Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (34.1-35.16)


[34.1] Τοῦτο τῆς μάχης ἐκείνης λαβούσης τὸ πέρας, ἡ μὲν ἀρχὴ παντάπασιν ἡ Περσῶν ἐδόκει καταλελύσθαι, βασιλεὺς δὲ τῆς Ἀσίας Ἀλέξανδρος ἀνηγορευμένος, ἔθυε τοῖς θεοῖς μεγαλοπρεπῶς, καὶ τοῖς φίλοις ἐδωρεῖτο πλούτους καὶ οἴκους καὶ ἡγεμονίας. [34.2] φιλοτιμούμενος δὲ πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἔγραψε τὰς τυραννίδας πάσας καταλυθῆναι καὶ πολιτεύειν αὐτονόμους, ἰδίᾳ δὲ Πλαταιεῦσι τὴν πόλιν ἀνοικοδομεῖν, ὅτι τὴν χώραν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας παρέσχον. [34.3] ἔπεμψε δὲ καὶ Κροτωνιάταις εἰς Ἰταλίαν μέρος τῶν λαφύρων, τὴν Φαΰλλου τοῦ ἀθλητοῦ τιμῶν προθυμίαν καὶ ἀρετήν, ὃς περὶ τὰ Μηδικά, τῶν ἄλλων Ἰταλιωτῶν ἀπεγνωκότων τοὺς Ἕλληνας, ἰδιόστολον ἔχων ναῦν ἔπλευσεν εἰς Σαλαμῖνα, τοῦ κινδύνου συμμεθέξων. [34.4] οὕτω τις εὐμενὴς ἦν πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν καὶ καλῶν ἔργων φύλαξ καὶ οἰκεῖος.
[35.1] Ἐπιὼν δὲ τὴν Βαβυλωνίαν, ἅπασαν εὐθὺς ἐπ᾽ αὐτῷ γενομένην, ἐθαύμασε μάλιστα τό τε χάσμα τοῦ πυρὸς ἐν † Ἐκβατάνοις, ὥσπερ ἐκ πηγῆς συνεχῶς ἀναφερομένου, καὶ τὸ ῥεῦμα τοῦ νάφθα, λιμνάζοντος διὰ τὸ πλῆθος οὐ πόρρω τοῦ χάσματος· [35.2] ὃς τἆλλα μὲν ἀσφάλτῳ προσέοικεν, οὕτω δ᾽ εὐπαθὴς πρὸς τὸ πῦρ ἐστιν, ὥστε πρὶν ἢ θιγεῖν τὴν φλόγα δι᾽ αὐτῆς τῆς περὶ τὸ φῶς ἐξαπτόμενος αὐγῆς τὸν μεταξὺ πολλάκις ἀέρα συνεκκαίειν. [35.3] ἐπιδεικνύμενοι δὲ τὴν φύσιν αὐτοῦ καὶ δύναμιν οἱ βάρβαροι τὸν ἄγοντα πρὸς τὴν κατάλυσιν τοῦ βασιλέως στενωπὸν ἐλαφρῶς τῷ φαρμάκῳ κατεψέκασαν· εἶτα στάντες ἐπ᾽ ἄκρῳ τοὺς λαμπτῆρας τοῖς βεβρεγμένοις προσέθηκαν· ἤδη γὰρ συνεσκόταζε. [35.4] τῶν δὲ πρώτων εὐθὺς ἁψαμένων, οὐκ ἔσχεν ἡ ‹ἐπι›νομὴ χρόνον αἰσθητόν, ἀλλ᾽ ἅμα νοήματι διῖκτο πρὸς θάτερον πέρας, καὶ πῦρ ἐγεγόνει συνεχὲς ὁ στενωπός.
[35.5] Ἦν δέ τις Ἀθηνοφάνης Ἀθηναῖος τῶν περὶ ἄλειμμα καὶ λουτρὸν εἰωθότων τὸ σῶμα θεραπεύειν τοῦ βασιλέως καὶ τὴν διάνοιαν ἐμμελῶς ἀπάγειν ἐπὶ τὸ ῥᾴθυμον. [35.6] οὗτος ἐν τῷ λουτρῶνι τότε παιδαρίου τῷ Ἀλεξάνδρῳ παρεστῶτος εὐτελοῦς σφόδρα καὶ γελοίου τὴν ὄψιν, ᾄδοντος δὲ χαριέντως, Στέφανος ἐκαλεῖτο, [35.7] «βούλει» φησὶν «ὦ βασιλεῦ, διάπειραν ἐν Στεφάνῳ τοῦ φαρμάκου λάβωμεν; ἂν γὰρ ἅψηται τούτου καὶ μὴ κατασβεσθῇ, παντάπασιν ἂν φαίην ἄμαχον καὶ δεινὴν αὐτοῦ τὴν δύναμιν εἶναι». [35.8] προθύμως δέ πως καὶ τοῦ παιδαρίου διδόντος ἑαυτὸν πρὸς τὴν πεῖραν, ἅμα τῷ περιαλεῖψαι καὶ θιγεῖν ἐξήνθησε φλόγα τοσαύτην τὸ σῶμα καὶ πυρὶ κατεσχέθη τὸ πᾶν, ὥστε τὸν Ἀλέξανδρον εἰς πᾶν ἀπορίας καὶ δέους ἐλθεῖν. [35.9] εἰ δὲ μὴ κατὰ τύχην πολλοὶ παρῆσαν ἀγγεῖα πρὸς τὸ λουτρὸν ὕδατος διὰ χειρῶν ἔχοντες, οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ βοήθεια τὴν ἐπινομήν. ἀλλὰ καὶ τότε μόγις κατέσβεσαν τὸ σῶμα τοῦ παιδὸς δι᾽ ὅλου πῦρ γενόμενον, καὶ μετὰ ταῦτα χαλεπῶς ἔσχεν.
[35.10] Εἰκότως οὖν ἔνιοι τὸν μῦθον ἀνασῴζοντες πρὸς τὴν ἀλήθειαν, τοῦτό φασιν εἶναι τὸ τῆς Μηδείας φάρμακον, ᾧ τὸν τραγῳδούμενον στέφανον καὶ τὸν πέπλον ἔχρισεν. [35.11] οὐ γὰρ ἐξ αὐτῶν ἐκείνων οὐδ᾽ ἀπ᾽ αὐτομάτου λάμψαι τὸ πῦρ, ἀλλὰ φλογὸς ἐγγύθεν παρατεθείσης ὀξεῖαν ὁλκὴν καὶ συναφὴν ἄδηλον αἰσθήσει γενέσθαι. [35.12] τὰς γὰρ ἀκτῖνας καὶ τὰ ῥεύματα τοῦ πυρὸς ἄπωθεν ἐπερχόμενα, τοῖς μὲν ἄλλοις σώμασι φῶς καὶ θερμότητα προσβάλλειν μόνον, ἐν δὲ τοῖς [ἄλλοις] ξηρότητα πνευματικὴν ἢ νοτίδα λιπαρὰν καὶ διαρκῆ κεκτημένοις ἀθροιζόμενα καὶ πυριγονοῦντα μεταβάλλειν ὀξέως τὴν ὕλην. [35.13] παρεῖχε δ᾽ ἀπορίαν ἡ γένεσις εἴτε μᾶλλον ὑπέκκαυμα τῆς φλογὸς ὑπορρεῖ τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς, φύσιν λιπαρὰν καὶ πυριγόνον ἐχούσης. [35.14] καὶ γάρ ἐστιν ἡ Βαβυλωνία σφόδρα πυρώδης, ὥστε τὰς μὲν κριθὰς χαμόθεν ἐκπηδᾶν καὶ ἀποπάλλεσθαι πολλάκις, οἷον ὑπὸ φλεγμονῆς τῶν τόπων σφυγμοὺς ἐχόντων, τοὺς δ᾽ ἀνθρώπους ἐν τοῖς καύμασιν ἐπ᾽ ἀσκῶν πεπληρωμένων ὕδατος καθεύδειν. [35.15] Ἅρπαλος δὲ τῆς χώρας ἀπολειφθεὶς ἐπιμελητής, καὶ φιλοκαλῶν Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια καὶ τοὺς περιπάτους, τῶν μὲν ἄλλων ἐκράτησε, τὸν δὲ κιττὸν οὐκ ἔστεξεν ἡ γῆ μόνον, ἀλλ᾽ ἀεὶ διέφθειρεν οὐ φέροντα τὴν κρᾶσιν· ἡ μὲν γὰρ πυρώδης, ὁ δὲ φιλόψυχρος. [35.16] τῶν μὲν οὖν τοιούτων παρεκβάσεων, ἂν μέτρον ἔχωσιν, ἧττον ἴσως οἱ δύσκολοι κατηγορ‹ήσ›ουσιν.


[34.1] Αφού η μάχη εκείνη είχε αυτό το τέλος, η κυριαρχία των Περσών φαινόταν ότι είχε καταλυθεί ολοσχερώς. Ο Αλέξανδρος είχε αναγορευτεί βασιλιάς της Ασίας, πρόσφερε θυσίες στους θεούς με μεγαλοπρέπεια και έδινε στους φίλους του πλούτη, παλάτια και ηγεμονίες. [34.2] Για να δείξει τη γενναιοδωρία του προς τους Έλληνες, έγραψε ότι καταλύονται όλα τα τυραννικά πολιτεύματα και θα είναι αυτόνομοι· ιδιαίτερα για τους Πλαταιείς έγραψε ότι θα ξανακτίσει την πόλη τους, επειδή οι πατέρες τους πρόσφεραν τη χώρα τους στους Έλληνες να αγωνιστούν εκεί για την ελευθερία τους. [34.3] Έστειλε επίσης και στους Κροτωνιάτες στην Ιταλία ένα μέρος από τα λάφυρα, τιμώντας την προθυμία και την αρετή του Φαΰλλου του αθλητή, επειδή στους Μηδικούς πολέμους, ενώ οι υπόλοιποι Ιταλιώτες είχαν εγκαταλείψει τους Έλληνες, αυτός με δικό του εξοπλισμένο πλοίο έπλευσε στη Σαλαμίνα για να πάρει μέρος στον αγώνα. [34.4] Τόσο φιλικά διατεθειμένος, προστάτης και φίλος ήταν προς κάθε αρετή.
[35.1] Επισκεπτόμενος τη Βαβυλώνα, η οποία υποτάχτηκε σ᾽ αυτόν αμέσως εξολοκλήρου, έμεινε έκθαμβος μπρος στο στόμιο της φωτιάς που ξεπηδάει ακατάπαυστα, σαν από πηγή, και το ρεύμα από νέφτι, που λόγω της ποσότητας σχημάτιζε λίμνη όχι πολύ μακριά από το στόμιο. [35.2] Το νέφτι μοιάζει γενικά με άσφαλτο, αλλά είναι τόσο πολύ ευαίσθητο στη φωτιά, ώστε, πριν το αγγίξει η φλόγα, ανάβει με τη λάμψη από το φως της και πολλές φορές καίει μαζί και ο αέρας που βρίσκεται ανάμεσά τους. [35.3] Θέλοντας να δείξουν οι βάρβαροι τη φύση και τη δύναμή του, κατέβρεξαν ελαφρά με το υγρό τον στενό δρόμο που οδηγούσε στο κατάλυμα του βασιλιά· στη συνέχεια στάθηκαν στην άκρη και ακούμπησαν με αναμμένους δαυλούς τα βρεγμένα μέρη. [35.4] Είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει. Αμέσως με το πρώτο άναμμα η φωτιά ξαπλώθηκε αστραπιαία, σαν τη σκέψη, και έφτασε στο άλλο άκρο και ο στενός δρόμος έγινε μια συνεχής φωτιά. [35.5] Βρισκόταν εκεί κάποιος Αθηνοφάνης, Αθηναίος, από αυτούς που συνήθως φρόντιζαν τον βασιλιά στο άλειμμα, στο λουτρό και απομάκρυναν τη σκέψη του με το τραγούδι από τις έγνοιες και την οδηγούσαν προς τη διασκέδαση. [35.6] Αυτός λοιπόν, καθώς τότε ήταν κοντά στον Αλέξανδρο ένα, παλικαράκι ασήμαντο και αστείο στο πρόσωπο, αλλά τραγουδούσε ωραία —Στέφανο τον έλεγαν— είπε: [35.7] «θέλεις, βασιλιά, να δοκιμάσουμε το υγρό στον Στέφανο; Εάν λοιπόν ανάψει επάνω του και δεν σβήσει, θα πω ανεπιφύλακτα ότι η δύναμή του είναι ακαταμάχητη και φοβερή» [35.8] Και αφού και το παλικαράκι προσφέρθηκε με προθυμία να γίνει επάνω του η δοκιμή, δεν πρόλαβαν να τον αλείψουν και να ακουμπήσουν τη φωτιά επάνω και το σώμα του πέταξε τόσο μεγάλη φλόγα και καλύφτηκε ολόκληρο από τη φωτιά, ώστε να τα χάσει εντελώς ο Αλέξανδρος και να ανησυχήσει πάρα πολύ. [35.9] Και, εάν δεν ήταν κατά τύχη πολλοί που κρατούσαν στα χέρια τους δοχεία με νερό, δεν θα προλάβαινε η βοήθεια την εξάπλωση της φωτιάς. Αλλά και έτσι ακόμη, με δυσκολία έσβησαν τη φωτιά που είχε καλύψει όλο το κορμί του παιδιού, και ύστερα από αυτά η κατάστασή του ήταν άσχημη. [35.10] Εύλογα λοιπόν ορισμένοι, συσχετίζοντας τον μύθο με την πραγματικότητα, λένε ότι αυτό είναι το φάρμακο της Μήδειας, με το οποίο άλειψε το στεφάνι και τον πέπλο που αναφέρεται στην τραγωδία. [35.11] Η φωτιά δηλαδή δεν άναψε από εκείνα τα ίδια ούτε και από μόνη της αλλά από κάποια φλόγα που είχε τοποθετηθεί κοντά και μεταδόθηκε με ταχύτητα που δεν μπορεί να την παρακολουθήσει το ανθρώπινο μάτι. [35.12] Γιατί οι ακτίνες και τα ρεύματα της φωτιάς, όταν έρχονται από μακριά, ρίχνουν γενικά στα σώματα μόνο φως και θερμότητα· όταν όμως εστιάζονται σε σώματα στεγνά ή με υγρασία μεγάλη και συνεχόμενη, δημιουργούν φωτιές και αλλάζουν αμέσως τη σύστασή τους. [35.13] Η προέλευση της φωτιάς δημιουργούσε απορία …αν έρεε φωτιά κάτω από το υγρό, καθώς έβγαινε από το χώμα που έχει σύσταση πολύ υγρή που εκπέμπει φωτιά. [35.14] Γιατί και η Βαβυλώνα είναι πάρα πολύ ζεστή, με αποτέλεσμα τα κριθάρια να ξεπηδούν από το χώμα και πολλές φορές να πλαγιάζουν, σαν να έχουν τα μέρη αυτά δυνατούς παλμούς λόγω πυρετού, και οι άνθρωποι στις μεγάλες ζέστες κοιμούνται πάνω σε ασκούς γεμάτους νερό. [35.15] Ο Άρπαλος, που είχε μείνει πίσω για να επιβλέπει την περιοχή, φιλοδοξώντας, ως λάτρης του ωραίου, να διακοσμήσει τα ανάκτορα και τα πάρκα με ελληνικά φυτά, ενώ σε όλα γενικά τα κατάφερε, τον κισσό μόνο δεν τον ευνόησε το χώμα, αλλά συνέχεια τον ξέραινε, επειδή δεν άντεχε στην υψηλή θερμοκρασία· γιατί το χώμα ήταν καυτό, ενώ αυτός θέλει ψυχρό κλίμα. [35.16] Τις παρεκβάσεις αυτού του είδους, αν γίνονται με μέτρο, πιθανόν να μην τις κατηγορήσουν ούτε και οι πιο δύστροποι αναγνώστες.