Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τώρα στον Νέστορα αποκρίθηκε:
«Ω Νέστορα, γιε του Νηλέα, δόξα λαμπρή των Αχαιών,
εκείνος πολύ καλά εκδικήθηκε, γι᾽ αυτό θα διαλαλούν
οι Αχαιοί παντού το κλέος του, και θα το τραγουδούν
οι άνθρωποι στο μέλλον.
Μακάρι και σ᾽ εμένα τόση δύναμη να ᾽διναν οι θεοί,
που να μπορούσα να τους τιμωρήσω τους μνηστήρες
για τη βαριά παρανομία τους — αυτούς που μηχανεύονται εναντίον μου
ακόλαστα έργα, υβριστικά.
Αλλά οι θεοί δεν όρισαν μια τέτοια τύχη και σ᾽ εμένα —
μήτε σ᾽ εμένα μήτε στον πατέρα μου. Και πρέπει τώρα
να υποφέρω το κακό υπομένοντας.»
210Αμέσως ο ιππικός Γερήνιος Νέστορας απάντησε:
«Καλέ μου φίλε, αφού τα αναλογίστηκες μόνος αυτά
και τα προφέρεις· λένε λοιπόν πως εξαιτίας της μάνας σου
κάθονται οι πολλοί μνηστήρες στο παλάτι, δίχως την άδειά σου,
και το κακό σου μηχανεύονται.
Αλήθεια πες μου· υποτάσσεσαι γιατί το θέλεις;
ή ο λαός της χώρας σου σ᾽ εχθρεύεται, ακολουθώντας ίσως
και τη φωνή κάποιου θεού;
Κι όμως ποιος ξέρει, μπορεί να φτάσει εκείνος κάποια μέρα,
εκδικητής της βίας, μόνος του ή και να τον συντρέξουν
κι όλοι οι άλλοι Αχαιοί.
Γιατί είμαι βέβαιος, αν ήθελε η γλαυκόματη Αθηνά
κι εσένα να σου δείξει τόση αγάπη, όση φροντίδα φιλική
έδειχνε τότε εκεί, στη μακρινή χώρα των Τρώων,
για τον αξέχαστο Οδυσσέα, όταν εμείς οι Αχαιοί
220τραβούσαμε τα πάνδεινα —
ομολογώ, ποτέ δεν είδα στη ζωή μου θεούς να δείχνουν τόση αγάπη
αναφανδόν, όπως αναφανδόν του παραστάθηκε η Αθηνά Παλλάδα εκείνου.
Αν ήθελε λοιπόν κι εσένα ν᾽ αγαπήσει τόσο, αν μέσα της
είχε την έγνοια σου, ε τότε αυτοί, όλοι τους και χωριστά ο καθένας,
τον γάμο θα ξεχνούσαν μια για πάντα.»
Αλλά στον Νέστορα αντιμίλησε με τη δική του φρόνηση ο Τηλέμαχος:
«Δεν το πιστεύω, γέροντα, αληθινά να βγουν τα λόγια σου·
μεγάλον λόγο πρόφερες, κι έχει θολώσει ο νους μου· όχι, δεν έχω
ελπίδα πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σ᾽ εμένα, έστω
κι αν το θελήσουν οι θεοί.»
Σ᾽ εκείνον όμως η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, γύρισε κι είπε:
230«Τηλέμαχε, τι λόγος τώρα ξέφυγε απ᾽ το στόμα σου!
Εύκολα ο θεός, αν το θελήσει, σώζει τον άνθρωπο, κι από μακριά.
Εγώ θα προτιμούσα, μετά από βάσανα πολλά,
να φτάσω κάποτε στο σπίτι μου για να χαρώ τον γυρισμό,
παρά γυρίζοντας εφέστιος να αφανιστώ καθώς ο Αγαμέμνων,
που δόλια τον αφάνισαν ο Αίγισθος κι η νόμιμη γυναίκα του.
Μόνο που τον κοινό θάνατο των θνητών, αυτόν δεν τον μπορούν
μήτε οι θεοί, ακόμη και σ᾽ εκείνον που αγαπούν, για πάντα ν᾽ αποτρέψουν,
όταν η ώρα φτάνει να γκρεμίσει κάποιον η ολέθρια μοίρα
με το ανελέητο τέλος του θανάτου.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της αποκρίθηκε:
240«Μέντορα, πια δεν ωφελεί μ᾽ αυτά να συνεχίσουμε, κι ας μας βαραίνει
τόσος πόνος· θα μείνει εκείνου ο νόστος μια ψευδαίσθηση, αφού οι αθάνατοι αποφάσισαν τον θάνατό του, μαύρο το ριζικό του.
Γι᾽ αυτό θέλω ν᾽ αλλάξω τώρα λόγο, άλλο να μάθω από τον Νέστορα
ρωτώντας, που και στη γνώση και στη δίκαιη κρίση του υπερέχει —
λένε πως τρεις ολόκληρες γενιές στην Πύλο βασιλεύει,
έτσι φαντάζει και σ᾽ εμένα που τον βλέπω αθάνατος.
Ω Νέστορα, γιε του Νηλέα, μίλα και πες μου την αλήθεια·
πώς πέθανε ο γιος του Ατρέα, ο Αγαμέμνων με την τόση ισχύ;
πού να ᾽ταν ο Μενέλαος; ποιον όλεθρο μελέτησε
250ο δολοπλόκος Αίγισθος, που σκότωσε κατά πολύ ανώτερόν του;
μήπως εκείνος έλειπε, μήπως δεν βρέθηκε στων Αχαιών το Άργος;
αλλού παράδερνε περιπλανώμενος σε ξένες χώρες; οπότε αυτός
ξεθάρρεψε κι έκανε φόνο;»
|