Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (811-855)


ΧΟ. ἰὼ ἰὼ τάλαινα μελέων κακῶν·
ἔπαθες, εἰργάσω
τοσοῦτον ὥστε τούσδε συγχέαι δόμους,
αἰαῖ τόλμας,
βιαίως θανοῦσ᾽ ἀνοσίωι τε συμ-
815 φορᾶι, σᾶς χερὸς πάλαισμα μελέας.
τίς ἄρα σάν, τάλαιν᾽, ἀμαυροῖ ζόαν;

ΘΗ. ὤμοι ἐγὼ πόνων· ἔπαθον, ὦ τάλας, [στρ.]
τὰ μάκιστ᾽ ἐμῶν κακῶν. ὦ τύχα,
ὥς μοι βαρεῖα καὶ δόμοις ἐπεστάθης,
820 κηλὶς ἄφραστος ἐξ ἀλαστόρων τινός·
κατακονὰ μὲν οὖν ἀβίοτος βίου.
κακῶν δ᾽, ὦ τάλας, πέλαγος εἰσορῶ
τοσοῦτον ὥστε μήποτ᾽ ἐκνεῦσαι πάλιν
μηδ᾽ ἐκπερᾶσαι κῦμα τῆσδε συμφορᾶς.
826 τίνι λόγωι, τάλας, τίνι τύχαν σέθεν
βαρύποτμον, γύναι, προσαυδῶν τύχω;
ὄρνις γὰρ ὥς τις ἐκ χερῶν ἄφαντος εἶ,
πήδημ᾽ ἐς Ἅιδου κραιπνὸν ὁρμήσασά μοι.
830 αἰαῖ αἰαῖ, μέλεα μέλεα τάδε πάθη·
πρόσωθεν δέ ποθεν ἀνακομίζομαι
τύχαν δαιμόνων ἀμπλακίαισι τῶν
πάροιθέν τινος.

ΧΟ. οὐ σοὶ τάδ᾽, ὦναξ, ἦλθε δὴ μόνωι κακά,
835 πολλῶν μετ᾽ ἄλλων δ᾽ ὤλεσας κεδνὸν λέχος.

ΘΗ. τὸ κατὰ γᾶς θέλω, τὸ κατὰ γᾶς κνέφας [ἀντ.]
μετοικεῖν σκότωι θανών, ὦ τλάμων,
τῆς σῆς στερηθεὶς φιλτάτης ὁμιλίας·
ἀπώλεσας γὰρ μᾶλλον ἢ κατέφθισο.
840 †τίνος κλύω† πόθεν θανάσιμος τύχα,
γύναι, σὰν ἔβα, τάλαινα, κραδίαν;
εἴποι τις ἂν τὸ πραχθέν, ἢ μάτην ὄχλον
στέγει τυραννὸν δῶμα προσπόλων ἐμῶν;
ὤμοι μοι ‹ . . . › σέθεν,
845 μέλεος, οἷον εἶδον ἄλγος δόμων,
οὐ τλητὸν οὐδὲ ῥητόν. ἀλλ᾽ ἀπωλόμην·
ἔρημος οἶκος, καὶ τέκν᾽ ὀρφανεύεται.
‹αἰαῖ αἰαῖ,› ἔλιπες ἔλιπες, ὦ φίλα
γυναικῶν ἀρίστα θ᾽ ὁπόσας ὁρᾶι
850 φέγγος θ᾽ ἁλίοιο καὶ νυκτὸς ἀ-
στερωπὸν σέλας.

ΧΟ. ὦ τάλας, ὅσον κακὸν ἔχει δόμος·
δάκρυσί μου βλέφαρα καταχυθέντα τέγ-
γεται σᾶι τύχαι.
855 τὸ δ᾽ ἐπὶ τῶιδε πῆμα φρίσσω πάλαι.


ΚΟΜΜΟΣ Β’
ΧΟΡ. Αλιά σου, αλιά! της άμοιρης!
Έπαθες κι έκανες κακό,
που ρήμαξε το σπίτι…
Αχ πώς σου βάσταξε η καρδιά
να σκοτωθείς μονάχη σου
με τα δικά σου χέρια; Ποιός
βύθισε στα σκοτάδια τη ζωούλα σου;

ΘΗΣ. Αχ! Αλιά μου, τί βάσανα τούτα! [στρ.]
Είμαι σ᾽ όλη τη χώρα ο πιο δύστυχος!

Ποιός δαίμονας κακός το σπιτικό μου
820κι εμένα μ᾽ αίσχη ανείπωτα μας λέρωσε;

Αχ αζώητ᾽ η ζήση μου τώρα!
Τί μεγάλη φουρτούνα που μ᾽ άρπαξε!

Καμιά δεν έχω ελπίδα να γλιτώσω
απ᾽ της συφοράς μου τ᾽ αγριοκύματα!

Με τί λόγια ακριβή μου να κλάψω
τη βαριά σου τη μοίρα, ο κακότυχος;

Μου ᾽φυγες σαν πουλάκι από τα χέρια
και βρέθηκες στον Άδη μ᾽ ένα πήδημα!

830Αχ αλιά μου, κακό που με βρήκε!
Καποιανού της γενιάς μου
θα πλερώνω παλιές αμαρτίες.
Έτσι θέλαν οι αθάνατοι.
ΚΟΡ. Δεν είσαι ο πρώτος βασιλιά μου! Κι άλλοι
πολλοί το ᾽παθαν, να χηρέψουν όμοια.
ΘΗΣ. Μες στα μαύρα της γης τα σκοτάδια [αντ.]
να κατέβω νεκρός. Την αγάπη σου

στερεμένος αδύνατο να ζήσω.
Με κατέστρεψες από σένα πλιότερο!

840Αχ γιά πείτε μου, ποιά μαύρη μοίρα
την καρδιά της θανάσιμα χτύπησε;

Κανένας δε μιλάει; Και τί το θρέφω
τόσο μπουλούκι σκλάβους στο παλάτι μου;

Τρισαλιά μου, ο πολύπαθος! Τέτοια
συφορά δεν την πρόσμενα σπίτι μου.

Δε βαστιέται, δε λέγεται. Ρημάδι
το παλάτι και τα παιδιά πεντάρφανα!

Αχ πώς μ᾽ άφησες κι έφυγες έτσι
η καλύτερη απ᾽ όλες
850τις γυναίκες της χώρας, που γήλιοι
τις φωτάνε κι αστρόκοσμος.

ΧΟΡ. Αλίμονο κι αλίμονο,
δυστυχισμένε αφέντη εσύ!
Το σπίτι σου μεγάλη
το χτύπησεν η συφορά.
Τα μάτια μου πλημμύρισαν
από τα δάκρυα τα πολλά.
Και τρέμω πιο πολύ για τα μελλούμενα!