Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (1-883)

835
ΧΟ. ὦ πᾶσιν ἀνθρώποις φανεὶς μέγιστον ὠφέλημα, [ἀντ.]
ζηλῶ σε τῆς εὐγλωττίας. εἰ γὰρ ὧδ᾽ ἐποίσεις,
μέγιστος Ἑλλήνων ἔσει, καὶ μόνος καθέξεις
τἀν τῇ πόλει τῶν συμμάχων τ᾽ ἄρξεις ἔχων τρίαιναν,
840ᾗ πολλὰ χρήματ᾽ ἐργάσει σείων τε καὶ ταράττων.

καὶ μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ᾽, ἐπειδή σοι λαβὴν δέδωκεν·
κατεργάσει γὰρ ῥᾳδίως πλευρὰς ἔχων τοιαύτας.

ΠΑ. οὐκ, ὦγαθοί, ταῦτ᾽ ἐστί πω ταύτῃ μὰ τὸν Ποσειδῶ.
ἐμοὶ γάρ ἐστ᾽ εἰργασμένον τοιοῦτον ἔργον ὥστε
845ἁπαξάπαντας τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐπιστομίζειν,
ἕως ἂν ᾖ τῶν ἀσπίδων τῶν ἐκ Πύλου τι λοιπόν.
ΑΛ. ἐπίσχες ἐν ταῖς ἀσπίσιν· λαβὴν γὰρ ἐνδέδωκας.
οὐ γάρ σ᾽ ἐχρῆν, εἴπερ φιλεῖς τὸν δῆμον, ἐκ προνοίας
ταύτας ἐᾶν αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξιν ἀνατεθῆναι.
850ἀλλ᾽ ἐστὶ τοῦτ᾽, ὦ Δῆμε, μηχάνημ᾽, ἵν᾽, ἢν σὺ βούλῃ
τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῦτο μὴ ᾽κγένηται.
ὁρᾷς γὰρ αὐτῷ στῖφος οἷόν ἐστι βυρσοπωλῶν
νεανιῶν· τούτους δὲ περιοικοῦσι μελιτοπῶλαι
καὶ τυροπῶλαι· τοῦτο δ᾽ εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός,
855ὥστ᾽ εἰ σὺ βριμήσαιο καὶ βλέψειας ὀστρακίνδα,
νύκτωρ καθαρπάσαντες ἂν τὰς ἀσπίδας θέοντες
τὰς εἰσβολὰς τῶν ἀλφίτων ἂν καταλάβοιεν ἡμῶν.
ΔΗ. οἴμοι τάλας· ἔχουσι γὰρ πόρπακας; ὦ πόνηρε,
ὅσον με παρεκόπτου χρόνον τοιαῦτα κρουσιδημῶν.
860ΠΑ. ὦ δαιμόνιε, μὴ τοῦ λέγοντος ἴσθι, μηδ᾽ οἰηθῇς
ἐμοῦ ποθ᾽ εὑρήσειν φίλον βελτίον᾽, ὅστις εἷς ὢν
ἔπαυσα τοὺς ξυνωμότας, καί μ᾽ οὐ λέληθεν οὐδὲν
ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον, ἀλλ᾽ εὐθέως κέκραγα.
ΑΛ. ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας.
865ὅταν μὲν ἡ λίμνη καταστῇ, λαμβάνουσιν οὐδέν·
ἐὰν δ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν,
αἱροῦσι· καὶ σὺ λαμβάνεις, ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς.
ἓν δ᾽ εἰπέ μοι τοσουτονί· σκύτη τοσαῦτα πωλῶν
ἔδωκας ἤδη τουτῳὶ κάττυμα παρὰ σεαυτοῦ
870ταῖς ἐμβάσιν φάσκων φιλεῖν; ΔΗ. οὐ δῆτα μὰ τὸν Ἀπόλλω.
ΑΛ. ἔγνωκας οὖν δῆτ᾽ αὐτὸν οἷός ἐστιν; ἀλλ᾽ ἐγώ σοι
ζεῦγος πριάμενος ἐμβάδων τουτὶ φορεῖν δίδωμι.
ΔΗ. κρίνω σ᾽ ὅσων ἐγᾦδα περὶ τὸν δῆμον ἄνδρ᾽ ἄριστον
εὐνούστατόν τε τῇ πόλει καὶ τοῖσι δακτύλοισιν.
875ΠΑ. οὐ δεινὸν οὖν δῆτ᾽ ἐμβάδας τοσουτονὶ δύνασθαι,
ἐμοῦ δὲ μὴ μνείαν ἔχειν ὅσων πέπονθας; ὅστις
ἔπαυσα τοὺς κινουμένους, τὸν Γρύττον ἐξαλείψας.
ΑΛ. οὔκουν σε δῆτα ταῦτα δεινόν ἐστι πρωκτοτηρεῖν
παῦσαί τε τοὺς κινουμένους; κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ἐκείνους
880οὐχὶ φθονῶν ἔπαυσας, ἵνα μὴ ῥήτορες γένοιντο.
τονδὶ δ᾽ ὁρῶν ἄνευ χιτῶνος ὄντα τηλικοῦτον
οὐπώποτ᾽ ἀμφιμασχάλου τὸν Δῆμον ἠξίωσας
χειμῶνος ὄντος· ἀλλ᾽ ἐγώ σοι τουτονὶ δίδωμι.


ΧΟΡ. (Το β΄ ημιχόριο. Στον Αλλαντοπώλη:) Ω εσύ, που φάνηκες ο μεγαλύτερος ευεργέτης όλων των ανθρώπων, σε ζηλεύω για την ευγλωττία σου. Γιατί αν με την ίδια επιτυχία συνεχίσεις να του ρίχνεσαι, θα γίνεις ο πιο μεγάλος μες στους Έλληνες, θα κρατάς, μόνος εσύ, την εξουσία της πολιτείας στα χέρια σου και θα κυβερνάς τους συμμάχους κρατώντας τρίαινα· [840] μ᾽ αυτή θα καζαντίσεις πολλά χρήματα, τραντάζοντας και ταράζοντας.

ΚΟΡ. Και μη τον αφήσεις απ᾽ τα χέρια σου, τώρα που τον κρατάς από τη μέση. Έτσι που είσαι γεροδεμένος, δεν θα δυσκολευτείς να τον ξεκάνεις.

ΠΑΦ. Μά τον Ποσειδώνα, λεβεντιές μου, δεν φτάσαμε ακόμα σ᾽ αυτό το σημείο. Γιατί εγώ έχω στο ενεργητικό μου τέτοιο κατόρθωμα, που να καταπίνουν τη γλώσσα τους απαξάπαντες οι εχτροί μου, όσο μένει έστω και μια από τις ασπίδες που ᾽φερα λάφυρο από την Πύλο.
ΑΛΛ. Κάνε στάση... στις ασπίδες· γιατί μου ᾽δωσες λαβή. Νά, αν πραγματικά αγαπάς τη δημοκρατία, δεν έπρεπε εκ προμελέτης να τις κρεμάσεις στον ναό αφιερώματα μαζί με τους ιμάντες τους. [850] Αλλά αυτό, Δήμε μου, είναι καταχθόνιο σχέδιο, ώστε, αν θελήσεις να τιμωρήσεις ετούτον, να ᾽ναι τα χέρια σου δεμένα. Γιατί βλέπεις τί σμάρι έχει γύρω του από δερμοτοπώληδες· δίπλα τους εγκαταστάθηκαν μελιτοπώληδες και τυροπώληδες. Όλο αυτό το ασκέρι έχει ένα κρυφό σχέδιο: αν εσύ βάλεις τις φωνές και στα μάτια σου αστράψει εξοστρακισμός, ετούτοι ν᾽ αρπάξουν μεσάνυχτα τις ασπίδες και να μπλοκάρουν όλα τα περάσματα που βγάζουν στις σιταποθήκες.
ΔΗΜ. Αλίμονό μου τον καψερό! στ᾽ αλήθεια, είναι με τους ιμάντες τους; (Στρέφεται στον Παφλαγόνα:) Βρε άτιμε, χρόνια και χρόνια μ᾽ εξαπατούσες κι έπαιζες πονηρό κρυφτούλι μ᾽ εμένα, τον Δήμο σου!
ΠΑΦ. [860] Μυστήριε άνθρωπε, μη γίνεσαι παιχνίδι του κάθε φαφλατά, και μη πιστέψεις ότι θα βρεις φίλο καλύτερο από μένα. Εμένα που, κι ας ήμουν μόνος, διάλυσα τους συνωμότες και δεν μου ξέφευγε καμιά παρασυναγωγή που πάει να οργανωθεί στην πόλη, αλλά στη στιγμή βάζω τις φωνάρες.
ΑΛΛ. Με σένα συμβαίνει ό,τι και μ᾽ αυτούς που ψαρεύουν χέλια: όσο η λίμνη μένει ατάραχη, δεν πιάνουνε ούτε λέπι· όταν όμως ταράζουν τον βούρκο του βυθού απάνω κάτω, τα πιάνουν. Κι συ «τα πιάνεις» όταν αναστατώνεις την πόλη. Και μια τόση δα ερωτησούλα: εσύ που πουλάς δέρματα σε τόσο μεγάλες ποσότητες, ως σήμερα έδωσες σε τούτον (δείχνει τον Δήμο) χάρισμα καμιά σόλα για τα χοντροπάπουτσά του, εσύ που λες πως τον αγαπάς;
ΔΗΜ. [870] Μά τον Απόλλωνα, δεν μου ᾽δωσε.
ΑΛΛ. (Στον Δήμο:) Κατάλαβες επιτέλους τί κουμάσι είναι; Εγώ όμως αγόρασα τούτο το ζευγάρι τα παπούτσια και σου τα δίνω να τα φοράς (βγάζει τα παπούτσια του και τα προσφέρει στον Δήμο).
ΔΗΜ. (Μαγεμένος:) Σε ανακηρύσσω ως τον μεγαλύτερο ευεργέτη του Δήμου και τον πιο αφοσιωμένο άντρα απ᾽ όσους ξέρω για την πόλη και τα νυχοπόδαρά μου.
ΠΑΦ. Μα δεν είναι φοβερό να ᾽χουν τόσο μεγάλη πέραση τα παπούτσια αυτουνού και να ξεχνάς τα τόσα που έχω κάνει για σένα; Εγώ που καθάρισα την πόλη απ᾽ τους κουνιστούς, σβήνοντας απ᾽ τα δημοτολόγια το Γρύττο τον αρχιτοιούτο;
ΑΛΛ. Μα δεν είναι φοβερό που έγινες κωλο-ελεγκτής και έκανες πέρα τους κουνιστούς; Κι αν τους έκανες πέρα εκείνους, [880] το ᾽κανες μόνο και μόνο από επαγγελματική αντιζηλία, για να μη γίνουν πολιτικάντες. (Δείχνοντας τον Δήμο:) Όμως, βλέποντας τούτον εδώ σε τέτοια ηλικία να μην έχει πουκάμισο να βάλει απάνω του, ποτέ ως σήμερα δεν έκανες χάρισμα στον Δήμο ένα πουκάμισο με μανίκια μέσα στη βαρυχειμωνιά. Αλλ᾽ εγώ σου το δίνω αυτό. (Βγάζει το πουκάμισό του και το δίνει στον Δήμο).