Στην Κνιδία όχι ακόμα, μα στο ιερό το Δώτιο ήδη κατοικούσαν,
25όταν για σένα άλσος έφκιαξαν καλό οι Πελασγοί,
πυκνόδεντρο, που ανάμεσά του μόλις θα περνούσε βέλος.
Πεύκα σε τούτο ήτανε, φτελιές μεγάλες και αγριαπιδιές
κι ωραία γλυκόμηλα. Νερό κεχριμπαρένιο
ανάβλυζε από τις πηγές. Κι ευφραίνονταν στο χώρο τούτο η θεά,
30όπως και στην Ελευσίνα, στον Τριόπα και στην Έννα.
Μα όταν η ευπρέπεια χάθηκεν από τους Τριοπίδες,
τότες ο Ερυσίχθονας βουλήθη τα χειρότερα.
Είκοσι παίρνοντας βοηθούς και όλους στην ακμή τους,
όλους τους γιγαντόκορμους, να ξεπατώσουν αρκετούς ακέρια πόλη,
35μ᾽ αυτά τα δυο τούς όπλισε: πελέκια και αξίνες,
και δράμανε μ᾽ αναίδεια στης Δήμητρας το άλσος.
Ήταν εκεί και κάποια λεύκα δέντρο μέγα που άγγιζε τα αιθέρια
όπου και τέρπονταν τα μεσημέρια οι νύμφες.
Κι όπως πρωτοπληγώθηκεν αυτή, πόνου κραυγήν αφήνει και στις άλλες.
40Η Δήμητρα αιστάνθηκε ότι πονάει το ιερό το δέντρο
κι είπε οργισμένη: «Ποιός μου κόβει τα καλά δέντρα;»
Έλαβε αμέσως της Νικίππης τη μορφή, που ιέρεια οι πολίτες
δημόσια την ορίσανε, κι αφού πήρε στα χέρια
στεφάνια, παπαρούνες και στον ώμο κρέμασε κλειδί,
45είπε, να μαλακώσει τον κακό κι αναίσχυντο άντρα:
«Παιδί μου, που τα δέντρα κόβεις τ᾽ αφιερωμένα στους θεούς,
παιδί μου ησύχασε, αγαπημένο τέκνο στους γονείς σου,
πάψε, και τους βοηθούς σου απότρεψε μην κι οργιστεί
η Δήμητρα η Σεβάσμια, τον ιερό της τόπο που ξεκάνεις».
50Τότες εκείνος αγριοκοιτάζοντας, όπως τον κυνηγό
στα Τμάρια όρη αγριοκοιτάζει λιονταρίνα
που μόλις ξελεχώνεψε, κι έχει, όπως λένε, βλοσυρό το βλέμμα,
«φύγε, της είπε, μη σου μπήξω το μεγάλο μου πελέκι στο κορμί.
Μ᾽ αυτά τα ξύλα ωραία θα φκιάσω στέγη του σπιτιού μου, όπου τραπέζια
55πλούσια για τους συντρόφους μου κι ευχάριστα θα παραθέτω».
Ετούτα είπε το παιδί και η Νέμεση σημείωσε την ύβρη.
Η θεά εξοργίστηκε πολύ, τη θεϊκή μορφή της πάλι παίρνοντας.
Τα πόδια της στη γη, μα η κεφαλή της άγγιζε τον Όλυμπο.
Κι εκείνοι μισοπεθαμένοι από το φόβο όταν είδανε τη Σεβαστή,
60απότομα αρατίστηκαν, στους δρυς τα χάλκινά τους παρατώντας σύνεργα.
Τους άλλους άφησε η θεά να φύγουν, αφού απ᾽ ανάγκη τον ακολουθούσαν,
γιατί ήταν υποτακτικοί του, όμως έτσι μίλησε στον ασεβή αρχηγό τους:
«Ναι, ναι! τη στέγη φκιάξε σκυλομούρη, όπου τραπέζια
θα κάνεις. Θα ᾽ναι αργότερα συχνές οι ευωχίες σου».
65Αυτά είπε εκείνη, όμως βάσανα τρανά στον Ερυσίχθονα μαγείρεψε.
|