ΧΟΡ. (Το β΄ ημιχόριο. Στον Αλλαντοπώλη:) Ω εσύ, που φάνηκες ο μεγαλύτερος ευεργέτης όλων των ανθρώπων, σε ζηλεύω για την ευγλωττία σου. Γιατί αν με την ίδια επιτυχία συνεχίσεις να του ρίχνεσαι, θα γίνεις ο πιο μεγάλος μες στους Έλληνες, θα κρατάς, μόνος εσύ, την εξουσία της πολιτείας στα χέρια σου και θα κυβερνάς τους συμμάχους κρατώντας τρίαινα· [840] μ᾽ αυτή θα καζαντίσεις πολλά χρήματα, τραντάζοντας και ταράζοντας.
ΚΟΡ. Και μη τον αφήσεις απ᾽ τα χέρια σου, τώρα που τον κρατάς από τη μέση. Έτσι που είσαι γεροδεμένος, δεν θα δυσκολευτείς να τον ξεκάνεις.
ΠΑΦ. Μά τον Ποσειδώνα, λεβεντιές μου, δεν φτάσαμε ακόμα σ᾽ αυτό το σημείο. Γιατί εγώ έχω στο ενεργητικό μου τέτοιο κατόρθωμα, που να καταπίνουν τη γλώσσα τους απαξάπαντες οι εχτροί μου, όσο μένει έστω και μια από τις ασπίδες που ᾽φερα λάφυρο από την Πύλο.
ΑΛΛ. Κάνε στάση... στις ασπίδες· γιατί μου ᾽δωσες λαβή. Νά, αν πραγματικά αγαπάς τη δημοκρατία, δεν έπρεπε εκ προμελέτης να τις κρεμάσεις στον ναό αφιερώματα μαζί με τους ιμάντες τους. [850] Αλλά αυτό, Δήμε μου, είναι καταχθόνιο σχέδιο, ώστε, αν θελήσεις να τιμωρήσεις ετούτον, να ᾽ναι τα χέρια σου δεμένα. Γιατί βλέπεις τί σμάρι έχει γύρω του από δερμοτοπώληδες· δίπλα τους εγκαταστάθηκαν μελιτοπώληδες και τυροπώληδες. Όλο αυτό το ασκέρι έχει ένα κρυφό σχέδιο: αν εσύ βάλεις τις φωνές και στα μάτια σου αστράψει εξοστρακισμός, ετούτοι ν᾽ αρπάξουν μεσάνυχτα τις ασπίδες και να μπλοκάρουν όλα τα περάσματα που βγάζουν στις σιταποθήκες.
ΔΗΜ. Αλίμονό μου τον καψερό! στ᾽ αλήθεια, είναι με τους ιμάντες τους; (Στρέφεται στον Παφλαγόνα:) Βρε άτιμε, χρόνια και χρόνια μ᾽ εξαπατούσες κι έπαιζες πονηρό κρυφτούλι μ᾽ εμένα, τον Δήμο σου!
ΠΑΦ. [860] Μυστήριε άνθρωπε, μη γίνεσαι παιχνίδι του κάθε φαφλατά, και μη πιστέψεις ότι θα βρεις φίλο καλύτερο από μένα. Εμένα που, κι ας ήμουν μόνος, διάλυσα τους συνωμότες και δεν μου ξέφευγε καμιά παρασυναγωγή που πάει να οργανωθεί στην πόλη, αλλά στη στιγμή βάζω τις φωνάρες.
ΑΛΛ. Με σένα συμβαίνει ό,τι και μ᾽ αυτούς που ψαρεύουν χέλια: όσο η λίμνη μένει ατάραχη, δεν πιάνουνε ούτε λέπι· όταν όμως ταράζουν τον βούρκο του βυθού απάνω κάτω, τα πιάνουν. Κι συ «τα πιάνεις» όταν αναστατώνεις την πόλη. Και μια τόση δα ερωτησούλα: εσύ που πουλάς δέρματα σε τόσο μεγάλες ποσότητες, ως σήμερα έδωσες σε τούτον (δείχνει τον Δήμο) χάρισμα καμιά σόλα για τα χοντροπάπουτσά του, εσύ που λες πως τον αγαπάς;
ΔΗΜ. [870] Μά τον Απόλλωνα, δεν μου ᾽δωσε.
ΑΛΛ. (Στον Δήμο:) Κατάλαβες επιτέλους τί κουμάσι είναι; Εγώ όμως αγόρασα τούτο το ζευγάρι τα παπούτσια και σου τα δίνω να τα φοράς (βγάζει τα παπούτσια του και τα προσφέρει στον Δήμο).
ΔΗΜ. (Μαγεμένος:) Σε ανακηρύσσω ως τον μεγαλύτερο ευεργέτη του Δήμου και τον πιο αφοσιωμένο άντρα απ᾽ όσους ξέρω για την πόλη και τα νυχοπόδαρά μου.
ΠΑΦ. Μα δεν είναι φοβερό να ᾽χουν τόσο μεγάλη πέραση τα παπούτσια αυτουνού και να ξεχνάς τα τόσα που έχω κάνει για σένα; Εγώ που καθάρισα την πόλη απ᾽ τους κουνιστούς, σβήνοντας απ᾽ τα δημοτολόγια το Γρύττο τον αρχιτοιούτο;
ΑΛΛ. Μα δεν είναι φοβερό που έγινες κωλο-ελεγκτής και έκανες πέρα τους κουνιστούς; Κι αν τους έκανες πέρα εκείνους, [880] το ᾽κανες μόνο και μόνο από επαγγελματική αντιζηλία, για να μη γίνουν πολιτικάντες. (Δείχνοντας τον Δήμο:) Όμως, βλέποντας τούτον εδώ σε τέτοια ηλικία να μην έχει πουκάμισο να βάλει απάνω του, ποτέ ως σήμερα δεν έκανες χάρισμα στον Δήμο ένα πουκάμισο με μανίκια μέσα στη βαρυχειμωνιά. Αλλ᾽ εγώ σου το δίνω αυτό. (Βγάζει το πουκάμισό του και το δίνει στον Δήμο).
|