν,
κύματά τ᾽ ἔσβεσε νήνεμος αἴθρη,
τοτοτοτοτοτο‹τοτοτο›τιγξ·
780πᾶς δ᾽ ἐπεκτύπησ᾽ Ὄλυμπος·
εἷλε δὲ θάμβος ἄνακτας· Ὀλυμπιά-
δες δὲ μέλος Χάριτες Μοῦ-
σαί τ᾽ ἐπωλόλυξαν,
τιοτιοτιοτιγξ.

785οὐδέν ἐστ᾽ ἄμεινον οὐδ᾽ ἥδιον ἢ φῦσαι πτερά.
αὐτίχ᾽ ὑμῶν τῶν θεατῶν εἴ τις ἦν ὑπόπτερος,
εἶτα πεινῶν τοῖς χοροῖσι τῶν τραγῳδῶν ἤχθετο,
ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε,
κᾆτ᾽ ἂν ἐμπλησθεὶς ἐφ᾽ ἡμᾶς αὖθις αὖ κατέπτετο.
790εἴ τε Πατροκλείδης τις ὑμῶν τυγχάνει χεζητιῶν,
οὐκ ἂν ἐξίδισεν εἰς θοἰμάτιον, ἀλλ᾽ ἀνέπτετο,
κἀποπαρδὼν κἀναπνεύσας αὖθις αὖ κατέπτετο.
εἴ τε μοιχεύων τις ὑμῶν ἐστιν ὅστις τυγχάνει,
κᾆθ᾽ ὁρᾷ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικὸς ἐν βουλευτικῷ,
795οὗτος ἂν πάλιν παρ᾽ ὑμῶν πτερυγίσας ἀνέπτετο,
εἶτα βινήσας ἐκεῖθεν αὖθις αὖ κατέπτετο.
ἆρ᾽ ὑπόπτερον γενέσθαι παντός ἐστιν ἄξιον;
ὡς Διειτρέφης γε πυτιναῖα μόνον ἔχων πτερὰ
ᾑρέθη φύλαρχος, εἶθ᾽ ἵππαρχος, εἶτ᾽ ἐξ οὐδενὸς
800μεγάλα πράττει κἀστὶ νυνὶ ξουθὸς ἱππαλεκτρυών.


ΧΟΡ. Έτσι και οι κύκνοι,
770τσιουτσίου τσιουτσίου τσιουτίγξ,
υμνούνε τον Απόλλωνα, με τις λαλιές
τις σύσμιχτες ενώνοντας το θρόισμα των φτερών τους,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
στον Έβρο πλάι, στον όχτο καθισμένοι,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
και πιο ψηλά απ᾽ τα σύννεφα περνά η κραξιά τους·
ζαρώνουν τότε τα λογής λογής αγρίμια
και στη γαλάζια απανεμιά τα κύματα ησυχάζουν,
τοτοτότο τοτοτότο τοτοτίγξ·
απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη ο Όλυμπος
780αντιχτυπά, ένα θάμπωμα
πιάνει όλους τους αθάνατους, κι όλες οι Μούσες
κι όλες του Ολύμπου οι Χάριτες για απάντηση αλαλάζουν,
τιουτσίου τσιουτίγξ.

ΚΟΡ. Ω, φτερά, φτερά να βγάλεις· νά η καλύτερη δουλειά!
Ένας βλέπει, ας πούμε, κάποια τραγωδία στο θέατρο,
μα πεινά και του έργου κιόλας τον δυσαρεστεί ο Χορός·
φτερωτός αυτός αν είναι, τα φτερά του ανοίγει ευθύς,
πάει στο σπίτι, την τυλώνει, και σε λίγο πάλι εδώ.
790Έναν άξαφνα τον πιάνει σφίξη στην κοιλιά· πετά
παραέξω, ξαλαφρώνει, και σε λίγο πάλι εδώ.
Τα ᾽χει κάποιος σας ψημένα με μια παντρεμένη· νά,
ξαφνικά, στην πρώτη θέση βλέπει — ποιόν; τον άντρα της·
τα φτερά του ανοίγει, αν έχει, μες την αγκαλιά πετά
της καλής του, και, χορτάτος, νά τος πάλι πίσω εδώ.
Ποιός δε θα ᾽δινε όσα όσα για να γίνει φτερωτός;
Ήξερα έναν ανθρωπάκο που έφτιανε φτερά, απ᾽ αυτά
τα ξεσκονιστήρια· τόσα μάζεψε λοιπόν λεφτά
με την τέχνη του, που τώρα μες στα πλούτη κολυμπά·
800με φτερά για σκόνες· σκέψου να ᾽τανε κι αληθινά.