ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Κνώδαλα σ᾽ όλους μισητά, θεούς κι ανθρώπους,
τα σίδερα μπορούν να λύσουν και το πράμα
έχει γιατρειά κι άπειρ᾽ οι τρόποι να γλιτώσεις·
μα όταν το χώμα πιει το αίμα ενός ανθρώπου,
μια και πεθάνει, ανάσταση πια δεν υπάρχει,
μα ουδ᾽ ο πατέρας μου σ᾽ αυτό γητειές και ξόρκια
650δε βρήκε, που όλα τ᾽ άλλα άνω και κάτω στρέφει
και φέρνει δίχως να του κόβεται η πνοή του.
ΧΟΡΟΣ
Κοιτά πώς πολεμάς αθώο να μας τον βγάλεις!
αφού το αίμα της μάνας του, αίμα δικό του,
έχυσε κατά γης, πώς θα καθίσει στο Άργος
στο πατρικό το σπίτι του; ποιούς κοινούς θα ᾽χει
βωμούς να κάνει τις θυσίες του; ποιά φατρία
στους αγιασμούς της θα δεχτεί να παίρνει μέρος;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Κι αυτό θ᾽ αποκριθώ και πόσο ορθά στοχάσου·
δεν είναι η μάνα που γεννάει αυτό που λένε
παιδί της· θρέφει μοναχά το νέο το σπέρμα·
660ο άντρας που σπέρνει, αυτός γεννά· κείνη σαν ξένη
το φύτρο σώζει, αν ο θεός γερό τ᾽ αφήσει.
και θα σου φέρω απόδειξη σ᾽ αυτό που λέω.
πατέρας γίνεται να υπάρξει δίχως μάνα,
νά, μάρτυρας εμπρός του Ολύμπιου Δία η κόρη,
που μέσα σε κοιλιάς δε θρέφτηκε σκοτάδια,
κι όμοιό της ποιά θεά βλαστάρι θα γεννούσε;
Μα εγώ, από τ᾽ άλλο, θενα κάμω όπως γνωρίζω,
την πόλη σου, Αθηνά, και το λαό μεγάλους
κι αυτόν ικέτη σου έστειλα να σου προσπέσει
670για να ᾽ναι πάντα σ᾽ όλο τον καιρό πιστός σου
και να τον έχεις σύμμαχο, Θεά, και τούτον
και τη γενιά του κι έτσι μένει στον αιώνα
να σου φυλάουν την πίστη αυτοί κι οι απόγονοί τους.
|