ΕΛΕ. Μονάχα μια η ελπίδα να σωθούμε.
ΜΕΝ. Χρυσάφι τάχα, τόλμη ή παρακάλια;
ΕΛΕ. Φτάνει μη μάθει ο βασιλιάς πως ήρθες.
ΜΕΝ. Ποιός θα το πει; Κι ούτε θα με γνωρίσει.
ΕΛΕ. Κάποιος δικός του ισόθεος τον συντρέχει.
820ΜΕΝ. Μια μαντική φωνή μες στο παλάτι;
ΕΛΕ. Όχι· μονάχα η αδελφή του η Θεονόη.
ΜΕΝ. Όνομα για προφήτισσα· λέγε, τί κάνει;
ΕΛΕ. Ξέρει τα πάντα, θα σε μαρτυρήσει.
ΜΕΝ. Τότε θα με σκοτώσουν, δεν ξεφεύγω.
ΕΛΕ. Στις ικεσίες μας μπορεί να στέρξει —
ΜΕΝ. Να κάνει τί; Σε ποιές με πας ελπίδες;
ΕΛΕ. Στον αδερφό της να μην πει πως ήρθες.
ΜΕΝ. Και τότε θα ξεφύγουμε απ᾽ τη χώρα;
ΕΛΕ. Κρυφά της όχι, μόνο αν μας συντρέξει.
830ΜΕΝ. Δικό σου το έργο, γυναίκα σε γυναίκα.
ΕΛΕ. Ικέτισσα τα πόδια της θ᾽ αγγίξω.
ΜΕΝ. Κι άμα στα παρακάλια μας δεν στέρξει;
ΕΛΕ. Πεθαίνεις· κι εγώ νύφη με το ζόρι.
ΜΕΝ. Τάχατες απ᾽ τη βία θα με προδώσεις;
ΕΛΕ. Όρκο μεγάλο ορκίστηκα, αν εσένα….
ΜΕΝ. Τί λες; Θα σκοτωθείς; Δεν παίρνεις άλλον;
ΕΛΕ. Με το ίδιο ξίφος δίπλα σου θα πέσω.
ΜΕΝ. Πιάσ᾽ το δεξί μου χέρι κι έλα, ορκίσου.
ΕΛΕ. Άμα χαθείς εσύ κι εγώ πεθαίνω.
840ΜΕΝ. Κι εγώ τελειώνω τη ζωή, αν σε χάσω.
ΕΛΕ. Πώς θα πεθάνουμε όμως δοξασμένα;
ΜΕΝ. Απάνω εδώ στον τάφο θα σε σφάξω
κι ύστερα θα σφαχτώ κι εγώ. Μα πρώτα
θα πολεμήσω όσο μπορώ για σένα.
Ας έρθει όποιος τολμά· δεν θα ντροπιάσω
τη δόξα μου στην Τροία, να μου λένε,
σαν πάω στην Ελλάδα, πως για μένα
τον Αχιλλέα της έχασεν η Θέτη,
τον γιο του ο Νέστορας κι είδα τον Αία
τον Τελαμώνιο να σκοτώνεται, όμως
για χάρη της γυναίκας μου δεν έχω
850το θάρρος να πεθάνω; Βέβαια το ᾽χω·
αν οι θεοί σοφοί λογιούνται, τότε
τον ψυχωμένον άντρα που αφανίσαν
οι εχθροί του, σε αψηλό τον θάβουν τάφο,
μα τους δειλούς στους άγριους ρίχνουν βράχους.
ΧΟΡ. Δώστε, θεοί, στο γένος του Ταντάλου
την ευτυχία, τα βάσανα ας γλιτώσει.
ΕΛΕ. Ω! συμφορά μου· δυστυχία με ζώνει.
Μενέλαε, χαθήκαμε· απ᾽ το σπίτι
βγαίνει όπου να ᾽ναι η μάντισσα Θεονόη·
βροντάει απ᾽ τις αμπάρες το παλάτι.
860Φύγε· γιατί να φύγεις, αφού ξέρει,
έτσι κι αλλιώς, πως είσαι εδώ φτασμένος;
Η δόλια πάω χαμένη. Από την Τροία
σώθηκες κι από βάρβαρους, για νά ᾽ρθεις
να πέσεις πάλι σε σπαθιά βαρβάρων;
|