ΜΕΝΙΠΠΟΣ [3] Θα πρέπει να σου κάνω κι αυτή τη χάρη. Άλλωστε τί άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς, όταν ένας φίλος τον πιέζει; Πρώτα λοιπόν θα σου εκθέσω το δικό μου σκεπτικό, από πού ξεκίνησε η απόφασή μου να κατεβώ κάτω. Εγώ, ξέρεις, όσο ακόμη ήμουνα παιδί, καθώς άκουγα τον Όμηρο και τον Ησίοδο να περιγράφουν πολέμους και εξεγέρσεις όχι μόνο των ημιθέων, αλλά ακόμη και των ίδιων των θεών, και επιπλέον κάποιες μοιχείες τους και βιαιοπραγίες και αρπαγές και δίκες και εκδιώξεις των πατέρων τους και γάμους μεταξύ των αδελφών τους, νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν σωστά πράγματα, και άρχισα να στρέφομαι σ᾽ αυτά με προθυμία. Όταν όμως έφτασα στην ανδρική ηλικία, άκουγα πάλι τους νόμους εδωπέρα να ορίζουν τα αντίθετα από τους ποιητές, δηλαδή να μην επιτρέπουν ούτε τη μοιχεία ούτε την εξέγερση ούτε την αρπαγή. Βρέθηκα λοιπόν σε μεγάλη αμηχανία, μη ξέροντας πώς να κανονίσω τη ζωή μου. Γιατί πίστευα ότι ούτε οι θεοί ποτέ θα διέπρατταν μοιχείες και εξεγέρσεις ο ένας εναντίον του άλλου, αν δεν είχαν τη γνώμη πως είναι σωστές οι ενέργειες αυτές, ούτε όμως και οι νομοθέτες θα καθόριζαν τα αντίθετα, αν δεν τα θεωρούσαν ωφέλιμα. [4] Καθώς λοιπόν βρισκόμουν σε αδιέξοδο, αποφάσισα να πάω σ᾽ αυτούς που ονομάζονταν φιλόσοφοι και να αφήσω τον εαυτό μου στα χέρια τους, παρακαλώντας τους να με χειριστούνε όπως θέλουνε και να μου υποδείξουν έναν απλό και σίγουρο δρόμο της ζωής. Αυτά λοιπόν είχα στο μυαλό μου όταν τους πλησίασα, δεν κατάλαβα όμως ότι τρέχοντας να φύγω από τον καπνό, που λέει ο λόγος, έπεσα στη φωτιά. Γιατί παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι ειδικά σ᾽ αυτούς η άγνοια και η αμηχανία ήταν ακόμη περισσότερη, με αποτέλεσμα να μου αποδείξουν συντομότατα ότι η ζωή αυτή των απλών ανθρώπων είναι χρυσαφένια. Για παράδειγμα, ο ένας απ᾽ αυτούς πρότρεπε να αναζητά κανείς σε όλα την ηδονή και αυτήν να επιδιώκει με κάθε τρόπο, γιατί εκεί βρίσκεται η ευδαιμονία. Ο άλλος πάλι, αντίθετα, δίδασκε να αποκτά κανείς τα πάντα με κόπο και μόχθο, και να ταλαιπωρεί το σώμα του βρόμικος και άλουστος, να στενοχωρεί και να κακολογεί τους πάντες, και επιπλέον να απαγγέλλει συνεχώς τους πασίγνωστους εκείνους στίχους του Ησιόδου για την αρετή και τον «ιδρώτα» και το «σκαρφάλωμα στην κορυφή». Άλλος συμβούλευε να περιφρονούμε τα χρήματα και να θεωρούμε «αδιάφορο» την απόκτησή τους. Αντίθετα, κάποιος άλλος χαρακτήριζε και τον πλούτο ως αγαθό. Κι όσο για το σύμπαν, τί ανάγκη να μιλήσω; Τους άκουγα ο καημένος καθημερινά να συζητάνε για «ιδέες» και «ασώματα» και «άτομα» και «κενά» και ένα τέτοιο πλήθος από ορολογίες, και μ᾽ έπιανε ναυτία. Και το πιο εξωφρενικό απ᾽ όλα ήταν ότι ο καθένας τους, υποστηρίζοντας τις πιο αντίθετες απόψεις, έβρισκε ακαταμάχητα και πειστικά επιχειρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντικρούσω ούτε αυτόν που υποστήριζε, για το ίδιο πράγμα, ότι είναι ζεστό ούτε αυτόν που υποστήριζε ότι είναι κρύο, ενώ ήξερα πολύ καλά ότι δεν είναι ποτέ δυνατό κάτι να είναι την ίδια στιγμή και ζεστό και κρύο. Μου συνέβαινε λοιπόν πραγματικά κάτι παρόμοιο με αυτό που γίνεται σε όσους νυστάζουν· τη μια στιγμή το κεφάλι μου έπεφτε μπροστά και συμφωνούσα, ενώ αντίθετα την άλλη στιγμή τίναζα το κεφάλι μου προς τα πίσω διαφωνώντας. [5] Και το πολύ πιο παράλογο απ᾽ όλα αυτά ήταν το εξής: Παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι αυτοί ακριβώς οι ίδιοι κανόνιζαν τη ζωή τους εντελώς αντίθετα από τα ίδια τους τα λόγια. Αυτούς δηλαδή που δίδασκαν να περιφρονούμε τα χρήματα τους έβλεπα να είναι γαντζωμένοι πάνω σ᾽ αυτά και να καυγαδίζουνε για τόκους και να διδάσκουν για να πάρουνε λεφτά, και να υπομένουν τα πάντα για να τα κερδίσουνε. Αυτούς πάλι που απέρριπταν τη δόξα τούς έβλεπα και να κάνουν και να λένε τα πάντα επιδιώκοντας αυτήν και μόνο. Την ηδονή πάλι έβλεπα σχεδόν όλους να την κατηγορούνε, αλλά στην ιδιωτική τους ζωή να είναι προσκολλημένοι μόνο σ᾽ αυτήν.
|