Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (801-854)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΑΧΙΛΛΕΥΣ
ποῦ τῶν Ἀχαιῶν ἐνθάδ᾽ ὁ στρατηλάτης;
τίς ἂν φράσειε προσπόλων τὸν Πηλέως
ζητοῦντά νιν παῖδ᾽ ἐν πύλαις Ἀχιλλέα;
οὐκ ἐξ ἴσου γὰρ μένομεν Εὐρίπου πέλας.
805οἳ μὲν γὰρ ἡμῶν, ὄντες ἄζυγες γάμων,
οἴκους ἐρήμους ἐκλιπόντες ἐνθάδε
θάσσουσ᾽ ἐπ᾽ ἀκταῖς, οἳ δ᾽ ἔχοντες εὔνιδας
ἄπαιδες· οὕτω δεινὸς ἐμπέπτωκ᾽ ἔρως
τῆσδε στρατείας Ἑλλάδ᾽ οὐκ ἄνευ θεῶν.
810τοὐμὸν μὲν οὖν δίκαιον ἐμὲ λέγειν χρεών,
ἄλλος δ᾽ ὁ χρῄζων αὐτὸς ὑπὲρ αὑτοῦ φράσει.
γῆν γὰρ λιπὼν Φάρσαλον ἠδὲ Πηλέα
μένω ᾽πὶ λεπταῖς ταισίδ᾽ Εὐρίπου πνοαῖς,
Μυρμιδόνας ἴσχων· οἳ δ᾽ ἀεὶ προσκείμενοι
815λέγουσ᾽· Ἀχιλλεῦ, τί μένομεν; πόσον χρόνον
ἔτ᾽ ἐκμετρῆσαι χρὴ πρὸς Ἰλίου στόλον;
δρᾶ δ᾽, εἴ τι δράσεις, ἢ ἄπαγ᾽ οἴκαδε στρατόν,
τὰ τῶν Ἀτρειδῶν μὴ μένων μελλήματα.
ΚΛ. ὦ παῖ θεᾶς Νηρῇδος, ἔνδοθεν λόγων
820τῶν σῶν ἀκούσασ᾽ ἐξέβην πρὸ δωμάτων.
ΑΧ. ὦ πότνι᾽ αἰδώς, τήνδε τίνα λεύσσω ποτὲ
γυναῖκα, μορφὴν εὐπρεπῆ κεκτημένην;
ΚΛ. οὐ θαῦμά σ᾽ ἡμᾶς ἀγνοεῖν, οἷς μὴ πάρος
προσῆκες· αἰνῶ δ᾽ ὅτι σέβεις τὸ σωφρονεῖν.
825ΑΧ. τίς δ᾽ εἶ; τί δ᾽ ἦλθες Δαναϊδῶν ἐς σύλλογον,
γυνὴ πρὸς ἄνδρας ἀσπίσιν πεφραγμένους;
ΚΛ. Λήδας μέν εἰμι παῖς, Κλυταιμήστρα δέ μοι
ὄνομα, πόσις δέ μοὐστὶν Ἀγαμέμνων ἄναξ.
ΑΧ. καλῶς ἔλεξας ἐν βραχεῖ τὰ καίρια.
830αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους.
ΚΛ. μεῖνον —τί φεύγεις;— δεξιάν τ᾽ ἐμῇ χερὶ
σύναψον, ἀρχὴν μακαρίων νυμφευμάτων.
ΑΧ. τί φής; ἐγώ σοι δεξιάν; αἰδοίμεθ᾽ ἂν
Ἀγαμέμνον᾽, εἰ ψαύοιμεν ὧν μή μοι θέμις.
835ΚΛ. θέμις μάλιστα, τὴν ἐμὴν ἐπεὶ γαμεῖς
παῖδ᾽, ὦ θεᾶς παῖ ποντίας Νηρηίδος.
ΑΧ. ποίους γάμους φής; ἀφασία μ᾽ ἔχει, γύναι.
εἰ μή τι παρανοοῦσα καινουργεῖς λόγον;
ΚΛ. πᾶσιν τόδ᾽ ἐμπέφυκεν, αἰδεῖσθαι φίλους
840καινοὺς ὁρῶσι καὶ γάμου μεμνημένοις.
ΑΧ. οὐπώποτ᾽ ἐμνήστευσα παῖδα σήν, γύναι,
οὐδ᾽ ἐξ Ἀτρειδῶν ἦλθέ μοι λόγος γάμων.
ΚΛ. τί δῆτ᾽ ἂν εἴη; σὺ πάλιν αὖ λόγους ἐμοὺς
θαύμαζ᾽· ἐμοὶ γὰρ θαύματ᾽ ἐστὶ τὰ παρὰ σοῦ.
845ΑΧ. εἴκαζε· κοινόν ἐστιν εἰκάζειν τάδε·
ἄμφω γὰρ ψευδόμεθα τοῖς λόγοις ἴσως.
ΚΛ. ἀλλ᾽ ἦ πέπονθα δεινά; μνηστεύω γάμους
οὐκ ὄντας, ὡς εἴξασιν· αἰδοῦμαι τάδε.
ΑΧ. ἴσως ἐκερτόμησε κἀμὲ καὶ σέ τις.
850ἀλλ᾽ ἀμελίᾳ δὸς αὐτὰ καὶ φαύλως φέρε.
ΚΛ. χαῖρ᾽· οὐ γὰρ ὀρθοῖς ὄμμασίν σ᾽ ἔτ᾽ εἰσορῶ,
ψευδὴς γενομένη καὶ παθοῦσ᾽ ἀνάξια.
ΑΧ. καὶ σοὶ τόδ᾽ ἐστὶν ἐξ ἐμοῦ· πόσιν δὲ σὸν
στείχω ματεύσων τῶνδε δωμάτων ἔσω.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


Έρχεται ο Αχιλλέας και απευθύνεται στο Χορό.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Πού να ᾽ναι εδώ ο στρατάρχης των Ελλήνων;
Είν᾽ ο Αχιλλέας για πείτε του ο Πηλείδης
και τον ζητάει εδώ έξω απ᾽ τη σκηνή του.
Κοντά στον Εύριπο όλοι καρτερούμε,
όχι όμως όλοι το ίδιο. Άλλοι από μας,
ανύπαντροι, τα σπίτια αφήσανε έρμα
και κάθονται δω χάμω στ᾽ ακρογιάλι,
κι άλλοι είναι παντρεμένοι, απ᾽ τα παιδιά τους
όμως μακριά· τόσος φλογίζει πόθος
την Ελλάδα γι᾽ αυτή την εκστρατεία,
κι οι θεοί σ᾽ αυτό δεν είναι ξένοι. Ανάγκη
810εγώ να πω το δίκιο το δικό μου,
για τον εαυτό του πάλι ας πει όποιος θέλει.
Φάρσαλο και Πηλέα εγώ ᾽χω αφήσει
και του Εύριπου φυλάω τις ξέπνοες αύρες
τους Μυρμιδόνες συγκρατώντας· όλο
με πιέζουν και μου λένε αυτοί: «Αχιλλέα,
τί καρτερούμε; πόσος θα περάσει
καιρός ακόμα για να πάμε στο Ίλιο;
Κάμε, αν θα κάμεις τίποτα· ειδεμή
των Ατρειδών τις άργητες παράτα
και φέρε πίσω το στρατό στα σπίτια του.»
Προβάλλει στην πόρτα της σκηνής η Κλυταιμήστρα.
ΚΛΥ. Γιε της Νηρηίδας, άκουσα από μέσα
820 τα λόγια σου και βγήκα εδώ στην πόρτα.
ΑΧΙ. Πώς ντρέπομαι! Ποιά να ᾽ναι αυτή η γυναίκα
η τόσο ωριοφάνταχτη που βλέπω;
ΚΛΥ. Πώς και μας ξέρεις, που μας ήσουν ξένος
ως τώρα. Μα η σεμνότη σου μου αρέσει.
ΑΧΙ. Μα ποιά εισαι; Και, γυναίκα εσύ, πώς ήρθες
μες στους Δαναούς, σ᾽ αρματωμένους άντρες;
ΚΛΥ. Της Λήδας είμαι κόρη, η Κλυταιμήστρα,
του βασιλιά Αγαμέμνονα η γυναίκα.
ΑΧΙ. Όσα είν᾽ ανάγκη σύντομα είπες. Όμως
830κακό να κουβεντιάζω με γυναίκες.
ΚΛΥ. Στάσου, πού πας; Το χέρι σου έλα, δώσ᾽ μου,
του γάμου καλορίζικη αρραβώνα.
ΑΧΙ.Το χέρι; εγώ; ν᾽ αγγίξω ό,τι δεν πρέπει!
Το βασιλιά, κυρά μου, θα ντρεπόμουν.
ΚΛΥ. Πρέπει και παραπρέπει, αφού θα γίνεις
γαμπρός μας, γιε της πόντιας Νηρηίδας.
ΑΧΙ. Σαν τί γαμπρός; Τα χάνω. Ο νους σου μήπως
ξεστράτισε κι αλλόκοτα έτσι κρένεις;
ΚΛΥ. Ε, ντρέπονται όλοι, όταν καινούριους βλέπουν
840συγγενείς κι όταν σκέφτονται το γάμο.
ΑΧΙ.Την κόρη σου ούτε ζήτησα ποτέ μου
ούτε πρόταση μου ήρθε απ᾽ τους Ατρείδες.
ΚΛΥ. Μα τότε; Θ᾽ απορείς γι᾽ αυτά που σου είπα,
όπως κι εγώ απορώ γι᾽ αυτά που λες.
ΑΧΙ. Σκέψου να δεις· κι οι δυο μας να σκεφτούμε·
ψέμα δε λέω· κι εσύ, νομίζω, το ίδιο.
ΚΛΥ. Με βρίσκει συμφορά λοιπόν; Ντροπή!
Ανύπαρχτο, θαρρώ, ετοιμάζω γάμο.
ΑΧΙ. Για πείραγμα ίσως το ᾽καμε κανένας.
850Μα αψήφησέ το, μην κακοκαρδίζεις.
ΚΛΥ. Χαίρε· δεν έχω μάτια να σε δω,
που βγήκα ψεύτρα· αυτό δε μου άξιζε όμως.
ΑΧΙ. Κι εγώ σε χαιρετώ· και τώρα πάω
τον άντρα σου εδώ μέσα να ζητήσω.