Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (7.1-7.19)


ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΑΙΣ VII

ΔΙΑΓΟΡΑΙ ΡΟΔΙΩΙ ΠΥΚΤΗΙ


Φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλών [στρ. α]
ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ
δωρήσεται
νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων
οἴκοθεν οἴκαδε, πάγχρυσον, κορυφὰν κτεάνων,
5συμποσίου τε χάριν κᾶ-
δός τε τιμάσαις ‹ν›έον, ἐν δὲ φίλων
παρεόντων θῆκέ νιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς·

καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις [ἀντ. α]
ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός,
ἱλάσκομαι,
10Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικών-
τεσσιν· ὁ δ᾽ ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ᾽ ἀγαθαί·
ἄλλοτε δ᾽ ἄλλον ἐποπτεύ-
ει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ
θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ᾽ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν.

καί νυν ὑπ᾽ ἀμφοτέρων σὺν [ἐπῳδ. α]
Διαγόρᾳ κατέβαν, τὰν ποντίαν
ὑμνέων, παῖδ᾽ Ἀφροδίτας
Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον,
15εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα παρ᾽ Ἀλ-
φειῷ στεφανωσάμενον
αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα
καὶ παρὰ Κασταλίᾳ, πα-
τέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ,
Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας
ἐμβόλῳ ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ.


ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΣ Ζ᾽

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΓΟΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΡΟΔΟ

ΝΙΚΗΤΗ ΣΤΗΝ ΠΥΓΜΑΧΙΑ


Ωσάν αυτόν που κύπελλο στο πλούσιο παίρνει χέρι, [στρ. α]
όπου κοχλάζει η δρόσος της αμπέλου,
και το χαρίζει
στον νιο γαμπρό, προπίνοντας απ᾽ το δικό του σπίτι
για το καλό του νέου σπιτιού, κύπελλο ολόχρυσο,
το πιο ακριβό απ᾽ το βιος του,
5θέλοντας το συμπόσιο να λαμπρύνει
και τον γαμπρό του να τιμήσει και ζηλευτό στους φίλους
να τον κάνει, που παραστέκουνε στον ταιριαστό του γάμο·

έτσι κι εγώ το νέκταρ το καθάριο, το δώρο των Μουσών, στους άνδρες [αντ. α]
τους αθλοφόρους στέλνοντάς το, του νου γλυκό καρπό,
δέομαι στους θεούς καλόγνωμοι να είναι
10στους νικητές της Ολυμπίας και της Πυθώνας·
χαρά σ᾽ αυτόν που ξακουστό έγινε τ᾽ όνομά του.
Γιατί άλλοτε σ᾽ άλλον ρίχνει τη ματιά της
η Χάρις που τη ζωή θερμαίνει,
και η γλυκόλαλη τον ψάλλει φόρμιγγα και οι πάμφωνοι ήχοι των αυλών.

Τώρα κι εγώ κατέβηκα με φόρμιγγα και αυλούς [επωδ. α]
και με τον Διαγόρα αντάμα, τη θαλασσινή
της Αφροδίτης κόρη υμνώντας,
τη Ρόδο, του Ήλιου τη νύφη,
15τον άξιο και πελώριο μαχητή που εστέφθη
κοντά στον Αλφειό
και πλάι στην Κασταλία,
τον πυγμάχο αμείβοντας, να τραγουδήσω
καθώς και τον πατέρα του Δαμάγητο, της Δίκης τον αγαπημένο,
που δίπλα στης ευρύχωρης Ασίας το ακρωτήρι την τρίπολη τη νήσο
κατοικούνε μαζί με τους Αργείους τους λογχοφόρους.


ΕΒΔΟΜΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ

(ΔΙΑΓΟΡΑΙ ΡΟΔΙΩΙ ΠΥΚΤΗΙ)


Καθώς ένας με πλούσιο το χέρι πατέρας [στρ. α]
παίρνει ολόχρυση κούπα, που μέσα
κοχλάζει η δροσιά του αμπελιού
κι αφού, απ᾽ το σπίτι του, πιει στην υγειά
των σπιτιών του γαμπρού,
τη χαρίζει του νιου, σαν τον πιο
διαλεχτό θησαυρό του,
5κι έδωσ᾽ έτσι τιμή στη λαμπρή του μαζί τη γιορτή
και στον άξιο που παίρνει γαμπρό
ζηλευτό κάνοντάς τον και στους
καλεσμένους του φίλους
για μια τέτοια παντρειά ταιριασμένη·

έτσι κι εγώ, στέλλοντας νέχταρ χυτό, [αντ. α]
Μουσών δόση, γλυκό των φρενών μου καρπό,
ιλαρώνω αθλοφόρων αντρών την καρδιά,
10που στα Ολύμπια και στα Πύθια νικούνε·
κι είν᾽ αλήθεια μακάριος αυτός
που η περίλαμπρη Φήμη αγκαλιάζει·
μα άλλον άλλη φορά
η ζωοπάροχη γνοιάζεται η Χάρη
με γλυκόλαλης λύρας μαζί συνοδειά
και μ᾽ όργαν᾽ αυλών πολυφώνων.

Μ᾽ αυτά τώρα εγώ και τα δυο [επωδ. α]
μαζί με τον Διαγόρα κατέβηκα εδώ,
την πελαγίσια ανυμνώντας την κόρη
της Αφροδίτης και του Ήλιου γυναίκα, τη Ρόδω,
15για να εγκωμιάσω αθλητή γιγαντόσωμο
και στη μάχην ατράνταχτο,
για της πυγμής τα στεφάνια, που κέρδισε
στου Αλφειού πλάι τις όχτες και πλάι στις πηγές
της Κασταλίας·
και μαζί τον πατέρα του
το Δαμάγητο, φίλο της Δίκης ακριβό,
που με Αργείτη λαό πολεμόχαρο
κατοικούν το νησί με τις τρείς πολιτείες
αντικρύ στης απέραντης Ασίας τη σφήνα.