900ΚΟΡ. Το θάμ᾽ αυτό, το ανώτερο από λόγια,
θα ᾽χω να το ιστορώ σαν κάτι που είδαν
τα μάτια μου, όχι που άκουσαν τ᾽ αυτιά μου.
ΠΥΛ. Φυσικό, ν᾽ αγκαλιάζονται, σα σμίγουν,
Ορέστη, συγγενείς· ανάγκη, ωστόσο
τα συγκινητικά να σταματήσουν
και να σκεφτούμε πώς, τη σωτηρία
—λέξη λαμπρή!— αφού βρούμε, από τη χώρα
θα βγούμε των βαρβάρων. Ευκαιρία
σα βρουν οι μυαλωμένοι, δεν το ρίχνουν
σ᾽ άλλες χαρές, λοξοδρομώντας έξω
απ᾽ το στρατί που τους ανοίγει η τύχη.
ΟΡΕ. Σωστά· μαζί μ᾽ εμάς θαρρώ κι η τύχη
910πως γνοιάζεται γι᾽ αυτό· μα δυναμώνει
κι η θεία βοήθεια, προθυμία σα βλέπει.
ΙΦΙ. Τίποτε ας μην μποδίσει —δε θα βγούμε
κιόλ᾽ απ᾽ το θέμα— να ρωτήσω πρώτα
ποιά μοίρα στη ζωή έχει βρει η Ηλέκτρα·
οι δυο σας είστε ό,τι αγαπώ στον κόσμο.
ΟΡΕ. Νά, αυτόν πήρε άντρα κι είν᾽ ευτυχισμένη.
ΙΦΙ. Κι αυτός πούθε είναι; ποιόν έχει πατέρα;
ΟΡΕ. Είναι του Στρόφιου γιος, απ᾽ τη Φωκίδα.
ΙΦΙ. Κόρη του Ατρέα η μάνα του; γενιά μου;
ΟΡΕ. Ξάδερφος· και πιστός μου —ο μόνος— φίλος.
920ΙΦΙ. Σα μ᾽ έσφαζε ο πατέρας δεν υπήρχε.
ΟΡΕ. Είχε αργήσει παιδί να κάμει ο Στρόφιος.
ΙΦΙ. Άντρα της αδερφής μου, χαιρετώ σε.
ΟΡΕ. Και μόνο συγγενής; σωτήρας μου είναι.
ΙΦΙ. Κι η μάνα... πώς το βάσταξε η καρδιά σου;
ΟΡΕ. Σ᾽ αυτά σιωπή· για του πατέρα το αίμα.
ΙΦΙ. Κι αυτή γιατί τον σκότωσε; Η αιτία;
ΟΡΕ. Και να τ᾽ ακούς είν᾽ άσκημο· άφησέ τα.
ΙΦΙ. Καλά· κι είσ᾽ αρχηγός εσύ μες στο Άργος;
ΟΡΕ. Ο Μενέλαος· εγώ ᾽μαι σε εξορία.
930ΙΦΙ. Αυθαιρεσία του θείου στη δύσκολη ώρα;
ΟΡΕ. Όχι· των Ερινύων με διώχνει ο φόβος.
ΙΦΙ. Τρελό είπαν σε είδαν στ᾽ ακρογιάλι· αυτό ᾽ναι;
ΟΡΕ. Με είδαν πολλοί σε τέτοιο χάλι ως τώρα.
ΙΦΙ. Νιώθω· οι θεές σε κέντριζαν της μάνας.
ΟΡΕ. Το γκέμι τους μου μάτωνε το στόμα.
ΙΦΙ. Κι εδώ, στη χώρα τούτη, γιατί νά ᾽ρθεις;
ΟΡΕ. Με πρόσταξε χρησμός του Φοίβου και ήρθα.
ΙΦΙ. Να κάμεις τί; Κρυφό αν δεν είναι, πες το.
|