ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ Η Σιμίκη βγαίνει από το σπίτι του Κνήμωνα αναστατωμένη.
620ΣΙΜ. Αχ, συφορά μου, ποιός θα μας βοηθήσει;
Ποιός θα βοηθήσει; ΣΙΚ. (βγαίνοντας από το ιερό) Θεέ μου, τί ᾽ναι τούτα;
Στ᾽ όνομα των θεών και των δαιμόνων,
αφήστε πια να γίνουν οι σπονδές μας.
Όλο χτυπάτε, βρίζετε, βογκάτε·
τι σπίτι ανοικονόμητο! ΣΙΜ. Ο αφέντης
μες στο πηγάδι. ΣΙΚ. Πώς; ΣΙΜ. Τί πώς; Νά, πήγε
να κατεβεί, να βγάλει το δικέλλι
και τον κουβά, και γλίστρησε από πάνω
κι έπεσε. ΣΙΚ. Ποιός; Ο γέρος; Ο γρινιάρης;
ΣΙΜ. Ναι. ΣΙΚ. Μά τον Ουρανό, καλά να πάθει.
630Και τώρα, αγαπητή μου γριούλα, πια είναι
δουλειά δικιά σου. ΣΙΜ. Δηλαδή; ΣΙΚ. Νά, πάρε
μια κοτρόνα, μια πέτρα, κάτι τέτοιο,
και ρίξ᾽ του το από πάνω. ΣΙΜ. Αγαπητέ μου,
κατέβα. ΣΙΚ. Τί μου λες, καλέ; Να πάθω
αυτό που λέει ο μύθος; Να παλεύω
με σκύλο στο πηγάδι; Δεν το κάνω.
ΣΙΜ. (δυνατά) Γοργία μου; Πού να βρίσκεσαι; Γοργία!
Ο Γοργίας, ακούοντας τις φωνές, βγαίνει από το ιερό.
ΓΟΡ. Για με ρωτούν πού βρίσκομαι; Σιμίκη,
τί τρέχει; ΣΙΜ. Τί; Ρωτάς; Το ξαναλέω ·
έπεσ᾽ ο αφέντης μέσα στο πηγάδι.
ΓΟΡ. (δυνατά) Σώστρατε, γρήγορα έξω. (Στη Σιμίκη.) Αμέσως μέσα.
Τη σπρώχνει μέσα στο σπίτι και την ακολουθούν
ευθύς αυτός και ο Σώστρατος.
|