ΧΟΡ. Έτσι και οι κύκνοι,
770τσιουτσίου τσιουτσίου τσιουτίγξ,
υμνούνε τον Απόλλωνα, με τις λαλιές
τις σύσμιχτες ενώνοντας το θρόισμα των φτερών τους,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
στον Έβρο πλάι, στον όχτο καθισμένοι,
τσιουτσίου τσιουτίγξ,
και πιο ψηλά απ᾽ τα σύννεφα περνά η κραξιά τους·
ζαρώνουν τότε τα λογής λογής αγρίμια
και στη γαλάζια απανεμιά τα κύματα ησυχάζουν,
τοτοτότο τοτοτότο τοτοτίγξ·
απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη ο Όλυμπος
780αντιχτυπά, ένα θάμπωμα
πιάνει όλους τους αθάνατους, κι όλες οι Μούσες
κι όλες του Ολύμπου οι Χάριτες για απάντηση αλαλάζουν,
τιουτσίου τσιουτίγξ.
ΚΟΡ. Ω, φτερά, φτερά να βγάλεις· νά η καλύτερη δουλειά!
Ένας βλέπει, ας πούμε, κάποια τραγωδία στο θέατρο,
μα πεινά και του έργου κιόλας τον δυσαρεστεί ο Χορός·
φτερωτός αυτός αν είναι, τα φτερά του ανοίγει ευθύς,
πάει στο σπίτι, την τυλώνει, και σε λίγο πάλι εδώ.
790Έναν άξαφνα τον πιάνει σφίξη στην κοιλιά· πετά
παραέξω, ξαλαφρώνει, και σε λίγο πάλι εδώ.
Τα ᾽χει κάποιος σας ψημένα με μια παντρεμένη· νά,
ξαφνικά, στην πρώτη θέση βλέπει — ποιόν; τον άντρα της·
τα φτερά του ανοίγει, αν έχει, μες την αγκαλιά πετά
της καλής του, και, χορτάτος, νά τος πάλι πίσω εδώ.
Ποιός δε θα ᾽δινε όσα όσα για να γίνει φτερωτός;
Ήξερα έναν ανθρωπάκο που έφτιανε φτερά, απ᾽ αυτά
τα ξεσκονιστήρια· τόσα μάζεψε λοιπόν λεφτά
με την τέχνη του, που τώρα μες στα πλούτη κολυμπά·
800με φτερά για σκόνες· σκέψου να ᾽τανε κι αληθινά.
|