ΑΓΓ. Όταν εξεκινήσαμε απ᾽ το σπίτι,
επήραμε τον δρόμο που χωράει
δυο αμάξια να περάσουν· προχωρώντας
εφτάσαμε στο μέρος που βρισκόταν
των Μυκηναίων ο ξακουσμένος ρήγας.
Σε κήπο νεροδρόσιστο καθόταν
κι έκοβε τρυφερής μυρτιάς κλωνάρια
να στεφανώσει το κεφάλι του. Ως μας είδε,
μας φώναξεν αμέσως. «Γεια σας, ξένοι,
780ποιοί είστε; Πούθε ερχόσαστε; Ποιός είναι
ο τόπος σας;» Ο Ορέστης τού απαντάει.
«Είμαστε Θεσσαλοί, πάμε στη χώρα
του Αλφειού, να κάνουμε θυσίες
στον Δία τον Ολύμπιο». Ακούγοντας
ο Αίγισθος αυτά, μας λέει. «Τώρα
θα μείνετε κοντά μου και θα φάτε
μαζί μου στο τραπέζι. Θυσιάζω
ταύρο στις Νύμφες· άμα σηκωθείτε
με την αυγή, όση χάσατε ώρα πάλι
θα την κερδίσετε· στο σπίτι ας πάμε,
δεν κάνει ν᾽ αρνηθείτε». Έτσι μιλώντας
790και πιάνοντάς μας απ᾽ το χέρι, μέσα
μας οδηγούσε. Ως μπήκαμε, φωνάζει.
«Γοργά να φέρει κάποιος για τους ξένους
νερό για να λουστούν, γιατί μαζί μας
θα σταθούν στον βωμό και στ᾽ αγιονέρι».
Ο Ορέστης όμως του αποκρίνεται. «Πριν λίγο
καθαριστήκαμε σε ποταμίσια
νερά καθάρια. Αν πρέπει στις θυσίες
να στέκουνε μαζί ξένοι με ντόπιους,
Αίγισθε βασιλιά, δεν θ᾽ αρνηθούμε
κι είμαστε πρόθυμοι». Έτσι αυτόν τον λόγο
τον άφησαν στη μέση. Οι δούλοι τότε,
σε μια μεριά τις λόγχες παρατώντας,
που ᾽χαν για να φυλάγουν τον αφέντη,
ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Δοχείο
έφερναν για το αίμα απ᾽ τα σφαχτάρια,
800άλλοι κουβάλαγαν πανέρια, κι άλλοι
άναβαν τους βωμούς και τα λεβέτια
έστηναν, κι αντηχούσε όλο το σπίτι.
Ο άντρας της μητέρας σου αφού πήρε
κριθάλευρο, το σκόρπιζεν απάνω
στους βωμούς, έτσι μιλώντας. «Νύμφες
των βράχων, αξιώστε μας, εμένα
και τη γυναίκα μου που ᾽ναι στο σπίτι,
την Τυνδαρίδα, πλήθος τις θυσίες
να κάνουμε για σας, ευτυχισμένοι
πάντοτες όπως τώρα, κι οι εχθροί μας
να δυστυχούν». Για σε και τον Ορέστη
έλεγε αυτά τα λόγια. Μα ο δικός μου
αφέντης με τον νου του προσευχόταν
τ᾽ αντίθετα: να ξαναπάρει πίσω
810το πατρικό παλάτι. Ίσιο μαχαίρι
απ᾽ το πανέρι ο Αίγισθος επήρε
κι έκοψε τρίχες μοσχαρίσιες· πάνω
στην ιερή τις έριξε τη φλόγα
με το δεξί του κι έσφαξε ως σηκώσαν
στους ώμους του οι δούλοι το δαμάλι.
Ύστερα λέει στον αδερφό σου ετούτα.
«Καυχιούνται οι Θεσσαλοί πως έχουν
κι αυτό μες στα καλά τους· άλλος ταύρο
με τέχνη τον λιανίζει, άλλος δαμάζει
τ᾽ άλογα. Εμπρός, μαχαίρι πάρε, ξένε,
και δείξε αληθινή τη φήμη τούτη
των Θεσσαλών». Γερό λεπίδι εκείνος
διαλέγει δωρικό κι από τους ώμους
820πετώντας τον ωραίο χιτώνα, πήρε
στο έργο βοηθό του τον Πυλάδη κι όλους
διώχνει τους δούλους. Απ᾽ το πόδι το μοσχάρι
πιάνοντας και τεντώνοντας το χέρι,
τις άσπρες σάρκες γύμνωσε απ᾽ το δέρμα.
Πιο γρήγορα είχε γδάρει το δαμάλι,
απ᾽ όσην ώρα κάνει καβαλάρης
να τρέξει μες στο στάδιο δυο γύρους·
ύστερα του ανοίγει τα λαγόνια.
Παίρνει στα χέρια ο Αίγισθος τα σπλάχνα
και τα κοιτάει. Στο σκώτι δεν υπήρχε
λοβός καθόλου, στόμα και σακούλα
στη χολή έδειχναν πως σύντομα θα βρίσκαν
αυτόν που τα κοιτούσε δυστυχίες
φριχτές. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει
830κι ο αφέντης μου ρωτάει. «Γιατί τάχα
στεναχωριέσαι; «Ξένε, κάποιο δόλο
φοβάμαι από τα ξένα. Είναι τ᾽ αγόρι
του Αγαμέμνονα τρανός εχθρός μου,
που πιο πολύ μισώ μες στους ανθρώπους».
Εκείνος του αποκρίθηκε. «Εσύ μιας χώρας
ο βασιλιάς και σκιάζεσαι τον δόλο
ενός εξορισμένου; Δεν θα φέρει,
αντί γι᾽ αυτό το δωρικό λεπίδι,
κάποιος μαχαίρι φθιωτικό, να φάμε
τα εντόσθια και το στήθος του ν᾽ ανοίξω;»
Παίρνει και κόβει. Ο Αίγισθος τα σπλάχνα
τα εξέταζε ένα ένα. Κι όπως ήταν
έτσι σκυμμένος, τότε ο αδερφός σου
840σηκώθηκε στα νύχια και του δίνει
στον σβέρκο μια χτυπιά και του συντρίβει
τη ραχοκοκαλιά του· ευθύς εκείνος
σύγκορμος τιναζόταν πάνω κάτω,
πεθαίνοντας φριχτά μ᾽ άγριους βόγκους.
Οι δούλοι μόλις είδαν τί ᾽χε γίνει,
τρέξαν γοργά και πήραν τα κοντάρια,
πλήθος αυτοί να χτυπηθούν με δύο.
Μα στάθηκαν ατρόμαχτοι αντικρύ τους
Ορέστης και Πυλάδης, τις δικές τους
λόγχες αντίμαχες γερά κουνώντας.
Τους μίλησ᾽ ο αδερφός σου. «Εχθρός δεν ήρθα
στη χώρα εδώ και στους δικούς μου ανθρώπους·
μονάχα τον φονιά έχω τιμωρήσει
850του γονιού μου, ο δύστυχος Ορέστης·
γι᾽ αυτό παλιοί υπηρέτες του πατέρα,
μη με σκοτώσετε». Κι εκείνοι σαν ακούσαν
τα λόγια του, κρατήσαν τα κοντάρια·
κάποιος του παλατιού γέροντας δούλος
τον γνώρισε κι ευθύς τον αδερφό σου
μ᾽ αλαλαγμούς χαράς τον στεφανώσαν.
Έρχεται να σου δείξει το κεφάλι
όχι της Μέδουσας, μα αυτόν που τόσο
πολύ μισείς, τον Αίγισθο. Σφαγμένος,
πικρά ξεπλήρωσε με το αίμα του το αίμα.
|