ΕΡΜΙΟΝΗ
Γιατί μου πήρες το σπαθί απ᾽ το χέρι;
Δώσ᾽ μου το, δώσ᾽ μου το, καλή μου,
για να το μπήξω κατάστηθα.
Γιατί μ᾽ εμπόδισες να κρεμαστώ;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Έπρεπε να σ᾽ αφήσω να πεθάνεις,
αφού παραλογίζεσαι;
ΕΡΜΙΟΝΗ
Αλίμονό μου, τί μοίρα είν᾽ αυτή;
Πού να βρω φωτιά, που τη θέλω;
Πού να βρω ακροβράχια ν᾽ ανεβώ,
κοντά στη θάλασσα ή σε βουνίσιο λόγγο,
για να πεθάνω, να βρεθώ με τις ψυχές
850του Κάτω Κόσμου;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Μα γιατί βασανίζεσαι; Συμφορές θεοσταλμένες
έρχονται σ᾽ όλους τους θνητούς, πότε σήμερα
πότε αύριο.
ΕΡΜΙΟΝΗ
Μ᾽ άφησες, μ᾽ άφησες, πατέρα, μοναχή
σα βάρκα στην ακρογιαλιά χωρίς κουπιά.
Σ᾽ αυτό το σπίτι δεν θα κατοικήσω,
εδώ που μπήκα νυφούλα. Σε τίνος
θεού το άγαλμα μπροστά να γονατίσω;
Ή μήπως να προσπέσω δούλα
860σε μιας δούλας τα πόδια;
Ω, να πετούσα σαν πουλί μαυρόφτερο
από τη Φθία μακριά
είτε ν᾽ αρμένιζα σαν πεύκινο καράβι πρωτοτάξιδο
όπως αυτό που πέρασε άλλοτε
τις Συμπληγάδες.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Παιδί μου, παραφέρεσαι και δεν βρήκα σωστό
ούτε το φέρσιμό σου, όταν μηχανευόσουν
πράγματα φοβερά για την Τρωαδίτισσα,
ούτε τον τωρινό σου φόβο, που σε τυραννάει.
Ο άντρας σου δεν θα σ᾽ αρνηθεί όταν θ᾽ ακούσει
870τα λόγια τα ελεεινά μιας βάρβαρης γυναίκας.
Γιατί δεν σ᾽ έχει σκλάβα αιχμάλωτη από την Τροία
αλλά σε πήρε αρχοντοπούλα με πολλά προικιά
από μια πολιτεία τρισευτυχισμένη.
Ούτε ο πατέρας σου θ᾽ αφήσει να σε διώξουν
απ᾽ τα παλάτια ετούτα, όπως φοβάσαι, κόρη μου.
Πήγαινε μέσα λοιπόν, για να μην πούνε
πως σ᾽ είδαν έξω από το σπίτι σου και ντροπιαστείς.
(Η Ερμιόνη, η Παραμάνα κι οι δούλες βαδίζουν προς το παλάτι.)
|