Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλεῖδαι (709-747)


ΑΛ. τί χρῆμα μέλλεις σῶν φρενῶν οὐκ ἔνδον ὢν
710λιπεῖν μ᾽ ἔρημον σὺν ‹τέκνου› τέκνοις ἐμοῖς;
ΙΟ. ἀνδρῶν γὰρ ἀλκή· σοὶ δὲ χρὴ τούτων μέλειν.
ΑΛ. τί δ᾽; ἢν θάνηις σύ, πῶς ἐγὼ σωθήσομαι;
ΙΟ. παιδὸς μελήσει παισὶ τοῖς λελειμμένοις.
ΑΛ. ἢν δ᾽ οὖν, ὃ μὴ γένοιτο, χρήσωνται τύχηι;
715ΙΟ. οἵδ᾽ οὐ προδώσουσίν σε, μὴ τρέσηις, ξένοι.
ΑΛ. τοσόνδε γάρ τοι θάρσος, οὐδὲν ἄλλ᾽ ἔχω.
ΙΟ. καὶ Ζηνὶ τῶν σῶν, οἶδ᾽ ἐγώ, μέλει πόνων.
ΑΛ. φεῦ·
Ζεὺς ἐξ ἐμοῦ μὲν οὐκ ἀκούσεται κακῶς·
εἰ δ᾽ ἐστὶν ὅσιος αὐτὸς οἶδεν εἰς ἐμέ.
720ΘΕ. ὅπλων μὲν ἤδη τήνδ᾽ ὁρᾶις παντευχίαν,
φθάνοις δ᾽ ἂν οὐκ ἂν τοῖσδε σὸν κρύπτων δέμας·
ὡς ἐγγὺς ἁγὼν καὶ μάλιστ᾽ Ἄρης στυγεῖ
μέλλοντας· εἰ δὲ τευχέων φοβῆι βάρος,
νῦν μὲν πορεύου γυμνός, ἐν δὲ τάξεσιν
725κόσμωι πυκάζου τῶιδ᾽· ἐγὼ δ᾽ οἴσω τέως.
ΙΟ. καλῶς ἔλεξας· ἀλλ᾽ ἐμοὶ πρόχειρ᾽ ἔχων
τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ᾽ ἔνθες ὀξύην,
λαιόν τ᾽ ἔπαιρε πῆχυν, εὐθύνων πόδα.
ΘΕ. ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην χρεών;
730ΙΟ. ὄρνιθος οὕνεκ᾽ ἀσφαλῶς πορευτέον.
ΘΕ. εἴθ᾽ ἦσθα δυνατὸς δρᾶν ὅσον πρόθυμος εἶ.
ΙΟ. ἔπειγε· λειφθεὶς δεινὰ πείσομαι μάχης.
ΘΕ. σύ τοι βραδύνεις, οὐκ ἐγώ, δοκῶν τι δρᾶν.
ΙΟ. οὔκουν ὁρᾶις μου κῶλον ὡς ἐπείγεται;
735ΘΕ. ὁρῶ δοκοῦντα μᾶλλον ἢ σπεύδοντά σε.
ΙΟ. οὐ ταῦτα λέξεις ἡνίκ᾽ ἂν λεύσσηις μ᾽ ἐκεῖ ...
ΘΕ. τί δρῶντα; βουλοίμην δ᾽ ἂν εὐτυχοῦντά γε.
ΙΟ. δι᾽ ἀσπίδος θείνοντα πολεμίων τινά.
ΘΕ. εἰ δή ποθ᾽ ἥξομέν γε· τοῦτο γὰρ φόβος.
ΙΟ. φεῦ·
740εἴθ᾽, ὦ βραχίων, οἷον ἡβήσαντά σε
μεμνήμεθ᾽ ἡμεῖς, ἡνίκα ξὺν Ἡρακλεῖ
Σπάρτην ἐπόρθεις, σύμμαχος γένοιό μοι
τοιοῦτος· οἵαν ἂν τροπὴν Εὐρυσθέως
θείμην· ἐπεί τοι καὶ κακὸς μένειν δόρυ.
745ἔστιν δ᾽ ἐν ὄλβωι καὶ τόδ᾽ οὐκ ὀρθῶς ἔχον,
εὐψυχίας δόκησις· οἰόμεσθα γὰρ
τὸν εὐτυχοῦντα πάντ᾽ ἐπίστασθαι καλῶς.


ΑΛΚ. Τί μέλλεις, έχοντας το λογικό χαμένο,
710έρμην έτσι να με αφήσεις με τα παιδιά μου;
ΙΟΛ. Τα παιδιά εσύ κοίταζε· οι άντρες πολεμούνε!
ΑΛΚ. Και πώς εγώ θέλει σωθώ, εάν εσύ πεθάνεις;
ΙΟΛ. Τα εγγόνια σου, που θ᾽ απομείνουν, θα φροντίσουν.
ΑΛΚ. Κι αν —άμποτες μη γίνει— βρουν την ίδιαν τύχη;
ΙΟΛ. Μη φοβάσαι, οι ξένοι αυτοί δεν θα σε προδώσουν.
ΑΛΚ. Αυτοί ᾽ναι η μοναχή μου ελπίδ᾽, άλλην δεν έχω.
ΙΟΛ. Ξέρω κι ο Δίας φροντίζει για τα βάσανά σου!
ΑΛΚ. Δεν θα μου φύγει για τον Δία άσκημος λόγος·
μα, αν είναι δίκιος για τα μένα, ο ίδιος το ξέρει!
720ΘΕΡ. Εδώ μια ολάκαιρ᾽ είναι αρματωσιά, τη βλέπεις,
μα δεν προφταίνεις το κορμί σου να το κρύψεις
μ᾽ αυτήν· τι η μάχ᾽ είναι κοντά· και μισεί ο Άρης
τους αργοπόρηδες· κι αν το βάρος των όπλων
φοβίζει σε, τώρ᾽ άνοπλος σύρε και μέσα
στη γραμμή ντύσου τα· ώς εκεί εγώ σου τα φέρνω.
ΙΟΛ. Καλά μιλείς· και μια στα χέρια σου είναι τα όπλα,
κουβάλησέ μου τα και μες στην απαλάμη
βάλε μου την οξιά κι απ᾽ το ζερβί βραχιόνι
πιάσε με, το ποδάρι μου καλά οδηγώντας.
ΘΕΡ. Τί; τώρα οπλίτην άνθρωπον θα σε νταντέψω;
730ΙΟΛ. Γιατί ᾽ναι πάντοτε οιωνός το πρώτο βήμα.
ΘΕΡ. Ας ήσουν τόσο δυνατός όσ᾽ είν᾽ η ορμή σου!
ΙΟΛ. Βιάζου· γιατί χαϊμένος είμαι αν δεν προφτάσω.
ΘΕΡ. Αργείς εσύ· εγώ κάτι φαίνεται πως κάνω!
ΙΟΛ. Δεν βλέπεις πως το πόδι μου γοργά κινιέται;
ΘΕΡ. Να το θαρρείς σε βλέπω κι όχι να το κάμνεις.
ΙΟΛ. Όταν με ιδείς κι εκεί δεν θέλεις πει τα ίδια.
ΘΕΡ. Σε τί περίσταση; αν και θέλω να πετύχεις!
ΙΟΛ. Όταν θα στρώνω τους οχτρούς με την ασπίδα.
ΘΕΡ. Αν πάμε βέβαια κάποτες· τι το φοβάμαι.
ΙΟΛ. Αλί·
740άμποτες, ω βραχιόνι μου, όπως σε θυμάμαι
στα νιάτα σου, όταν με τον Ηρακλή τη Σπάρτη
εκούρσευες, να μου γενείς σύμμαχος τέτοιος,
που να τον βάλω στο φευγιό τον Ευρυσθέα,
τι ᾽ναι δειλός για ν᾽ αντικρίσει το κοντάρι.
Για κείνους που έχουν τ᾽ αγαθά συμβαίνει ετούτο
το κακό, να νομίζονται γενναίοι· θαρρούμε
πως ο καλότυχος όλα καλά τα ξέρει.